Η διαμόρφωση πολιτικής στη δημοκρατία είναι συνήθως έργο συλλογικό. Ενώ υπεύθυνος γι’ αυτήν είναι ο εκλεγμένος αντιπρόσωπος ή ο εκτελεστικός παράγοντας που λογοδοτεί σε αυτόν, η ολοκλήρωσή της περνάει από στάδια αφανούς ανάμιξης σειράς ατόμων, που πολλές φορές αφήνουν καταλυτικά τη σφραγίδα τους στο τελικό αποτέλεσμα. Ο Νίκος Θέμελης υπήρξε ακριβώς ένας τέτοιος αφανής, για τους πολλούς, παράγοντας διαμόρφωσης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, που πρωτοστάτησε σε μια ριζική αναμόρφωση της στρατηγικής της περιόδου της διακυβέρνησης Σημίτη.
Ο Νίκος Θέμελης ήταν ένας ένθερμος πατριώτης σε μια περίοδο πολιτικής που θα χαρακτήριζα έντονα πατριωτική με ξεκάθαρα τα χαρακτηριστικά ενός πραγματικού, λειτουργικού πατριωτισμού. Γιατί υπάρχουν πατριωτισμοί και πατριωτισμοί. Υπάρχει αυτός ο γνωστός μας εσωστρεφής πατριωτισμός όσων πιστεύουν σε μια Ελλάδα κλεισμένη στον εαυτό της, ανενόχλητη όσο το δυνατόν από τις επιδράσεις του διεθνούς περιβάλλοντος και από τον ανταγωνισμό και την άμιλλα που συνεπάγεται η έκθεσή της στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Με το προνόμιο που αυτό προσπορίζει, να απολαμβάνουμε τη στατικότητά μας χωρίς τις οχλήσεις ενός απαιτητικού κόσμου που προχωράει γύρω μας. Με μόνο θετικό πρόσημο το ένδοξο παρελθόν των προγόνων που έζησαν χιλιάδες χρόνια πριν στην ίδια γη και το οποίο νοηματοδοτεί τη δική μας ζωή και ενεργοποιεί διεκδικήσεις στο παρόν.
Απέναντι σε αυτόν τον ουτοπικό αναχρονισμό – αν λάβουμε υπόψη μας σε ποιον πλανήτη ζούμε σήμερα – υπάρχει ένας εξωστρεφής, ανοιχτός, πατριωτισμός, στον οποίο η αγάπη για τον τόπο και τον άνθρωπο συνυφαίνεται με την επιθυμία για προκοπή, με γνώμονα όχι μια χωρικά εγκλωβισμένη κοινωνία, αλλά μια κοινωνία που αναπνέει απρόσκοπτα στο διεθνές περιβάλλον, συναγωνίζεται με ίσους όρους, προσαρμόζεται ή και προκαλεί τις νεωτερικές κατακτήσεις του.
Στη δεύτερη (μειοψηφική;) κατηγορία ανήκει ο Θέμελης, όπως και η πολιτική που συνδιαμόρφωνε. Και η συνέπεια αυτής της αντίληψης πατριωτισμού υπήρξε η ριζική στροφή που παρατηρούμε στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας εκείνης της περιόδου. Η απομάκρυνση, δηλαδή, από την εικόνα μιας Ελλάδας που είχε αντιφατικά προσχωρήσει στους μείζονες οργανισμούς της ηπείρου μας για να τους χρησιμοποιήσει στη συνέχεια κυρίως για την επίτευξη στενά εννοούμενων εθνικών στόχων. Και όπου η συμμετοχή σε αυτούς περιοριζόταν, τις περισσότερες φορές, σε εξατομικευμένα αιτήματα, χωρίς διακριτή συμβολή στα κοινά ή υπερεθνικά μελήματα. Με τακτικές που αγνοούσαν ότι η συμμετοχή σε αυτούς τους οργανισμούς προϋποθέτει ανταποδοτικότητα, εκφρασμένη ως διαρκής και ενεργητική συμμετοχή στα ευρύτερα ζητήματα που τους απασχολούν. Το πρόσχημα του αδύνατου, και με ιδιαιτερότητες, μικρού κράτους δεν είναι βιώσιμο επιχείρημα γιατί σε αυτές τις διεθνείς συναλλαγές δεν είναι μόνο το μέγεθος ή η δύναμη που προσδιορίζουν την επιρροή. Είναι και οι ιδέες, οι απόψεις, οι λύσεις που μια χώρα μπορεί να προτείνει για τα κοινά, εκείνο που προσδιορίζει τη θέση της και την επίδρασή της.
Η περίοδος 1996-2004 απορρίπτει τις άκαρπες αντιρρήσεις, τις αποχές, τις διαρκείς αποκλίσεις από κοινές γραμμές, τις συναφείς επικλήσεις της ιδιαιτερότητάς μας. Αντίθετα, όχι μόνο ενστερνίζεται την ευρωπαϊκή πορεία χωρίς δισταγμούς, αλλά και συμμετέχει σε αυτήν πρωτοποριακά. Και πίσω από αυτήν την πολιτική, στην καθημερινή, εντατική άσκησή της βρίσκεται ο Νίκος Θέμελης.
Αλλά και στον τομέα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, ο Θέμελης υπήρξε σημαντικός παράγοντας. Σε μια κυβέρνηση που ήθελε να ξεπεράσει τα στερεότυπα μιας κραταιάς πολιτικής που είχε υιοθετηθεί από το 1981 και μετά, και της οποίας η σκοπιμότητα είχε αγγίξει πια τα όριά της, που ήθελε να προχωρήσει από την επικίνδυνη πια αδράνεια στη ρήξη, το μέτωπο αντίστασης ήταν σημαντικό, καθώς μάλιστα η Τουρκία διατηρούσε αμετακίνητες τις θέσεις της στα όρια, πολλές φορές, της υπερβολής και της κατάχρησης του Διεθνούς Δικαίου. Και εδώ ενήργησε ο μοχλός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, η συμπεριφορά της οποίας είχε πια ευνοϊκά μεταβληθεί για την Ελλάδα, επιτρέποντας τις εξελίξεις που οδήγησαν στο Ελσίνκι του 1999. Η στιγμή της εξαργύρωσης της νέας ελληνικής πολιτικής είχε επέλθει. Μπορούσε, αλήθεια, κανείς να πιστέψει λίγα χρόνια πριν ότι η Κοινότητα θα αποδεχόταν την ένταξη της Κύπρου χωρίς προηγούμενη λύση του πολιτειακού, ή ότι θα ανελάμβανε ρόλο επιδιαιτητή στα διμερή μας ζητήματα, εξαρτώντας, μάλιστα, την ενταξιακή πορεία της γείτονος από την επίλυσή τους;
Ο ρόλος του Νίκου Θέμελη στις επιτυχίες αυτές υπήρξε μοναδικός. Και οι επιτυχίες του τόσο στην άρση των εσωτερικών αντιστάσεων – γιατί υπήρξαν και αυτές – όσο και στην κατάλληλη προετοιμασία του διεθνούς παράγοντα είναι απόλυτα αναγνωρισμένες από όσους έζησαν από κοντά την κρίσιμη αυτή καμπή. Ενας ρόλος που παραμένει ιστορικός αλλά και ανεπηρέαστος από τις εξελίξεις που σε μεγάλο βαθμό αναίρεσαν μια μοναδική στιγμή της εξωτερικής πολιτικής μας.

Ο κ. Χρήστος Ροζάκης είναι ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώτος αντιπρόεδρος στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Το κείμενο αποτελεί τμήμα ομιλίας που δόθηκε στο πλαίσιο εκδήλωσης στη μνήμη του Νίκου Θέμελη, την οποία διοργάνωσε ο ΟΠΕΚ στις 27 Μαρτίου 2012 στην Αθήνα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ