«Τον πρώτο καιρό δεν μπορούσα ούτε την πένα να πιάσω στο χέρι μου για να γράψω…». Τελικά όμως τα κατάφερε. Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, λίγους μήνες μετά τον θάνατο της αγαπημένης του Λήδας Τασοπούλου (12 Σεπτεμβρίου 2005), άρχισε να αφηγείται στο χαρτί τις αναμνήσεις του από την κοινή τους ζωή και την κοινή τους καλλιτεχνική πορεία. Δύο σχεδόν χρόνια χρειάστηκε – από τον Ιούνιο του 2006 ως τον Απρίλιο του 2008 – για να ολοκληρώσει τις γραπτές του αφηγήσεις με τίτλο Λήδα Τασοπούλου …Προς ύστατον φως…

Οπως σημειώνει ο ίδιος αντί προλόγου, «γράφτηκε λοιπόν με νωπές τις αναμνήσεις από το ταξίδι της Λήδας που με συγκλόνισε. Η αφήγηση αυτή δεν προβάλλει λογοτεχνικές αξιώσεις. Την έγραψα σαν να απευθύνομαι σε φίλους που μου ζήτησαν να τους μιλήσω για τη θεατρική πορεία της Λήδας, την κοινή μας ζωή, τις χαρές και τις πίκρες μας». Και ξεκαθαρίζει ότι προσπάθησε να αποφύγει συναισθηματικές διαχύσεις, έτσι ώστε να είναι περισσότερο νηφάλιο και κατά το δυνατόν αντικειμενικό.
Το νήμα πιάνεται από την προ της γνωριμίας τους εποχή και αγκαλιάζει όλα όσα συνέβησαν από την ημέρα που γνωρίστηκαν, το καλοκαίρι το 1973. Εκεί μέσα υπάρχει η ίδρυση του Αμφι-Θεάτρου, ο γάμος τους, η έλευση των παιδιών, οι παραστάσεις και η Επίδαυρος, τα ταξίδια, οι περιοδείες, οι σκηνοθεσίες και οι διδασκαλίες της, οι εύκολες και δύσκολες στιγμές, το τέλος…

Οταν ο Σπύρος συνάντησε τη Λήδα
Ο ίδιος περιγράφει τη γνωριμία τους: «Πρωτοάκουσα το όνομα της Λήδας Τασοπούλου από τη Μαρία Χορς, δασκάλα στη Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Με τη Μαρία είχαμε συνεργαστεί το καλοκαίρι του 1972 στην πρώτη μου σκηνοθεσία στην Επίδαυρο με το Εθνικό («Ηλέκτρα» του Σοφοκλή). Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 το Εθνικό οργάνωσε ακροάσεις για τον Χορό του «Ιππολύτου» που θα σκηνοθετούσα εγώ και για την επανάληψη της «Ηλέκτρας». Πριν από τις ακροάσεις η Μαρία (είχαμε συνδεθεί ήδη από την «Ηλέκτρα» με αδελφική φιλία που διαρκεί μέχρι σήμερα) είχε εξαντλήσει τα νεύρα μου λέγοντας και ξαναλέγοντας: «Είναι μια πρωτοετής στη σχολή που είναι καταπληκτική, κολλάει απολύτως σ’ αυτό που θέλεις για την τραγωδία». Και πάλι προ των ακροάσεων: «Μην ξεχάσεις, πρόσεξε τη μικρή, Λήδα Τασοπούλου τη λένε. Αυτή σου πάει για τη δουλειά που θες, για το όραμά σου». Πες – πες, κατάφερε να μου κάνει την άγνωστή μου κοπέλα σχεδόν αντιπαθή. (Η Λήδα δεν είχε ιδέα για όλα αυτά, ούτε καν ήταν τότε σίγουρη πως την ενδιέφερε η θεατρική σταδιοδρομία)».
Οταν την είδε δεν τη βρήκε και τόσο καταπληκτική. Θεώρησε ότι η Μαρία Χορς υπερέβαλλε. Ο Ευαγγελάτος συνεχίζει με την αφήγηση της Λήδας στον ίδιο σχετικά με τη γνωριμία τους: «Οταν ήμουν πρωτοετής στο Εθνικό και αμφέβαλλα αν έπρεπε να συνεχίσω τις σπουδές θεάτρου, η Μαρία μού έλεγε «πρέπει να γνωρίσεις τον Ευαγγελάτο, πρέπει να δουλέψεις μαζί του. Εργάζεται με έναν τρόπο που σε ενδιαφέρει». Και έλεγε και πολλά άλλα επαινετικά, όπως κι ο άλλος δάσκαλός μας, ο Γιάννης Στεφανέλλης».
Η αλήθεια είναι ότι πέρασε με επιτυχία την ακρόαση και έφθασε η μέρα που θα εμφανιζόταν ο νέος σκηνοθέτης: «Εμφανίστηκε με μια τσάντα στο χέρι, με ένα ραβδωτό κάθετα πουκάμισο με καφέ και άσπρες γραμμές. Μια πλήρης απογοήτευση και απομυθοποίηση. Ησουνα αίσχος, σαν κακοντυμένος, κακόγουστος ταξιτζής. Εσύ μπήκες αισιόδοξα, χαμογελώντας κι άρχισες να μιλάς. Αυτό ήταν. Ετσι η εικόνα κι η εντύπωση άλλαξαν κάθετα».
Επιστρέφοντας στη δική του αφήγηση ο Σπύρος Ευαγγελάτος θυμάται πώς την ξεχώρισε στις πρόβες, στην Επίδαυρο: «Μια κοπέλα του Χορού τιναζόταν σε διακριτική αλλά εμφανή θέση και μετά το συναρπαστικό στροβίλισμά της έμενε ακίνητη με τρόπο που «μιλούσε». Απέπνεε ποίηση. Λόγω της απόστασης δεν μπορούσα να διακρίνω ποια ήταν. Μετά την τέταρτη επανάληψη γυρνώ προς τη Μαρία Χορς: «Μαρία, Μαρία, ποια είναι αυτή; Αυτή είναι καταπληκτική». «Μα, δεν στο είπα, αυτή είναι η Λήδα Τασοπούλου». Αυτό ήταν».
«Δυο τρία βράδια αργότερα, μετά την πρόβα, τρώγαμε στον Λεωνίδα, στο Λυγουριό. Μπαίνοντας δεξιά, θυμάμαι στον κλειστό χώρο, καθόμουν σε ένα τραπέζι περικυκλωμένος από κοπέλες του Χορού, φλυαρώντας… Ξάφνου αντικρίζω δεξιά μου, δύο τραπέζια πιο κάτω, τη Λήδα με κάποια φίλη της. Μέσα στη γενική οχλαλοή τα μάτια μου ακουμπάνε στο βλέμμα της, ένα βλέμμα βαθύ, προστατευτικό και ερωτικό, σεμνό και φιλήδονο. Ενας άλλος κόσμος. Σήκωσε το ποτήρι της και μου ένευσε. Το σήκωσα κι εγώ. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο γύρω μου. Αυτό ήταν… Αγκαλιαστήκαμε ένα βράδυ στο αρχαίο Στάδιο της Επιδαύρου και το επόμενο σε έναν στάβλο, δίπλα στο ξωκλήσι, στον παλιό δρόμο που οδηγεί στην Παλαιά Επίδαυρο. Οι στιγμές εκείνες ήταν ιερές και σφράγισαν τη ζωή μας… Η Λήδα ήταν για μένα η γυναίκα της ζωής μου».
Με τον τίτλο να παραπέμπει στην παράσταση της Λήδας Τασοπούλου με αποσπάσματα από τις ηρωίδες του αρχαίου δράματος που ερμήνευσε, το βιβλίο συμπληρώνεται από πλήρη παραστασιογραφία, φωτογραφίες, κριτικές και συνεντεύξεις της, καθώς και σκέψεις της ίδιας της Λήδας Τασοπούλου για το θέατρο και τη θεατρική εκπαίδευση. Κείμενα υπογράφουν οι Κώστας Γεωργουσόπουλος, Βάλτερ Πούχνερ, Θάνος Μικρούτσικος, Εύα Κοταμανίδου, Μαρίκα Θωμαδάκη, Εύα Γεωργουσοπούλου, Σοφία Τσίπα, Χρήστος Σιάφκος. Την καλλιτεχνική επιμέλεια υπογράφει ο σκηνογράφος Γιώργος Πάτσας, σταθερός συνεργάτης του Αμφι-Θεάτρου και στενός φίλος του Σπύρου Ευαγγελάτου και της Λήδας Τασοπούλου. Η φιλολογική επιμέλεια είναι του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου, ενώ τη συλλογή του υλικού ανέλαβε η Μαρία Βασιλειάδου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ