Πού οδηγείται σήμερα το Πανεπιστήμιο, ιδίως έπειτα από τη Διακήρυξη της Μπολόνιας; Σε μια κοινωνία που δυναστεύεται από τις λεγόμενες αγορές, οι οποίες γνωρίζουν μόνο χρηματικά μεγέθη αγνοώντας επί της ουσίας το μορφωτικό/πολιτισμικό κεφάλαιο (γιατί δεν είναι, εκ φύσεως, σε θέση να το κατανοήσουν), η έννοια και η λειτουργία του Πανεπιστημίου τείνει αναπότρεπτα να εκφυλιστεί. Στην κοινωνία αυτή το πρώτο συνθετικό του όρου «αξιολόγηση», ακόμη και στην πανεπιστημιακή διάστασή του, σημαίνει αξία οικονομική, που συνδέει βίαια – και όχι όπως θα έπρεπε – τον κόσμο της ανώτατης Παιδείας με τον κόσμο της αγοράς. Το οποίο σημαίνει ότι το πεδίο της διανοητικής παραγωγής καθορίζεται πλέον από κριτήρια μόνο οικονομικά, όχι και από εκείνα που μπορούν επίσης να προαγάγουν τη γνώση, και μάλιστα στις υψηλότερες περιοχές της• ότι δηλαδή το Πανεπιστήμιο μεταβάλλεται σε επαγγελματική σχολή.
Σε μια τέτοια κοινωνία τι θέση μπορεί να έχουν οι μειωμένης εμπορικής αξίας επιστήμες του ανθρώπου; Και μάλιστα όσες από αυτές θα μπορούσαν να θεωρηθούν ελάχιστα ή καθόλου αγοραστικά προσοδοφόρες; Τις βλέπουμε να συρρικνώνονται διεθνώς όλο και περισσότερο, τόσο στο πεδίο της έρευνας όσο και στο πεδίο της διδασκαλίας• και να κινδυνεύουν να απομείνουν μόνο ως ένα ουμανιστικό φύλλο συκής στο αδιάντροπο Πανεπιστήμιο μιας «δημοκρατίας των αγορών», όπως την αποκαλούν οι προαγωγοί της.
Οι σκέψεις αυτές μού ήρθαν και πάλι στον νου καθώς διάβαζα τα Πρακτικά του Στ’ Διεθνούς Συμποσίου Ελληνικής Παλαιογραφίας, που έγινε στη Δράμα το 2003. Η μετ’ εμποδίων έκδοσή τους το 2008 είναι το πρώτο από τα στοιχεία που δείχνουν την απαξίωση για την οποία μιλώ. Η πλήρης ως σήμερα σιωπή των μέσων δημόσιας επικοινωνίας, τόσο ως προς τη διεξαγωγή του Συμποσίου όσο και ως προς τη δημοσίευση των Πρακτικών του, είναι το δεύτερο στοιχείο. Διότι το γεγονός ότι χρειάστηκαν πέντε ολόκληρα χρόνια για να βρεθούν οι πόροι και να πραγματοποιηθεί αυτή η έκδοση (τα έξοδα της οποίας, τελικά, ανέλαβε ηρωικώς η ελληνική Εταιρεία Βιβλιοδεσίας), όπως και το ότι – παρά την επαρκή πληροφόρησή τους – οι λαλίστατες για τα ευπώλητα βιβλία εφημερίδες δεν έγραψαν τίποτε γι’ αυτήν, είναι ακόμη ένα σημείο που δείχνει ότι οι μη εντάξιμες επαρκώς στην επικράτεια της αγοράς σπουδές κινδυνεύουν να καταταχθούν στην κατηγορία των ειδών υπό εξαφάνιση. Η Παλαιογραφία άλλωστε φαίνεται να είναι το πρώτο από αυτά, όπως δείχνει η αναγραφή της (της μόνης έδρας Παλαιογραφίας στη Βρετανία) στην κορυφή της λίστας των καταργούμενων εδρών του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (βλ. TLS, 7.5.2010).
Και όμως, πριν από μερικά χρόνια η δημοσίευση αυτού του μνημειώδους τρίτομου έργου των Πρακτικών θα είχε χαιρετιστεί ως σπουδαίο γεγονός• η εξαίρετη τυπογραφική εμφάνισή του (έκδοση της Ελληνικής Εταιρείας Βιβλιοδεσίας) θα είχε προκαλέσει εγκωμιαστικά σχόλια• η επιλογή της Ελλάδας ως χώρας φιλοξενίας του Συμποσίου θα είχε ανακοινωθεί με ιδιαίτερη ικανοποίηση, και της ταπεινής Δράμας ως πόλης διεξαγωγής του (τα προηγούμενα Συμπόσια είχαν γίνει σε πόλεις περιώνυμες: Οξφόρδη, Παρίσι, Βερολίνο, Κρεμόνα) θα είχε γεννήσει αισθήματα αισιοδοξίας για το μέλλον της ελληνικής επαρχίας.
Αυτή η διπλή επιλογή έγινε δυνατή χάρη στο διεθνές κύρος του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλη Ατσαλου, που ανέλαβε και τη διοργάνωση του Συμποσίου, το οποίο χρηματοδότησε – ηρωικά και αυτός – ο Δήμος Δράμας (δήμαρχος Μαργαρίτης Τζίμας). Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι συναντήθηκαν στη Δράμα περισσότεροι από 150 σύνεδροι από 16 χώρες, ανάμεσα στους οποίους οι κορυφαίοι διεθνώς παλαιογράφοι και κωδικολόγοι, αλλά και πολλοί νέοι επιστήμονες, Ελληνες και ξένοι• ή αρκεί να ξεφυλλίσει τις 1.360 σελίδες των Πρακτικών για να αντιληφθεί τη σημασία του γεγονότος. Το Συμπόσιο της Δράμας, το οποίο χαρακτηρίζεται, σε σύγκριση με τα προηγούμενα, από μια θεματική και χρονική διεύρυνση (περιλήφθηκαν και ανακοινώσεις όχι μόνο από το πεδίο της ελληνικής Παλαιογραφίας και Κωδικολογίας, αλλά και από τον χώρο συγγενικών επιστημών: της Παπυρολογίας, της Επιγραφικής, της Κριτικής των κειμένων κτλ.• δόθηκε εκτεταμένη θέση στα μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας χειρόγραφα της μεταβυζαντινής εποχής), υπήρξε εφάμιλλο εκείνων των μεγάλων ευρωπαϊκών κέντρων που ανέφερα. Για όσους έχουν κάποια γνώση του αντικειμένου του η ποιότητα των εισηγήσεών του και τα νέα στοιχεία που ανακοινώθηκαν δικαιολογούν τη μεγάλη ικανοποίηση όσων συμμετείχαν σε αυτό.
Αποτελεί ειρωνεία το γεγονός ότι ο κίνδυνος της κοντόφθαλμης κατάργησης των παλαιογραφικών σπουδών εμφανίστηκε σε μια εποχή όπου η αναγκαιότητά τους γίνεται ιδιαίτερα αισθητή. Αναφέρομαι στην πρόσφατη συνεργασία της Παλαιογραφίας με την τεχνολογία που χρησιμοποιεί η NASA για να «διαβάσει» τη δομή των πλανητών: με τη λεγόμενη «πολυφασματική σάρωση», με την οποία ανιχνεύονται αδιάβαστες ως τώρα γραφές των «παλιμψήστων». Χάρη στην ανίχνευση αυτή αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, και έγινε δυνατόν να διαβαστούν παλαιογραφικώς, μεταξύ πολλών και σημαντικών άλλων, ένα άγνωστο ποίημα της Σαπφούς και «θαμμένες» σελίδες του Αρχιμήδη (βλ. «Το Βήμα»: «ΒΗΜΑScience», 21.11.2010). Απ’ ό,τι φαίνεται, η δραστηριότητα των διεθνών χρηματοπιστωτικών οργανισμών θα καταστήσει την ανάγνωση τέτοιων αρχαιολογικών ανακαλύψεων (αν συνεχίσουν να υπάρχουν και αυτές) ανέφικτη.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ