Ο καιρός ήταν ωραίος το Σάββατο το βράδυ στην Αθήνα. Ηταν μια απ’ αυτές τις σχεδόν ανοιξιάτικες βραδιές που δεν ξέρεις τι ακριβώς θέλεις να κάνεις – σίγουρα όμως δεν θέλεις να καθίσεις σπίτι σου. Το έβλεπες στην αυξημένη κίνηση, στα γεμάτα μαγαζιά, το ένιωθες στην αύρα της μπερδεμένης πόλης. Το έβλεπες και εκεί κάτω, κοντά στον Σταθμό Λαρίσης. Περίπου 2000 Αθηναίοι, αναζητώντας λίγη ομορφιά μέσα στην ασχήμια, ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση των Atenistas και πήγαν για μια περίεργη κοσμοπολίτικη παράσταση tango στο κτήριο του Σταθμού Πελοποννήσου. Η ανθρωπογεωγραφία της περιοχής άλλαξε. Ανάμεσα στους ταξιδιώτες, στους ταξιτζήδες, τους μετανάστες και τους αστυνομικούς έβλεπες ξαφνικά αγόρια με κοκάλινα γυαλιά, κορίτσια με σπαστά ποδήλατα, καλοβαλμένα ζευγάρια, smartphones, προσεκτικά αχτένιστους τύπους, κοπέλες με φωτογραφικές μηχανές και όρεξη για χορό. Σύμφωνα με τις διηγήσεις όσων πήγαν, η βραδιά κύλησε ομαλά, κάποιοι λικνίστηκαν με tango, οι περισσότεροι εντυπωσιάστηκαν από το κτήριο του Τσίλερ, η ομορφιά νίκησε για λίγο.

Οσοι ήταν λίγο παρατηρητικοί όμως, όσοι είδαν πίσω από τις φιγούρες, πάνω από τη γέφυρα, μακριά από τα φώτα, όσοι έριξαν μια ματιά στην άλλη όχθη της ζωής που είναι ορατή από τον Σταθμό Πελοποννήσου θα κατάλαβαν πως η ομορφιά δεν μπορεί να νικήσει για πολύ: Εκεί από απόσταση περίπου 50 μέτρων, οι σβάστικες έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής, δίπλα στην κόκκινη ταμπέλα και τις γαλανόλευκες σημαίες σε γύριζαν στην πραγματική Αθήνα. Λίγη ώρα μετά τη λήξη του tango, η ρουτίνα είχε επιστρέψει. Οι μετανάστες, οι σβάστικες, οι αστυνομικοί και οι επιχειρήσεις σκούπας είχαν μείνει. Οι υπόλοιποι ήταν αλλού.

Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη δεν είχε κανένα λόγο να είναι εκεί. Λογικό. Διαβάζοντας τον λογαριασμό του Μιχάλη Χρυσοχοϊδη στο twitter άλλωστε, αντιλαμβάνεται κανείς πως όλη την προηγούμενη εβδομάδα βρισκόταν ανάμεσα σε ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και συνεντεύξεις Τύπου ανακοινώνοντας την νέα αύρα ασφάλειας στο κέντρο της Αθήνας. Πιθανότατα δεν ήξερε καν για την εκδήλωση. Αυτή η παράλειψη του, σε αντίθεση με την πιο διάσημη περί ανάγνωσης μνημονίου, είναι απολύτως δικαιολογημένη. Είχε δουλειά.

Τα δυο σκηνικά είναι φαινομενικά ασύνδετα. Το ένα έχει να κάνει με τη πολυτελή πλευρά της ζωής, την ανάγκη κάποιων ανθρώπων να αναστήσουν την πόλη, την όρεξη τους για ακτιβισμό – έστω και για ακτιβισμό πολυτελείας με επικοινωνιακά χαρίσματα. Η άλλη έχει να κάνει με την ενοχλητική πραγματικότητα.

Πρώτα λίγες κουβέντες για την πολυτέλεια. Την αισθητική του πράγματος. Αυτές τις μέρες όπως όλοι γνωρίζουν εξελίσσεται, στο κέντρο της Αθήνας η περιβόητη «επιχείρηση σκούπα». Αν έχεις λίγη φαντασία και ότι ακούς το κάνεις εικόνα στο μυαλό σου, φαντάζεσαι τους ανθρώπους σαν σκουπίδια, το επιλεκτικά πανίσχυρο κράτος σαν μια τεράστια αχυρένια σκούπα, τις φυλακές σαν το φαράσι και τελικά τα «στρατόπεδα φιλοξενίας» αυτόν τον τόσο οξύμωρο όρο (στρατόπεδο και φιλοξενία δεν πάνε μαζί στην ίδια πρόταση) σαν τον κάδο που καταλήγουν τα περιττά αυτής της ζωής. Η φρασεολογία πρέπει να σε ενοχλήσει. Αν δεν σε ενοχλεί, ανεξάρτητα από το τι ψήφιζες, ανεξάρτητα από το πόσα λεφτά έχεις, ανεξάρτητα από το που μένεις, σημαίνει πως έχεις επιλεκτικές ευαισθησίες. Δεν είναι θέμα πολιτικό. Είναι θέμα αξιών.

Μετά την κουβέντα για την πολυτέλεια, έρχεται η ώρα για πραγματική ζωή. Ακόμα και αν έχεις επιλεκτική όραση, ακόμα και αν ζεις σε ένα χρυσό κλουβί ακόμα και αν ενημερώνεσαι μόνο από τους New York Times και δεν βγαίνεις ποτέ στον δρόμο, δεν γίνεται να μην συνειδητοποιήσεις πως στην Αθήνα, το μεταναστευτικό είναι ένα διογκούμενο πρόβλημα. Οι αιτίες του είναι παγκόσμιες, οι συνέπειες του ελληνικές. Υπάρχουν άνθρωποι που ζούνε σαν τα ποντίκια, η παραβατικότητα είναι τρόπος ζωής, η υγιεινή μια περιττή πολυτέλεια και η γκετοποίηση, υποβοηθούμενη από την πλήρη παράλυση κάθε έννοιας κράτους μια ενοχλητική πραγματικότητα. Προφανώς λοιπόν έχουμε ξεκάθαρο πρόβλημα. Το να το αγνοείς, το να εθελοτυφλείς, απλά και μόνο επειδή είναι μετανάστες, δεν σε κάνει φιλάνθρωπο. Σε κάνει να έχεις αλλήθωρη, επιλεκτική όραση.

Το θέμα είναι πώς ακριβώς θέλεις να το αντιμετωπίσεις το πρόβλημα. Και πώς θα το αποσυνδέσεις από το άλλο πρόβλημα, την ξενοφοβία, τον ρατσισμό και τα πρωτοσέλιδα που διηγούνται με μια επικίνδυνη φαινομενική αφέλεια πως μέλη της Χρυσής Αυγής συνοδεύουν σαν πρόσκοποι, ηλικιωμένες κυρίες στα ΑΤΜ. Στα ίδια δημοσιεύματα δεν υπάρχει καμία αναφορά στη βία, σε ανοιγμένα κεφάλια, σε μίσος, σε παράλογα κυνηγητά ανθρώπων με διαφορετικό χρώμα.

Κάποια στιγμή πριν η κατάσταση ξεφύγει, κάποιος πρέπει να μιλήσει για τον ελέφαντα στο δωμάτιο. Και να δείξει πως αυτό που συμβαίνει εδώ και λίγες μέρες στην Αθήνα, είναι μια ταυτόχρονη δράση δυο προβλημάτων, που τέμνονται. Από τη μια η προεκλογική πρεμούρα που οδηγεί στην εξαγγελία της περιβόητης ασφάλειας. Το οικονομικό για πρώτη φορά μετά από καιρό έχει φύγει από την ατζέντα και προεκλογικά η κουβέντα έχει να κάνει κυρίως με «καθαρούς δρόμους». Η κυβέρνηση προαναγγέλλει επιχειρήσεις σκούπας, οι αστυνομικοί δρουν μπροστά και πίσω από τις κάμερες, ανακοινώνονται αριθμοί συλλήψεων, προσαγωγές, οι φωτογραφίες με αστυνομικούς να ελέγχουν υπαρκτά και ανύπαρκτα χαρτιά είναι παντού.

Την ίδια ώρα, στις πίσω σελίδες αναφέρονται οι διαρκώς αυξανόμενες επιθέσεις της Χρυσής Αυγής. Την Πέμπτη επιτέθηκαν στην Πανεπιστημιούπολη του Ζωγράφου εκμεταλλευόμενοι την πλήρη ανομία του χώρου, κάτι για το οποίο ευθύνονται ασφαλώς και οι αριστερές δυνάμεις που για χρόνια άφησαν μια κατάσταση ασύδοτης επιβολής των απόψεων της στα πανεπιστήμια χωρίς έλεγχο για να δεχθεί επίθεση για αυτές από την Χρυσή Αυγή. Για όποιον έχει αντίρρηση μπορεί να δει αυτό το βίντεο με κάποιους εκπροσώπους της «αριστεράς» με μια εντελώς υπερβατική διάσταση, στο συνεδριακό κέντρο του πανεπιστημίου Πατρών, την επίθεση στον καθηγητή Τζέιμς Γουότσον, ένα ανατριχιαστικό βίντεο βίας που δείχνει πως η νομιμότητα στο πανεπιστήμιο είναι μια έννοια παρωχημένη.

Μακριά απ’ όλα αυτά, πριν από λίγες μέρες «Το Βήμα» δημοσίευσε μια δημοσκόπηση της KAΠΑresearch. Σύμφωνα με αυτή το 3,4 % των ψηφοφόρων προτίθενται να ψηφίσουν την Χρυσή Αυγή. Αυτός ο αριθμός εισόδου στην Βουλή είναι ανησυχητικός. Προέρχεται σαφώς από την απόγνωση της πραγματικότητας, αλλά δεν παύει να ενοχλεί. Η κυβέρνηση προφανώς έπιασε το μήνυμα ακόμα και καθυστερημένα: Καλό θα είναι να δείξουμε ένα αίσθημα ασφάλειας, να δείξουμε δυναμικοί και αποτελεσματικοί ακόμα και αν το πρόβλημα – είναι σαφές – απλά προσπαθεί να κρυφτεί κάτω από το φθαρμένο χαλί. Ανακοινώθηκαν τα κέντρα κράτησης μεταναστών χωρίς ακόμα να ξέρει κανείς που θα γίνουν, προαναγγέλθηκε (!) η «επιχείρηση σκούπα» και οι κάμερες έχουν πάρει φωτιά καταγράφοντας ελέγχους. Η ατζέντα άλλαξε. Αν βλέπαμε τηλεόραση θα μπορούσαμε να πειστούμε πως το πρόβλημα λύθηκε.

Τα πράγματα είναι επικίνδυνα. Και ασφαλώς κάτι πρέπει να γίνει. Ανεξαρτήτως πολιτικής και πολιτισμικής προσέγγισης όμως, είναι δημοκρατική υποχρέωση, η δράση της Χρυσής Αυγής, η ρητορεία του μίσους, η ανεξέλεγκτη βία, όχι μόνο λεκτική, να περιοριστεί. Η ελληνική Αστυνομία, θα μπορούσε να ξεκινήσει από απλές κινήσεις, όπως να επεκτείνει τη δράση της σκούπας της και στους ανθρώπους που παίρνουν τον νόμο στα χέρια τους και να διαψεύσει όσους την κατηγορούν πως συνεργάζεται μαζί της. Και η κυβέρνηση θα πρέπει να μάθει να αντιμετωπίζει τα πράγματα σε βάθος χρόνου και όχι για να ικανοποιήσει τα δελτία ειδήσεων. Αλλιώς τα πράγματα θα γίνουν πραγματικά επικίνδυνα, απάνθρωπα και ιστορικά με την δυσάρεστη έννοια του όρου. Κάποιοι αριθμοί και μια ξεκάθαρη προειδοποίηση από το Δίκτυο Καταγραφής Ρατσιστικής Βίας, «ο πληθυσμός στα αστικά κέντρα δείχνει μια αυξανόμενη ανοχή στη ρατσιστική βία» μπορούν να πείσουν και όποιον εθελοτυφλεί πως η ιστορία γράφεται με άσκοπα χυμένα αίμα.

Ισως όμως αυτό να συνέβαινε πάντα.

Γιατί είναι ωραία να βλέπεις την ιστορία από απόσταση. Ανάλογα με την οπτική γωνία που διαλέγεις μπορείς εύκολα να αποστασιοποιηθείς, να δεις ηρωισμό πίσω από απελπισία, κουράγιο πίσω από τον φόβο, να ωραιοποιήσεις την απόγνωση. Μόνο που από κοντά, η ιστορία έχει το μειονέκτημα να είναι λίγο πιο ενοχλητική. Ακόμα και αν ακούγεται tango για υπόκρουση, παραμένει ενοχλητική.