«Milao ellinika alla den einai spoudaia…»: με αυτή τη φράση με υποδέχτηκε τηλεφωνικώς ο αγγλοκύπριος σκηνοθέτης Μάρκος Μάρκου. Τα γυρίσματα της ταινίας του «Papadopoulos and sons» ολοκληρώθηκαν πριν από έναν μήνα και τώρα βρίσκεται στη φάση αναζήτησης του ιδανικού τρόπου προώθησής της. Ίσως κάτι «πιο δημοκρατικό», όπως είναι το ίντερνετ, ώστε να την δει και να την κρίνει ακόμη περισσότερος κόσμος. Χωρίς φυσικά να σνομπάρει και τις πατροπαράδοτες πρεμιέρες σε κινηματογραφικές αίθουσες και τη συμμετοχή σε διεθνή φεστιβάλ. Άλλωστε, από τη στιγμή που η ελληνική κρίση πουλάει παγκοσμίως, αποκλείεται να μείνουν ασυγκίνητοι οι απανταχού σινεφίλ.

Κεντρικό πρόσωπο της ταινίας ο Χάρι Παπαδόπουλος (Στίβεν Ντιλέιν). Ένας επιχειρηματίας που γεννήθηκε στην Κύπρο από πολύ φτωχούς γονείς και πήγε στη Βρετανία όταν ήταν ακόμη μωρό. Κατάφερε να χτίσει μια αυτοκρατορία προμηθεύοντας στα σούπερ μάρκετ όλου του κόσμου ελληνικές λιχουδιές όπως ταραμοσαλάτα, τζατζίκι, φέτα, κτλ, κτλ. Η κρίση των βρετανικών τραπεζών τον βρήκε όταν χρωστούσε 300 εκατομμύρια λίρες σε δάνεια και φυσικά τα έχασε όλα. Σπίτι, αυτοκίνητο, στάτους. Η αγγλίδα γυναίκα του είχε από καιρό πεθάνει και ο ίδιος αναγκάζεται ν’ αρχίσει από το μηδέν, έχοντας τους τρεις γιους του πότε με το μέρος του και πότε εναντίον του.

Ως από μηχανής θεός, εμφανίζεται ο μεγαλύτερος αδερφός του Χάρι, ο Σπύρος, τον οποίο υποδύεται ο Γιώργος Χωραφάς. Είχαν να μιλήσουν χρόνια, «όπως τόσο συχνά συμβαίνει για κάποιο λόγο στις ελληνικές οικογένειες» σχολιάζει ο σκηνοθέτης. Και αποκαλύπτεται ότι το μοναδικό πράγμα που δεν μπορεί να κατασχέσει η τράπεζα είναι ένα ταπεινό εστιατόριο με fish and chips, που ανήκει 50-50 στα δύο αδέρφια. Τι θα διαλέξει ο χρεωκοπημένος Χάρι όταν του δοθεί η ευκαιρία να ορθοποδήσει; Την αληθινή ευτυχία που κρύβεται σε ένα μαγαζάκι λιγοστών τετραγωνικών, ή την επάνοδο σε έναν ψυχρό κόσμο με τυποποιημένη ταραμοσαλάτα;

«Η ταινία μιλά για το πόσο σημαντικό είναι να επανεφεύρουμε τον εαυτό μας τώρα που όλα γύρω μας καταρρέουν. Αυτό που συμβαίνει στην Ελλάδα θα συμβεί με μαθηματική ακρίβεια παντού. Απλώς η Ελλάδα παίρνει όλη τη «δόξα», οι Έλληνες έχουν γίνει τα πειραματόζωα της Ευρώπης. Από μια άποψη, ίσως είναι καλύτερα που η κρίση χτύπησε εσάς πρώτους, γιατί θα είστε και οι πρώτοι που θα βρείτε τη λύση. Δεν ζείτε με αυταπάτες, όπως οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και δεν πρέπει να ντρέπεστε και να απολογείστε γι’ αυτό που σας συμβαίνει» τονίζει ο Μάρκος Μάρκου, ο οποίος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Λονδίνο από Κύπριους γονείς.

Θεωρώντας ότι έχει αποφύγει τα αμερικάνικα στερεότυπα για τους Έλληνες όπως τα είδαμε στην ταινία «Γάμος α λα ελληνικά» της Νία Βαρντάλος- «εκεί οι Έλληνες αντιμετωπίστηκαν περισσότερο ως καρικατούρες», προτίμησε να γυρίσει μία ταινία που είναι «πιο κοντά στην καρδιά. Ο χαρακτήρας που υποδύεται ο Γιώργος Χωραφάς έχει κάτι από την απεραντοσύνη του Ζορμπά. Ο Έλληνας είναι ο μόνος που μπορεί να τα πει όλα με ένα χορό κι ένα τραγούδι, να γιορτάσει και το θρίαμβο και την αποτυχία του. Γι’ αυτό και η έννοια του ελληνικού ξεσπάσματος, του «ώπα» που κρύβει και αναστεναγμό και ανάταση μαζί, είναι το σήμα-κατατεθέν σας».

Ο ίδιος χαίρεται όταν πηγαίνει σε ελληνικούς γάμους στην Αγγλία και παραπέμπουν σε όλα τα ξεχασμένα έθιμα του χωριού και στενοχωριέται όταν οι γάμοι που γίνονται στην Κύπρο μιμούνται τραγικά τους αγγλοσαξονικούς και τους αμερικάνικους. Η ταινία αναρωτιέται για λογαριασμό όλων μας «ποια είναι η πραγματική επιτυχία; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα που θέτει το 2012».

Όσο για την Αγγλία, την οποία πολλοί Έλληνες πελαγωμένοι απ’ την εγχώρια κρίση βλέπουν ως Γη της Επαγγελίας: «υπάρχουν τρία εκατομμύρια άνεργοι και κανένας δεν νιώθει πραγματικά ασφαλής. Το Λονδίνο μοιάζει να αντέχει ακόμα, αλλά για πόσο; Υπάρχουν πάρα πολλοί άστεγοι και κανείς δεν σκέφτεται να τους παραχωρήσει τα αμέτρητα άδεια κτίρια. Αυτό είναι ανήθικο!».

Όσο για τους Ολυμπιακούς που πλησιάζουν: «είμαι διχασμένος: από τη μια έχω έναν επτάχρονο γιο που περιμένει πώς και πώς να δει από κοντά αγώνες ενόργανης και κολύμβησης κι από την άλλη τόσοι και τόσοι Άγγλοι σκέφτονται «αυτό μας έλειπε τώρα». Είναι σα να γκρεμίζεται το σπίτι σου κι εσύ να κάνεις πάρτυ».