Αυτός ο ασθενής είναι περίεργος. Παραθέτει με ακρίβεια και ψυχρότητα, σχεδόν σαν να πρόκειται για κάποιον άλλον, όλα τα συμπτώματα της ασθένειάς του: φριχτοί πονοκέφαλοι, ναυτία, εμετοί, ανορεξία, αποστροφή για το φαγητό, πυρετοί, αϋπνία, εξαντλητικές κρίσεις κόπωσης κ.ο.κ. Δεν αντέχει τον καφέ, το κρέας, το κρύο, την υγρασία, το φως. Ο γιατρός του, ένας από τους κορυφαίους της Βιέννης, πιστεύει, ή τουλάχιστον έχει πληροφορηθεί από έγκυρη πηγή, ότι η βαθύτερη αιτία είναι ψυχολογική – μια τρομερή εσωτερική πίεση ταλανίζει τον 38χρονο φιλόσοφο που ζει σπαρτιάτικη ζωή, απομονωμένος από τους ανθρώπους, με μόνη ενασχόλησή του το γράψιμο.
Πηγή της μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση που δηλητηριάζει το μυαλό και το σώμα του. Οσο κι αν πασχίζει όμως να εκμαιεύσει μια τέτοια εξομολόγηση από τον ασθενή του, αποδεικνύεται αδύνατο. Ο τελευταίος αντιστέκεται με όλες του τις δυνάμεις. Επιμένει ότι αυτή η κατάρα είναι ευλογία: η σωματική οδύνη τον σκληραγωγεί για να αντιμετωπίσει την οδύνη μιας άλλης σημαντικότερης μάχης, της υπαρξιακής.
Ανένδοτος, ετοιμάζεται να φύγει ανεπιστρεπτί από τη Βιέννη. Ο γιατρός του αρνείται να εγκαταλείψει την προσπάθεια καθώς, μεταξύ άλλων, βρίσκει τον ασθενή του εξαιρετικά ευφυή και ενδιαφέροντα και έτσι τελευταία στιγμή του κάνει μια δελεαστική πρόταση: να αλλάξουν ρόλους. Ή μάλλον να ανταλλάξουν «υπηρεσίες»: ο γιατρός να θεραπεύσει το σώμα του ασθενούς και ο ασθενής την ψυχή του γιατρού. Η ανορθόδοξη συμφωνία κλείνει και οι συναντήσεις αρχίζουν.
Ο θεράπων γίνεται σταδιακά θεραπευόμενος καθώς χάνεται στον λαβύρινθο της δικής του απόγνωσης: στην εμμονή του με την όμορφη νεαρή υστερική Βέρθα, στις τύψεις για την αποξένωση από τη σύζυγό του, στην αίσθηση τέλματος, εγκλωβισμού και επερχόμενου θανάτου. Μέσα από αυτή την «ομιλούσα θεραπεία», την κατάδυση στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησης, οι δύο άνδρες θα έρθουν σταδιακά αντιμέτωποι με τους εφιάλτες τους και θα επαναπροσδιορίσουν τα δεδομένα και τα ζητούμενα της ζωής τους. Ταυτόχρονα θα γεννηθεί ανάμεσά τους μια ειλικρινής φιλία.
Ως γνωστόν, ο Φρίντριχ Νίτσε και ο Γιόζεφ Μπρόιερ – γιατί περί αυτών πρόκειται – δεν συναντήθηκαν ποτέ στη Βιέννη του 1882 ούτε κάποια άλλη χρονιά. Και φυσικά η ψυχοθεραπεία δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα μιας τέτοιας συνάντησης, παρ’ όλο που ο Μπρόιερ, διαγνωστική ιδιοφυΐα που κουράριζε μια ολόκληρη γενιά μεγάλων φυσιογνωμιών στα τέλη του 19ου αιώνα, ήταν μέντορας του Φρόιντ και συνέγραψε μαζί του το περίφημο «Μελέτες για την υστερία». Η φανταστική αυτή γνωριμία τους, όπως καταγράφεται στο μυθιστόρημα του Ιρβιν Γιάλομ, αποτελεί μια γοητευτική προσπάθεια ανίχνευσης των πρώτων βημάτων στη μακρά αυτή πορεία που έμελλε να ακολουθήσει η επιστήμη με στόχο τη θεραπεία της ψυχής.
Οπως αποδεικνύεται, το «Οταν έκλαψε ο Νίτσε» προσφέρεται ιδιαίτερα για θεατρική μεταφορά και η έμπνευση των συντελεστών είχε μια πολύ καλή βάση πάνω στην οποία να αναπτυχθεί, εφόσον το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου απαρτίζουν διάλογοι. Αυτό όμως που μοιάζει να τους απασχόλησε περισσότερο στην πράξη είναι η όσο το δυνατόν πληρέστερη απόδοση του κειμένου επί σκηνής: η πληρέστερη αλλά όχι η ουσιαστικότερη.
Η δράση εκτυλίσσεται πάνω και γύρω από ένα τεράστιο, ξεθωριασμένο χαλί με ελάχιστα αντικείμενα να συμπληρώνουν τον χώρο: δύο παλιές καρέκλες, μερικά δερματόδετα βιβλία, ηλεκτρικά κεριά. Με το κοινό να τους παρακολουθεί εκατέρωθεν, οι τρεις ηθοποιοί αναλαμβάνουν να ζωντανέψουν τους ήρωες του Γιάλομ, επιδίδονται όμως σε αυτή την αποστολή με επιπολαιότητα: με άγχος να πουν ό,τι έχει μέσα το βιβλίο και όχι να εστιάσουν το βλέμμα τους στις συγκρούσεις και στη χημεία των δύο ανδρών.
Ο Ακύλας Καραζήσης ερμηνεύει τον Μπρόιερ με συνέπεια, χωρίς λάθη αλλά και χωρίς πάθη: ουδέποτε αναδίδεται η αγωνία που τρώει τα σωθικά του φτασμένου επιστήμονα, το επικάλυμμα ψυχραιμίας και μετριοπάθειας δεν δίνει ποτέ την αίσθηση ότι κάτι βράζει από κάτω. Οσο για τον Νίκο Χατζόπουλο, ενσαρκώνει τον Νίτσε με κωμική ευφυΐα, πλάθει δηλαδή μια περσόνα απολαυστική μέσα στη στριμάδα της, αλλά και μονοδιάστατη, κάτι σαν καρικατούρα-φιλόσοφος. Δεν βλέπουμε μπροστά μας δύο ανθρώπους που πασχίζουν να βρουν το φως στην άκρη του τούνελ αλλά δύο ηθοποιούς που έχουν επαναπαυθεί στη σχηματοποίηση των ρόλων τους και δεν τους επαναδιαπραγματεύονται.
Η εμμονή με την πλοκή κουράζει τον θεατή που, αν δεν έχει διαβάσει πρόσφατα το βιβλίο, πασχίζει να τακτοποιήσει τις πληροφορίες γύρω από πρόσωπα και πράγματα. Κατά συνέπεια, το εγχείρημα εξασφαλίζει μερική νοητική διέγερση, την οποία όμως μπορεί κανείς να αντλήσει σε πολύ ισχυρότερο βαθμό από την ανάγνωση του βιβλίου. Ποιος ο λόγος να το μεταφέρει κανείς στη σκηνή μόνο για να «αφηγηθεί» τη δράση (γιατί αυτή είναι η βασική αίσθηση που δημιουργείται) και όχι να δώσει σάρκα και οστά στους ήρωες;
Ο Χάρης Φραγκούλης, το τρίτο μέλος της παρέας, φέρει εις πέρας με τρυφερότητα τον διπλό ρόλο του Φρόιντ και του Αφηγητή (αν και τις περισσότερες φορές ο αφηγητής, που παρεμβαίνει διαρκώς κατά τη διάρκεια των διαλόγων για να συμπληρώσει τα «κενά», λειτουργεί αποπροσανατολιστικά). Με εξαίρεση τις γυναίκες-κούκλες (εντελώς περιττές), συμπαθητικά διαγράφονται τα περισσότερα σκηνοθετικά ευρήματα.
Ιδιαίτερα στάθηκα στον χορό με τις καρέκλες, που απέδωσε με τρόπο χαριτωμένο την αμηχανία της πρώτης ψυχοθεραπείας (Και τώρα; Πώς να καθήσουμε;) καλώντας μας να σκεφθούμε ότι υπήρχε μια εποχή που τίποτε δεν ήταν δεδομένο γύρω από αυτά τα ζητήματα. Εξίσου γλαφυρός ο δεύτερος χορός, αυτός με τα ανοίγματα στέρνου σε στυλ χοροπηδητό, που ακολουθεί την επιτυχημένη λήξη των συναντήσεων των δύο ανδρών, μια εύστοχη σωματοποίηση της ψυχικής ανακούφισης που βιώνουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ