Το Βήμα, The Project Syndicate

Του Jessant Singh*

Απομονωμένη και εξαθλιωμένη έπειτα από δεκαετίες διεθνών κυρώσεων, η Μιανμάρ κατά τους τελευταίους μήνες αναδύεται ως φάρος ελπίδας στην Ασία. Με τη βραβευμένη με Νόμπελ Αούνγκ Σαν Σούου Κίι ελεύθερη μετά από δύο δεκαετίες που βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό, έτοιμη να διεκδικήσει μία θέση στο κοινοβούλιο στις εκλογές της 1ης Απριλίου την προσεχή Κυριακή, η δέσμευση της Μιανμάρ να επιστρέψει στη διεθνή κοινότητα μοιάζει ειλικρινής.

Αλλά αυτό το άνοιγμα έχει άλλες συνέπειες, με πιο σημαντική την προετοιμασία του εδάφους για ένα νέο «μεγάλο παιχνίδι» στρατηγικών ανταγωνισμών. Κανείς δεν θα πρέπει να εκπλαγεί αν η Μιανμάρ γίνει το σημείο ενδιαφέροντος για τις μεγάλες δυνάμεις. Εξάλλου είναι μεγαλύτερη από τη Γαλλία και σχεδόν με τον ίδιο αριθμό κατοίκων. Στο πρόσφατο βιβλίο του Monsoon ο Ρόμπερτ Κάπλαν σημειώνει ότι στη διάρκεια του Μεσαίωνα τρία βασίλεια απλώνονταν μεταξύ της Ταϊλάνδης (τότε Σιάμ) και της Ινδίας.

Το ένα ήταν η Μιανμάρ, που σημαίνει «εκείνο που είναι κεντρικό». Αιώνες αργότερα η Μιανμάρ παραμένει κεντρική, όχι μόνο με όρους ασφάλειας για την Ασία, αλλά επίσης και για τον τεράστιο και σε μεγάλο βαθμό ανέγγιχτο φυσικό πλούτο της χώρας. Η στρατηγική σημασία της Μιανμάρ αντανακλάται, κατά κύριο λόγο, στη γεωγραφική της θέση μεταξύ της Ινδίας, της Κίνας, της Ταϊλάνδης και της Νοτιοανατολικής Ασίας. Το 1885, στη διάρκεια μίας προγενέστερης εποχής ανταγωνισμού των μεγάλων δυνάμεων στην Ασία, ο λόρδος Ράντολφ Τσόρτσιλ, ο πατέρας του Ουίνστον Τσόρτσιλ, αυθόρμητα προσάρτησε τη Μιανμάρ στο Βρετανικό Ρατζ στην Ινδία μετά τον τρίτο αγγλο – βιρμανικό πόλεμο.

Μόνο το 1937 η Μιανμάρ τελικά διαχωρίστηκε από τη βρετανική Ινδία. Αλλά η ιαπωνική εισβολή πέντε χρόνια αργότερα υποδούλωσε τη Μιανμάρ και το λαό της στον αποικιοκρατικό έλεγχο και πάλι. Το τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1947 χάρισε στη Μιανμάρ την ελευθερία της αλλά δεν έβαλε τέλος στα δεινά της. Η δολοφονία του Αούνγκ Σαν (πατέρα της Σούου Κίι και ηγέτη του κινήματος ανεξαρτησίας της Μιανμάρ) αποσταθεροποίησε τη χώρα, στρώνοντας τον δρόμο στον στρατό.

Στη διάρκεια της στρατιωτικής χούντας η Μιανμάρ αποκόπηκε από τον κόσμο, εσωτερίκευσε τα προβλήματά της και έμεινε πίσω τη στιγμή που η υπόλοιπη Ασία άνθιζε. Ο κόσμος ανταπέδωσε απομονώνοντας τη Μιανμάρ οικονομικά και διπλωματικά. Σε αυτή τη Μιανμάρ ταξίδεψα από το Ιμφάλ πριν από δέκα χρόνια. Ημουν ο πρώτος υπουργός Εξωτερικών της Ινδίας που ταξίδεψε στη γειτονική χώρα μετά από την ανεξαρτησία. Ο Οργανισμός Συνοριακών Δρόμων της Ινδίας είχε πρόσφατα ολοκληρώσει τον πρώτο παντός καιρού δρόμο που ενώνει τις δύο χώρες μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Όπως έγραψα στο ημερολόγιό μου ήταν «μία από τις πιο αξιομνημόνευτες, ικανοποιητικές και χαρούμενες ξένες επισκέψεις ως υπουργός Εξωτερικών». Η Κίνα επίσης πασχίζει επί αιώνες να δέσει τη Μιανμάρ στο άρμα της, σε αναζήτηση μία νότιας διόδου στην Ινδία και στον Ινδικό ωκεανό. Τις τελευταίες δεκαετίες η Κίνα εκμεταλλεύτηκε τον αποκλεισμό της Μιανμάρ από τη διεθνή κοινότητα για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, κατασκευάζοντας αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρόμους, λιμάνια και αγωγούς που ενώνουν τη νότια και τη δυτική Κίνα με τον Ινδικό ωκεανό.

Αλλά το εμπόριο δεν είναι ο μοναδικός λόγος που η Κίνα επενδύει τόσο πολύ στη Μιανμάρ. Η Κίνα κρίνει ότι η Μιανμάρ διαδραματίζει ζωτικό ρόλο για την ασφάλειά της, καθώς και για την περιφερειακή εξάπλωση της κινεζικής ισχύος. Καθώς η Κίνα αναζητά στρατηγικό βάθος στη Μιανμάρ, τα συμφέροντα της Ινδίας αναζωογονούνται από το άνοιγμα της διεθνούς κοινότητας σε μία χώρα που δείχνει να λαχταρά τις δημοκρατικές ελευθερίες που κατέχει η Ινδία. Και με την Σαν Σούου Κίι, η οποία σπούδασε στο Νέο Δελχί, η Μιανμάρ διαθέτει μία χαρισματική και ηθική ηγέτιδα που θυμίζει στους Ινδούς τους δικούς τους πατέρες του έθνους. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα η realpolitik και τα οικονομικά συμφέροντα να μην διαμορφώνουν πια αποκλειστικά το «μεγάλο παιχνίδι» που παίζεται στη Μιανμάρ. Τα ιδανικά και η αναζήτηση της ελευθερίας θα παίξουν επίσης πολύ σημαντικό ρόλο.

* Ο κ.Jaswant Singh διετέλεσε υπουργός Οικονομικών (1996, 2002 – 2004), υπουργός Εξωτερικών (1998 – 2004) και υπουργός Άμυνας (2000 – 2001) της Ινδίας.