Η βροχή μόλις έχει σταματήσει στον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό της Κορίνθου και μικρές λακκούβες με βρωμόνερα έχουν σχηματιστεί. Ανθρώπινες σκιές εμφανίζονται μπροστά από τα βαγόνια και χάνονται όσο ξαφνικά ήρθαν. Ο χώρος μυρίζει μουσκεμένο χώμα, ούρα και τσίκνα. Μια σκελετωμένη γάτα νιαουρίζει παραπονιάρικα ίσως λόγω της έντονης μυρωδιάς. Οταν λίγο πιο πέρα θα βρει πεταμένο ένα μικρό κομμάτι ωμό κρέας, θα σταματήσει το νιαούρισμα. Από το βάθος ακούγεται ένας σιγανός μακρόσυρτος αμανές. Μοιάζει με λυπητερό τραγούδι ή μάλλον με προσευχή απελπισίας. Σε αυτόν τον ξεχασμένο σιδηροδρομικό σταθμό όπου έχουν βρει καταφύγιο 50 μετανάστες, κυρίως Αλγερινοί και Μαροκινοί, αυτό το γκρίζο απόγευμα Πέμπτης ο Θεός ή ο Αλλάχ – όπως θέλει τον ονομάζει κανείς – φαίνεται να έχει ξεχάσει τα παιδιά του.

Χτυπάμε την πόρτα ενός από τα ζωγραφισμένα με γκραφίτι βαγόνια, ενώ το μισοσβησμένο σύνθημα «Εξω οι Αλβανοί» προσθέτει ακόμη μία πινελιά σουρεαλισμού στην όλη εικόνα. Ο συντάκτης του δεν είχε καθώς φαίνεται προνοήσει για τους περίπου οκτώ μαροκινούς μετανάστες που θα έβρισκαν καταφύγιο εκεί. Ετσι, ο 29χρονος Αντάμ μάς ανοίγει την πόρτα και μας αποκαλύπτει το δικό τους βασίλειο, που μυρίζει κλεισούρα και τσιγάρο. Ενα μικρό τραπέζι, ένας λεκιασμένος καναπές και στην άκρη ένας μικρός φούρνος με τα μάτια της κουζίνας αναμμένα στην υψηλότερη θερμοκρασία αποτελεί τη μοναδική πηγή θερμότητας.

«Είμαι τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα. Εχω και άσυλο» μας λέει καθώς αραδιάζει τα αντίστοιχα έγγραφα επάνω στο τραπέζι. «Δούλευα στην Καλαμάτα σε συνεργείο καθαρισμού. Τώρα, όμως, με την κρίση δεν έχω πλέον δουλειά και μια μέρα πήρα το λεωφορείο και ήρθα να μείνω εδώ, για να μπω σε ένα πλοίο και να φύγω στην Ιταλία. Προσπαθώ κάθε εβδομάδα, δεν τα έχω καταφέρει ακόμη. Οι λιμενικοί είναι σκληροί, πέφτει πολύ ξύλο άμα σε πιάσουν. Δεν ξέρω πλέον τι να κάνω. Τώρα μαζεύω λεφτά να βγάλω εισιτήριο να γυρίσω στην Καλαμάτα. Δεν είναι ζωή αυτή, ποτέ δεν θα μπορέσω να φύγω. Καμιά φορά το βράδυ σκέφτομαι πως θα ήταν καλύτερα να μην είχα εγκαταλείψει το Μαρόκο. Τώρα δεν μπορώ να γυρίσω πίσω. Στη μάνα μου έχω πει ότι είμαι καλά και ότι δουλεύω στην Ελλάδα. Τι να της έλεγα; Οτι κρυώνω, ότι πεινάω, ότι τρώω ξύλο; Ούτε προσευχή πλέον δεν κάνω. Δεν είμαι άξιος, καλός μουσουλμάνος, γιατί πίνω. Προσεύχομαι μόνο με την ψυχή μου για καλύτερες μέρες».

Ακριβώς πίσω τους διακρίνουμε τα ραγισμένα παράθυρα. «Είναι από τις πέτρες» θα μας πει ο 22χρονος Χασάν. «Οι Ελληνες είναι γενικά καλοί, πολλοί μας βοηθούν κιόλας. Αλλά καμιά φορά έρχονται παιδιά 17, 18 χρόνων από τα σχολεία και μας ρίχνουν πέτρες. Το βλέπουν σαν παιχνίδι. Δεν είναι όμως».

Από το δεύτερο δωμάτιο του βαγονιού, εκεί όπου βρίσκονται οι κουκέτες των επιβατών, που τώρα χρησιμοποιούνται σαν κρεβάτια από τους μετανάστες, ξεπροβάλλει ο 24χρονος Μουσταφά. Μόνο μερικές ημέρες έχουν περάσει από τότε που ο νεαρός Μαροκινός βγήκε από το νοσοκομείο, όπου νοσηλεύτηκε έπειτα από τον τραυματισμό του σε επεισόδιο που σημειώθηκε στον καταυλισμό ανάμεσα σε ομάδα Ελλήνων και μεταναστών, πριν από περίπου δύο εβδομάδες. Το πρόσωπό του είναι μελανιασμένο και το χέρι του δεμένο, καθώς ένα μαύρο αυτοκίνητο με έλληνα οδηγό τον χτύπησε και τον πέταξε στον αέρα, ενώ και ένας Αλγερινός τραυματίστηκε.

Στην πόλη της Κορίνθου ακούγονται πολλά για το συμβάν. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο οδηγός βρέθηκε στον καταυλισμό κυνηγώντας έναν μετανάστη που είχε κλέψει μια ταμειακή μηχανή από τη λαϊκή, ότι περικυκλώθηκε από τους αλλοδαπούς και στην προσπάθειά του να ξεφύγει χτύπησε μερικούς με το αυτοκίνητο, κάποιοι άλλοι ισχυρίζονται με σιγουριά ότι πρόκειται για μια καθαρά ρατσιστική επίθεση. Οπου και να βρίσκεται η αλήθεια, το μόνο σίγουρο είναι τα σπασμένα πλευρά του Μουσταφά και το σημάδι από τη ρόδα στο πόδι του Σαΐντ.

«Πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό. Κάποιος “τρελάθηκε” και έκανε αυτό που έκανε. Ρατσιστική επίθεση είναι όταν γίνεται από τον ίδιο άνθρωπο κατ’ επανάληψη» αναφέρει ο Χαράλαμπος Οικονομόπουλος, αστυνομικός διευθυντής της Αστυνομικής Διεύθυνσης Κορινθίας, και συμπληρώνει: «Η υπόθεση βρίσκεται στο στάδιο της προανάκρισης. Πάντως, γενικά δεν έχουμε επεισόδια ανάμεσα σε κατοίκους και μετανάστες. Εγιναν κάποια πολύ αραιά, έχουν καταγραφεί μια-δυο φορές και δεν μπορείς να πεις ότι πρόκειται για κάτι το οργανωμένο».

Η γειτονιά γύρω από τον καταυλισμό φαίνεται ως επί το πλείστον να έχει αποδεχτεί την παρουσία τουλάχιστον των αραβόφωνων μεταναστών. Ετσι ο Γιώργος, που διατηρεί συνεργείο στη γύρω περιοχή, θα μας πει ότι «τον ενοχλούν περισσότερο οι Αλβανοί», ενώ η Κυριακούλα, που έχει ανοίξει μπακάλικο σε απόσταση αναπνοής από τον σταθμό, μας είπε χαρακτηριστικά: «Τα εμπορεύματα που μου περισσεύουν τα δίνω στους μετανάστες δωρεάν, καθώς έτσι όπως πάει η Ελλάδα, ίσως μια μέρα βρεθώ και εγώ στη θέση τους». Ωστόσο, για τον Πάνο, μέλος της Αντιρατσιστικής Πρωτοβουλίας Κορίνθου, το θέμα είναι η γενικότερη στάση της πολιτείας. «Το καλοκαίρι είχε ξεσηκωθεί η πακιστανική κοινότητα. Τρία-τέσσερα άτομα στα καλά καθούμενα τους πλάκωναν στο ξύλο στον δρόμο. Το πρόβλημα είναι ότι γενικότερα αυτοί οι άνθρωποι θεωρούνται από κάποιους β΄ διαλογής. Κάποιοι δεν έχουν καν χαρτιά, άρα κανείς δεν θα ενδιαφερθεί για αυτούς. Ουσιαστικά είναι άνθρωποι που δεν υπάρχουν, οπότε ο καθένας μπορεί να βγάλει τα ρατσιστικά, ακόμη και τα δολοφονικά ένστικτά του επάνω τους, χωρίς να έχει κυρώσεις».

Τα βράδια στον καταυλισμό επικρατεί περισσότερη κίνηση από ό,τι το πρωί. Οι άνδρες φορούν χοντρά ρούχα, μπότες και σκούφους και κατεβαίνουν στο λιμάνι. Πατούν πάνω στην άμμο και προσπαθούν να σκαρφαλώσουν στα απότομα βράχια του λιμανιού. Εκεί είναι και το ορμητήριό τους για τα βαπόρια της ελπίδας, τα φορτηγά πλοία δηλαδή που αράζουν στο λιμάνι και έχουν προορισμό την Ιταλία. Αλλοτε προσπαθούν να τρυπώσουν σε κάποια νταλίκα και άλλοτε κάνουν γιουρούσι επάνω στο πλοίο, και όποιος προλάβει να τρυπώσει τρύπωσε. Η τελευταία μέθοδος που έχουν επινοήσει είναι να πιάνονται από το καραβόσκοινο στο οποίο είναι δεμένο το πλοίο και να αναρριχώνται μέσω αυτού. Δυστυχώς για εκείνους, γλιστράει. Το κυνήγι από τους λιμενικούς, αλλά και τους ναυτικούς των πλοίων είναι ανελέητο. «Είμαι εδώ έξι μήνες και μόνο δύο Αλγερινοί έφυγαν και έφτασαν στην Ιταλία» μας λέει απογοητευμένος ο Μαχμούτ και συμπληρώνει: «Και όταν μπεις στο πλοίο, ξεκινάει μια άλλη περιπέτεια. Αμα σε ανακαλύψει φιλιππινέζος ναυτικός, τα πράγματα είναι άσχημα. Εχω ακούσει ιστορίες ότι σου δένουν χέρια και πόδια και σε ρίχνουν στη θάλασσα. Οι Ελληνες και οι Ιταλοί είναι πιο καλοί».

Και όσο οι μετανάστες προσπαθούν να μπουν στα πλοία τόσο οι ελληνικές αρχές είναι αναγκασμένες διά νόμου να τους εμποδίσουν. Ο υπολιμενάρχης Κορίνθου Παναγιώτης Πολυζωίδης αναφέρει: «Στο λιμάνι της Κορίνθου δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνιακή γραμμή, όπως, για παράδειγμα, στην Πάτρα. Τα πλοία δεν έχουν ούτε συγκεκριμένες ημέρες αναχώρησης ούτε συγκεκριμένες ημέρες άφιξης και έχει ατονήσει όλη αυτή η ιστορία. Εντοπίσαμε και κάποια τέτοια περιστατικά και τα έχουμε αποτρέψει. Το λιμεναρχείο μάλιστα κάνει πολύ καλά τη δουλειά του, παρ’ όλο που δεν είναι πλήρως επανδρωμένο και χρειάζεται ενίσχυση».

Ωστόσο, αρκετοί κάτοικοι της περιοχής έχουν διαφορετική άποψη. «Δεν μπορώ να καταλάβω αυτό που συμβαίνει» θα μας πει αυθόρμητα μια αγανακτισμένη κάτοικος, η οποία μας ζητεί να κρατηθεί η ανωνυμία της: «Εμείς θέλουμε να φύγουν και οι αρχές κάθονται και τους φυλάνε, επειδή έτσι μας έχει πει η Ευρωπαϊκή Ενωση. Αφήστε τους να μπουν στα πλοία, να τελειώνουμε επιτέλους. Η Ελλάδα δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος τους. Αποθήκη ανθρώπων γίναμε. Χαζός ήταν ο Μπερλουσκόνι που τους έδωσε ταξιδιωτικά έγγραφα και έφυγαν από την Ιταλία;».

Οντως η χώρα μας τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει μετατραπεί σε αποθήκη μεταναστών, καθώς, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, το 95% των παράνομων μεταναστών που εισέρχονται στην Ευρώπη μπαίνουν από την Ελλάδα. Μάλιστα η Ελλάδα υπέγραψε τη Συνθήκη Δουβλίνο 2, βάσει της οποίας προβλέπεται η επιστροφή των μεταναστών στην πρώτη χώρα εισόδου τους στην Ευρώπη, που στις περισσότερες των περιπτώσεων είναι η Ελλάδα. Από τον Δεκέμβριο του 2011, λόγω των άσχημων συνθηκών διαβίωσής τους στη χώρα μας, κράτη όπως η Γερμανία, η Βρετανία, η Σουηδία, η Νορβηγία και η Ισλανδία έχουν προχωρήσει στην αναστολή της συνθήκης.

Πίσω στον καταυλισμό, στο βαγόνι των Μαροκινών, ο 22χρονος Χασάν που περιμένει να χειρουργηθεί για πέτρα στη χολή δεν μπορεί να επιχειρήσει απόψε το ταξίδι της διαφυγής. Παίζει κουμκάν με έναν συμπατριώτη του, κατάλοιπο ίσως της γαλλικής αποικιοκρατίας. Κατεβάζει τα φύλλα του αργά, καθώς τα μάτια του είναι στυλωμένα στο βρώμικο παράθυρο, από όπου φαίνεται το πλοίο της δικής του ελπίδας. Μάλλον παρακαλά το επόμενο φύλλο που θα τραβήξει να είναι τυχερό, όχι για την παρτίδα, αλλά για τη ζωή του. Προς το παρόν παραμένει εγκλωβισμένος σε ένα κρύο βαγόνι. Το πλοίο σε λίγες ώρες σαλπάρει.

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 4 Μαρτίου 2012