«Θα εμποδίσω το Ιράν να αποκτήσει πυρηνικά όπλα! Ακόμη και αν διαφωνήσουν οι σύμβουλοί μου και οι στρατιωτικοί!».
«Θα συγκεντρώσω τρία αεροπλανοφόρα και όλη τη δύναμη του Στόλου μας στον (Περσικό) Κόλπο, θα αποκλείσω το Ιράν ώσπου να στραγγαλιστεί. (…) Αν καθυστερήσει, θα βομβαρδίσουμε το Ιράν, τις πυρηνικές εγκαταστάσεις του, όλη την οικονομική διάρθρωση της χώρας!».
«Πιστέψτε με, σας παρακαλώ: αν ο Ομπάμα παραμείνει στον Λευκό Οίκο, τον Μάιο του 2013 οι αγιατολάχ θα δοκιμάζουν τα πυρηνικά όπλα τους!».
Αυτές οι ρητορικές κορόνες δεν βγαίνουν από τα στόματα κάποιων ηρωικών πιτσιρικιών που, κραδαίνοντας ένα ξύλινο σπαθί και με ένα χάρτινο καπέλο τρικαντό στο κεφάλι, απειλούν ότι θα κατακτήσουν το σύμπαν. Τις εκφωνούν οι τρεις που διεκδικούν το χρίσμα του υποψηφίου του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών τον Νοέμβριο.
Δεν έχει σημασία αν την πρώτη ή την τρίτη την εκστόμισε ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο Ρικ Σαντόρουμ ή ο Νιουτ Γκίνγκριτς. Είναι η φιλοσοφία των ακραίων Ρεπουμπλικανών που έχουν κυριεύσει το κόμμα του Αβραάμ Λίνκολν.

Συναγωνίζονται και οι τρεις υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών, φυσικά, ποιος θα εξασφαλίσει τις ψήφους των εβραϊκής καταγωγής Αμερικανών. Εχουν όμως ξεπεράσει κάθε όριο λογικής, με αποτέλεσμα να προκαλούν αντιδράσεις ακόμη και στο Ισραήλ, όπου ο υπουργός Αμυνας Εούντ Μπαράκ δηλώνει ότι «μάλλον επωφελείται το Ιράν από τέτοιου είδους υπερβολικές απειλές».

Δεν είναι όμως μόνο το Ιράν που συγκεντρώνει αυτές τις «υπερβολές». Και η Κίνα έχει το μερίδιό της. Εδώ τα πρωτεία κατέχει ο Μιτ Ρόμνεϊ, ο οποίος προηγείται αυτή τη στιγμή στις προκριματικές εκλογές. Ο Σαντόρουμ ξεμπερδεύει με ένα «δεν πολυενδιαφέρει την Αμερική» (!) η οικονομική και η στρατιωτική ισχύς της Κίνας επειδή «το καθεστώς δεν έχει λαϊκή βάση». Ο Γκίνγκριτς είναι πιο επιφυλακτικός, περιορίζεται να καυτηριάσει την αμερικανίδα υπουργό Εξωτερικών Χίλαρι Κλίντον, η οποία, κατά την εκτίμησή του, «υποκλίνεται σε κάθε υπάλληλο του Πεκίνου που συναντά». Ενας αναγνώστης του «New Yorker» υπενθύμισε ότι ο Γκίνγκριτς συμμετείχε στο παρελθόν σε μια «επιστημονικοφανή» οργάνωση που έκανε μπίζνες με κινεζικές επιχειρήσεις.
Πάντως ο Ρόμνεϊ είναι σαφής. Και απειλητικός. Σε άρθρο του στη «Wall Street Journal» (17/2) με τον εντυπωσιακό τίτλο «Πώς θα απαντήσω στην ανερχόμενη ισχύ της Κίνας» μας λέει ότι θα αξιώσει από το Πεκίνο, πρώτον, να περιοριστεί στον γεωγραφικό χώρο του, δεύτερον, να αναθεωρήσει τη χρηματιστική πολιτική του και να αναβαθμίσει το εθνικό νόμισμα της Κίνας στη βάση των «διεθνών μέτρων» και, τρίτον, «να αποκαταστήσει» τα ανθρώπινα δικαιώματα. Αν όλα αυτά δεν γίνουν, τότε ο πρόεδρος(;) Ρόμνεϊ έχει τον τρόπο να συνετίσει την Κίνα, η οποία, όπως τονίζει στο άρθρο του, «δεν είναι τόσο ισχυρή όσο θέλει να εμφανίζεται».
Ισως η πιο εύστοχη απάντηση στο άρθρο του Ρεπουμπλικανού διεκδικητή είναι αυτή που του έγραψε την επομένη η βρετανική εφημερίδα «The Guardian». Ποιος θα ειδοποιήσει τον Ρόμνεϊ ότι «δεν βρίσκονται σε πόλεμο η Αμερική με την Κίνα» ώστε ο αμερικανός πρόεδρος «να αξιώνει υποταγή των Κινέζων στις απαιτήσεις του;».
Είναι γεγονός ότι και οι τρεις υποψήφιοι των Ρεπουμπλικανών είναι «κάτω του μετρίου». Σε τέτοιον βαθμό που ο αρθρογράφος των «New York Times» Τόμας Φρίντμαν έκανε τη σύσταση στην ηγεσία του κόμματος να μη λάβει μέρος στις προεδρικές εκλογές! Ο Πάτρικ Μπιουκάναν, διευθυντής του «American Conservative», δεν κρύβει την οργή του – και την απογοήτευση – επειδή «τα όσα εξαγγέλλουν (σ.σ.: οι τρεις) δεν είναι άλλο τίποτε παρά βούτυρο στο ψωμί του Μπαράκ Ομπάμα».
Είναι ενδιαφέρον ότι αντέδρασε αρνητικά το στρατιωτικό σκέλος του Πενταγώνου και αυτό αποτελεί έκπληξη. Ουδέποτε στο παρελθόν η στρατιωτική ηγεσία εκδηλώθηκε εναντίον όσων προωθούν σκληρές πολιτικές. Αντίθετα, υποκινώντας – αλλά και υποκινούμενοι από την πολεμική βιομηχανία – τους Ρεπουμπλικανούς στο Κογκρέσο, παραδοσιακά οι αμερικανοί στρατιωτικοί ζητούσαν και εξασφάλιζαν μεγάλα κονδύλια για οπλικά συστήματα, για βάσεις σε ξένες χώρες κτλ. Οχι λίγες φορές ήρθαν και σε αντίθεση με την πολιτική ηγεσία τους. Σήμερα όμως ο αρχηγός των Γενικών Επιτελείων στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ απορρίπτει την τακτική της καταστροφής των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν. Και ο εκπρόσωπος του Πενταγώνου Τζορτζ Λιτλ χαρακτηρίζει «εκτός πραγματικότητας» τις απειλές του Ρόμνεΐ εναντίον της Κίνας.
Πιο λεπτομερειακός, ένας ανώνυμος σύμβουλος του Λευκού Οίκου τονίζει ότι η Αμερική «δεν αντέχει» μια νέα πολεμική περιπέτεια ύστερα από έναν δεκαετή πόλεμο (Ιράκ, Αφγανιστάν) και υπολογίζει ότι «η φανταστική επιχείρηση» – την οποία αλλού χαρακτηρίζει «εφιάλτη» – θα κόστιζε περί τα 400 δισ. δολάρια…

Εφιαλτικά σενάρια
Δυστυχώς, βρίσκουν ευήκοα ώτα
Υπάρχει ένα εξόχως ανησυχητικό στοιχείο. Ενα μεγάλο τμήμα του αμερικανικού λαού αποδέχεται τις εφιαλτικές πολιτικές των Ρεπουμπλικανών υποψηφίων. Δημοσκόπηση του δικτύου ABC στις αρχές Μαρτίου αποκάλυψε ότι το 41% υποστηρίζει τα «σκληρά μέτρα εναντίον του Ιράν», το 37% θέλει «σοβαρή απάντηση στις οικονομικές προκλήσεις της Κίνας» και μόνο το 31% βλέπει τις απειλές των Ρόμνεϊ, Σαντόρουμ και Γκίνγκριτς «εξωπραγματικές». Η πολιτική δεξαμενή σκέψης (think tank) Brookings Institution διοχέτευσε σε μέλη του Κογκρέσου «ενδείξεις», οι οποίες επιβεβαιώνουν τη στροφή προς τα εφιαλτικά σενάρια ενός «σημαντικού τμήματος» των αμερικανών ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένων Δημοκρατικών αλλά και των λεγομένων Ανεξαρτήτων. Η «Washington Post» (24/2) υπολογίζει αυτό το «τμήμα» ως τα δύο πέμπτα των ψηφοφόρων.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ