Μέρος του σχεδίου εξυγίανσης και προσαρμογής του χρηματοπιστωτικού συστήματος στα νέα δεδομένα της μετά PSI εποχής αποτελεί για την εγχώρια νομισματική αρχή η αναδιάρθρωση των συνεταιριστικών τραπεζών, που ξεκίνησε την περασμένη εβδομάδα με το «λουκέτο» στα τρία ιδρύματα τα οποία δραστηριοποιούνταν σε Λαμία, Αχαΐα και Λέσβο – Λήμνο. Κατά ορισμένες πληροφορίες, ακόμη δύο τράπεζες αντιμετωπίζουν κεφαλαιακές αδυναμίες, ωστόσο έχει δοθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος χρόνος για να υλοποιήσουν τις απαραίτητες κινήσεις ενίσχυσης. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, για τις υπόλοιπες συνεταιριστικές δεν τίθεται ζήτημα για τη συνέχιση της λειτουργίας τους, καθώς οι δείκτες τους βρίσκονται αρκετά πάνω από τα ελάχιστα επιτρεπτά όρια.
Παρά τις αντιδράσεις από τον πολιτικό κόσμο, στην Τράπεζα της Ελλάδος θεωρούν ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή για τις τρεις υπό εκκαθάριση τράπεζες, καθώς λόγω των σοβαρών προβλημάτων κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας που αντιμετώπιζαν δεν καλύπτονταν βασικές προϋποθέσεις για την εξασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. Για τον λόγο αυτόν αποφασίστηκε η μεταφορά του συνόλου των καταθέσεών τους σε άλλες εμπορικές τράπεζες με διαγωνιστική διαδικασία, τα αποτελέσματα της οποίας δεν είχαν γίνει γνωστά ως την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές.
Με τον τρόπο αυτόν η διοίκηση της κεντρικής τράπεζας επιθυμεί να διασφαλίσει τις αποταμιεύσεις ύψους 340 εκατ. ευρώ που υπήρχαν στο χαρτοφυλάκιο των συνεταιριστικών Αχαϊκής, Λαμίας και Λέσβου – Λήμνου. Σύμφωνα με πληροφορίες, ενδιαφέρον για τις καταθέσεις αυτές έχουν επιδείξει οι τέσσερις μεγαλύτεροι τραπεζικοί όμιλοι (Εθνική, Alpha, Eurobank και Πειραιώς), οι οποίοι έχουν δραστηριότητα στους νομούς των τριών τραπεζών. Κατά πάσα πιθανότητα το σύνολο των κεφαλαίων αυτών θα μεταφερθεί σε μία εκ των τεσσάρων τραπεζών, κάτι που θα προτιμούσε η Τράπεζα της Ελλάδος. Από την άλλη πλευρά, ο εκκαθαριστής θα ασχοληθεί με τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί στα μέλη των συνεταιριστικών, ενώ δεν προβλέπεται διασφάλιση για τους εργαζομένους.
Πηγές από την κεντρική τράπεζα σημειώνουν ότι η απόφαση να κλείσουν τα τρία ιδρύματα δεν αποτελεί «κεραυνό εν αιθρία», τουλάχιστον για τις διοικήσεις τους. Οπως τονίζουν χαρακτηριστικά, από τον περασμένο Σεπτέμβριο με επιστολές που έχουν αποσταλεί στα Διοικητικά τους Συμβούλια, γίνονταν συστάσεις για άμεση κεφαλαιακή ενίσχυση, ώστε να πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις επάρκειας. Η πρώτη επιστολή εστάλη στις 20 Σεπτεμβρίου 2011 και η δεύτερη στις 25 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς, χωρίς ωστόσο, όπως λένε από την Τράπεζα της Ελλάδος, να υπάρξει ανταπόκριση.
Ο διοικητής της νομισματικής αρχής κ. Γ. Προβόπουλος αποφάσισε να καλέσει σε ακρόαση μέσα στο πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου της διοικήσεις τους, κατά τη διάρκεια της οποίας τους επεσήμανε την άμεση ανάγκη για τον προγραμματισμό αυξήσεων κεφαλαίου. Δόθηκε ένα χρονικό περιθώριο, το οποίο έληξε την περασμένη εβδομάδα με την ανάκληση των αδειών των τριών τραπεζών, οι οποίες δεν κατάφεραν να ενισχύσουν τους δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας.
Η Τράπεζα της Ελλάδος θεωρεί ότι δεν μπορούσε να αναβάλει άλλο την απόφασή της, καθώς δύο εκ των τριών τραπεζών είχαν πλέον αρνητικά κεφάλαια, ενώ όλες παρουσίαζαν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας, δυσμενή σχέση δανείων προς καταθέσεις και δείκτη καθυστερήσεων που ξεπερνούσε το 50%.
Επιπλέον, καθημερινώς δέχονταν πλήγμα από τα μέλη τους, που λόγω της κρίσης και του περιβάλλοντος αβεβαιότητας που υπάρχει έσπευδαν σε ρευστοποίηση των μερίδων τους, τις οποίες βάσει νόμου ήταν υποχρεωμένη η ίδια η τράπεζα να αγοράσει. Με τον τρόπο αυτόν η κατάσταση επιδεινωνόταν ακόμη περισσότερο.
Ειδικά στην Τράπεζα της Λαμίας η χαριστική βολή δόθηκε με τη διαδικασία του PSI+, καθώς στο χαρτοφυλάκιο επενδύσεών της διέθετε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου ύψους 10,5 εκατ. ευρώ. Ο μόνος τρόπος για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους ήταν τα μέλη τους να εισφέρουν φρέσκα κεφάλαια. Εναλλακτική δεν υπήρχε. Οπως τονίζει ο γενικός γραμματέας της Ενωσης Συνεταιριστικών Τραπεζών κ. Δ. Χαραλαμπάκης, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ) θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ασπίδα προστασίας, κάτι που ωστόσο προϋποθέτει την αλλαγή της σχετικής νομοθεσίας, η οποία όπως είναι σήμερα προβλέπει την ενίσχυση μόνο των εμπορικών τραπεζών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ