Πέμπτη 5 Απριλίου 2012, Φαβιέρου, Μάγερ και αλλού, βράδυ προς νύχτα

Στη Φαβιέρου, έλεγε ο πατέρας μου, αγοράζουν όλοι οι εργολάβοι τα ηλεκτρικά για τις οικοδομές τους. Στην Ξούθου και στους γύρω δρόμους έχουν τα γραφεία τους όλες οι φαρμακευτικές εταιρείες. Και ό,τι θες για κομμωτήριο, στη Σωκράτους και πέριξ θα πας.

Κάποτε. Η Φαβιέρου, ένας όμορφος δρόμος με ψηλά δένδρα εκατέρωθεν του πεζοδρομίου, που θα έλεγε επίσης ο πατέρας μου, με όμορφα νεοκλασικά, ενώνει τη Μάρνη με το πλάι της πλατείας Καραϊσκάκη. Έχουν μείνει δυο τρία μαγαζιά με ηλεκτρικά – από εκεί πήρα τα απαραίτητα όταν έφτιαχνα κι εγώ το σπίτι – φαντάσματα αυτού που κάποτε ήταν.

Διότι σήμερα η Φαβιέρου έχει αλλάξει προφίλ. Πάλι εμπόριο γίνεται βεβαίως, αλλά άλλου είδους. Από τσέπη σε τσέπη, στα κρυφά, στις γωνίες. Δυο δυο, τρεις τρεις, άντρες – τώρα πώς να τους πω για να μη χαρακτηριστώ ρατσίστρια; – αφρικανικών χαρακτηριστικών τέλος πάντων, πουλάνε πρέζα. Βρήκαν καταφύγιο εδώ, σαν να είναι η γωνία κάτω από το χαλί όπου έπρεπε να κρυφτούν όσα η σκούπα μάζεψε.

Αργά τη νύχτα βγαίνουν μαχαίρια, κυνηγιούνται μεταξύ τους. Δεν είναι πολύς καιρός που σε παράπλευρο δρόμο επιτέθηκαν σε αστυνομικό με πολιτικά που τελειώνοντας την υπηρεσία του πήγαινε στο αυτοκίνητό του. Στον ίδιο δρόμο, αφετηρίες λεωφορείων, άνθρωποι που μέχρι τα μεσάνυχτα περιμένουν στη στάση για να επιστρέψουν ­– ελπίζουν άλλη μια μέρα σώοι – σπίτι τους.

Στη Σωκράτους πάλι, άλλο εμπόριο, σάρκας αυτήν τη φορά. Από το ένα πεζοδρόμιο τα κορίτσια, στο απέναντι οι «ιδιοκτήτες» τους εποπτεύουν τις συναλλαγές. Όλη μέρα κι όλη νύχτα.

Τα πεζοδρόμια ουρητήρια γίνονται μάρτυρες των συναλλαγών, μπροστά από πόρτες μικρών επιχειρήσεων που παραμένουν ανοιχτές για να δώσουν την ευκαιρία της σύνταξης σε εργαζομένους που διακινδυνεύουν κάθε μέρα την ακεραιότητά τους.

Εδώ η σκούπα δεν φτάνει. Κι αν περάσει είναι σαν φύσημα από ανοιξιάτικο αεράκι, που παίρνει τα φύλλα και τα πάει δυο μέτρα παραπέρα. Δέκα λεπτά το πολύ χρειάζονται για να επανέλθει ο δρόμος στην προτέρα κατάσταση.

Οι κάτοικοι του κέντρου ζητούν, λέει, την απομάκρυνση των παράνομων πορνείων. Κάποιοι άλλοι, θεωρητικοί ιστορικοί ενός ανιστόρητου κέντρου, ισχυρίζονται πως από την εποχή του Περικλή το κέντρο φιλοξενούσε πόρνες, κουτσαβάκια και παπατζήδες. Έτσι, λοιπόν, με τον νόμο της χρησικτησίας, δικαιούνται να παραμένουν εδώ;

Η Ξούθου, ένα στενό είκοσι μέτρων μήκους, δίχως διέξοδο, πλημμυρίζει καθημερινά κόσμο σαν σε διαδήλωση, που δυο φορές τη μέρα περιμένουν τη δόση τους.

Μάλλον η σκούπα δεν χωράει εδώ. Ή ίσως το φαράσι είναι φαρδύ και δεν μπορεί να μαζέψει τα της σκούπας.

Πάντως ο πατέρας μου δεν τολμάει πια να περπατήσει στη γειτονιά.

Κι αύριο είναι του Λαζάρου. Και πλησιάζει η Ανάσταση. Καλά.