Για όσους είναι γύρω στα τριάντα κάτι, η εικόνα του καλόγερου που ξεμάκραινε καβάλα στο γάιδαρο ενώ ο συχωριανός του φώναζε «Ακάκιε! Τα μακαρόνια να ‘ναι Μίσκοοοο!» είναι μία από τις πρώτες τηλεοπτικές μνήμες που έχουν. Η ελληνική φύση χάριζε από παλιά φωτογενή πλάνα, διαφημίζοντας εγχώρια αγαθά όπως γάλα, τυρί, γιαούρτι, κτλ, κτλ. Τα χρόνια πέρασαν, οι ανάγκες άλλαξαν, αλλά το χωριό μοιάζει να πουλάει ακόμα. Μόνο που τώρα, αντί να βλέπουμε καλοκάγαθους χωρικούς να διαφημίζουν φαγώσιμα, έρχεται ο πονηρός ο βλάχος να μας πλασάρει συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας, απεριόριστο χρόνο ομιλίας, εφαρμογές στο smart-phone, συνδρομητικά κανάλια και κάθε λογής high-tech καλούδια. Έχει τα πάντα στο ταγάρι του. Το αγαπημένο σκηνικό των διαφημιστών είναι η στάνη και ένα σλόγκαν δεν θεωρείται επιτυχημένο αν δεν είναι γραμμένο σε κάποια τοπική διάλεκτο. Γιατί συμβαίνει αυτό και τελικά, πόσο μας εκφράζει;

Μία από τις πιο διασκεδαστικές διαφημίσεις με θέμα το χωριό φέρει την υπογραφή του Γιώργου Λάνθιμου. Πολύ προτού τον γνωρίσουμε μέσα από το στοιχειωτικό σύμπαν του «Κυνόδοντα», εκείνος ήταν το χαϊδεμένο παιδί της ελληνικής διαφήμισης, με όσους έχουν δουλέψει μαζί του να λένε ότι «μπορεί να πληρώνεις κάτι παραπάνω για να τον έχεις, αλλά τα αξίζει τα λεφτά του». Το σλόγκαν «Πουτ δε κοτ ντάουν!» με τον αστυνόμο του χωριού να συλλαμβάνει μια κλεπτοκοτού γιαγιά αρχίζοντας τον μονόλογο σε αμερικανοβλάχικα «Γιου χεβ δε ράητ του ριμέιν σάηλεντ…» έδειχνε πόσο έχει επηρεαστεί η ελληνική επαρχία από τις ξένες σειρές και ταινίες τώρα που το συνδρομητικό κανάλι έπιανε παντού.

Ακολούθησε ένα ακόμη σποτ, που χρησιμοποιούσε εύστροφα το χωριό ως αιτία και όχι ως αφορμή: δύο τεχνικοί δικτύου τηλεπικοινωνιών δουλεύουν πυρετωδώς σε ένα κατσικοχώρι, όταν μια γιαγιούλα τους ρωτάει «Τίνος είσαι συ;». Το σλόγκαν «ααα, τσ’ χολ είναι…» έχει μείνει ως σήμερα. Ηθική αυτουργός του συγκεκριμένου κόνσεπτ είναι η Μελισσάνθη Μαυρίδου, η οποία τότε, πριν από τέσσερα χρόνια, δούλευε στο δημιουργικό τμήμα της εταιρείας Upset. «Το να τοποθετήσουμε τη δράση στο χωριό είχε ένα νόημα, θέλαμε να τονίσουμε ότι το δίκτυο πιάνει παντού. Έκτοτε έγιναν πολλές διαφημίσεις με χωριάτικη προφορά, δημιουργήθηκε ένα trend. Πολλές φορές οι ίδιοι οι πελάτες ενθουσιάζονται από την πέραση που είχαν τα παλιότερα σποτ και ζητούν κάτι αντίστοιχο, για να πουλήσει. Δεν είμαι όμως σίγουρη αν πρέπει να αναμασάμε τα ίδια και τα ίδια, ειδικά όταν το προϊόν είναι άσχετο με το εύρημα» τονίζει. Γνωρίζει πολύ καλά άλλωστε, ότι η συγκεκριμένη χωριάτικη τάση στη διαφήμιση οφείλεται στο εύκολο γέλιο που προκαλούν οι προφορές με το λιυ και με το νιυ: «η τραβηγμένη προφορά δημιουργεί κατευθείαν μία καρικατούρα, που πολύ συχνά σου λύνει τα χέρια, όταν θέλεις να κάνεις τον κόσμο να γελάσει μέσα σε 30 μόλις δευτερόλεπτα. Για παράδειγμα, όταν βλέπεις τα «Φιλαράκια», ό,τι βλακεία και να πει η Φοίβη ή ο Τζόι θα γελάσεις, έχουν χτίσει την περσόνα τους. Αυτό όμως που σε ένα σίριαλ έχεις την πολυτέλεια να το πετύχεις μέσα σε μερικά επεισόδια, στη διαφήμιση έχεις μόνο μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με το χιτ που είχε ο «ομορφάντρας». Μπορεί ο συγκεκριμένος χαρακτήρας να μην παριστάνει τον βλάχο, έχει όμως έντονα τα στοιχεία της καρικατούρας, είναι ένας τύπος αναγνωρίσιμος και η διαφήμιση ποντάρει πολύ στην έξυπνη ατάκα που θα εντυπωθεί και θα αναπαραχθεί από πολύ κόσμο».

Μία άλλη παράμετρος αυτής της τηλε-επιστροφής στο χωριό, «ίσως να είναι και η ανάγκη για την χαμένη ελληνικότητα. Ένα πισωγύρισμα στις ρίζες λόγω κρίσης, τα ελληνικά προϊόντα δηλώνονται πλέον ως τέτοια και με ειδικό σηματάκι πάνω στις συσκευασίες τους, μας πιάνει και λίγο το πατριωτικό μας, «τα λεφτά να μείνουν σ’ εμάς», κτλ, κτλ». Κατά καιρούς, τα σποτ έχουν περάσει διάφορες εμμονές. Κάποτε ήταν οι παππούδες που χόρευαν rave, κέρδιζαν το λόττο και ξανάνιωναν, ή απλά γκρίνιαζαν στους νεότερους «να φύγετε! Να πάτε αλλού!». Και οι Κρητικοί έχουν μονοπωλήσει το διαφημιστικό ενδιαφέρον, με τους μαυροπουκαμισάδες να έχουν διαφημίσει σε άπταιστα κρητικά σχεδόν τα πάντα. Τώρα είναι η σειρά του χωριού. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα το ζεύγος Κίτσος-Τασούλα. Κι ενώ παλιά ο γάιδαρος κουβάλαγε καλάθια με μακαρόνια MISKO, τώρα έχει gps για να μην χάνεται στα στενά του χωριού και να εντυπωσιάζει την χωριατοπούλα που ξέρει να λέει «Τράτζικ!». Ο ηθοποιός Νίκος Ορφανός, από γιατρός στο «Νησί» του Mega μετακόμισε στο χωριό και πρωταγωνιστεί σε μια διαφήμιση που προσπαθεί να χωρέσει δεκάδες ευρήματα σε πολύ λίγο χρόνο. Άλλο ένα πρόσφατο παράδειγμα, είναι το σποτάκι για τυρί με χαμηλά λιπαρά και το ζευγάρι να κουτσομπολεύει μία κοπέλα που πάει για «τοπ μόνδελ!» αφού προσέχει τη γραμμή της.

Ουσιαστικά, η πόλη έχει μεταφερθεί στην επαρχία, φέρνοντας όλα τα γκάτζετ στον έλληνα που παλιά τα βλεπε όλα αυτά από την τηλεόραση και τώρα θέλει να πιάσει την καλή. Άλλωστε, το χωριό έχει μεγάλη πέραση γενικότερα λόγω οικονομικής στενότητας. Από εκεί που όλοι δήλωναν βέροι Αθηναίοι και επέμεναν ότι οι παιδικές τους φωτογραφίες έχουν φόντο την Ακρόπολη και τα περιστέρια στο Σύνταγμα, τώρα όλο και περισσότεροι, ξεπερνούν τα παλιά κόμπλεξ και δηλώνουν υπερήφανοι ότι ό,τι κι αν γίνει, αυτοί έχουν κάτι χωραφάκια κι ένα σπιτάκι σε ένα χωριουδάκι. Σε όποια παρέα κι αν βρεθείς, ακούς τα plan B που ετοιμάζουν οι κάτοικοι της πρωτεύουσας, σε περίπτωση που χάσουν τη δουλειά τους ή τα λογικά τους μέσα στην παράνοια της μεγαλούπολης. Σίγουρα πάντως, gps θα χουν. Πονηρός ο βλάχος και ακόμη πιο πονηρή η διαφήμιση.