Το «L»είναι η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Μπάμπη Μακρίδη και αρχίζει δείχνοντας έναν από τους πρωταγωνιστές να απολύεται από τη δουλειά του. Η επίσημη πρεμιέρα της έγινε εκτός Ελλάδας, στην παγωμένη Παρκ Σίτι στη Γιούτα των ΗΠΑ· προβλήθηκε στο πλαίσιο του μεγάλου Φεστιβάλ ανεξάρτητων ταινιών Σάντανς. Μετά τη νύχτα της 23ης Ιανουαρίου, όταν τελείωσε η προβολή, οι θεατές και οι κινηματογραφικοί παράγοντες που παραβρέθηκαν επέμεναν να ρωτούν τους συντελεστές αν πρόκειται για μια ταινία που σχολιάζει με κάποιον τρόπο την ελληνική κρίση. «Αν και η ταινία δεν έχει σχέση με την κρίση, πολλοί άνθρωποι έψαχναν έναν τρόπο να τα συνδέσουν» αναφέρει η παραγωγός του «L» Αμάντα Λιβανού. Χρειάστηκε να δοθούν ξανά αρνητικές απαντήσεις στις ίδιες απορίες λίγες ημέρες αργότερα, όταν η ταινία παρουσιάστηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ.

Αντιστοίχως, οι συντελεστές ακόμη περισσότερων ελληνικών ταινιών που ταξίδεψαν σε μεγάλα φεστιβάλ τα τελευταία τρία χρόνια είχαν απογοητεύσει τους διψασμένους για εξηγήσεις περί Ελλάδας σινεφίλ που συναντούσαν στα ταξίδια τους. Με εξαίρεση ίσως τη «Χώρα προέλευσης» που προβλήθηκε στο προπέρσινο Φεστιβάλ Βενετίας, οι έλληνες κινηματογραφιστές δεν έχουν καταπιαστεί ιδιαιτέρως με το θέμα της κρίσης. Αν κάποιος γυρεύει μια περισσότερο σαφή αντανάκλαση του ελληνικού δράματος στον κινηματογραφικό κόσμο, ίσως πρέπει να μάθει περισσότερα για τον τρόπο με τον οποίο γυρίζονται οι ταινίες στην Ελλάδα.

«Δεν θα πω ότι η είδηση (σ.σ.: της υποψηφιότητας του “Κυνόδοντα” για Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας το 2011) δείχνει ότι “γίνονται θαύματα”, διότι η επιτυχία του Γιώργου Λάνθιμου βασίζεται στη σκληρή δουλειά, στο ταλέντο και στις ανεξάντλητες δυνατότητές του» ανέφερε στη σχετική συγχαρητήρια ανακοίνωσή του ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλος Γερουλάνος 13 μήνες πριν. Πράγματι, ο «Κυνόδοντας», αφού κατέκτησε το βραβείο της κατηγορίας «Ενα κάποιο βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών το 2009, πυροδότησε μια αξιοσημείωτη μόδα, που εξελίχθηκε σε έκρηξη. Λίγο νωρίτερα, η «Στρέλλα» του Πάνου Χ. Κούτρα είχε αφήσει εμβρόντητο το κοινό στην Μπερλινάρε της ίδιας χρονιάς και έπειτα βρήκε διανομή στις γαλλικές αίθουσες. Τον Σεπτέμβριο του 2010 η Αριάν Λαμπέντ παρέλαβε το βραβείο α΄ γυναικείου ρόλου στο Λίντο της Βενετίας για το «Attenberg» της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη. Και οι δύο πιο πρόσφατες ταινίες του Φίλιππου Τσίτου («Ακαδημία Πλάτωνος», «Αδικος κόσμος») διέγραψαν μια θαυμάσια πορεία στα μικρότερα Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, του Λοκάρνο και του Σαν Σεμπαστιάν. Το «Wasted Youth» των Αργύρη Παπαδημητρόπουλου και Γιαν Φόγκελ ήταν η ταινία που άνοιξε το περυσινό Φεστιβάλ του Ρότερνταμ. Το «Man at Sea» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη προβλήθηκε πέρυσι στο Βερολίνο, ενώ εφέτος στο ίδιο φεστιβάλ έκαναν πρεμιέρα τα «Μετέωρα» του Σπύρου Σταθουλόπουλου. Οι «Αλπεις», η τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Λάνθιμου, κατέκτησαν το βραβείο σεναρίου στο πιο πρόσφατο Φεστιβάλ της Βενετίας.

«Μας έδειξε μια τελείως διαφορετική Ελλάδα» είπε ο σκηνοθέτης του «Pulp Fiction» Κουέντιν Ταραντίνο για το «Attenberg». Πράγματι, η απεικόνιση του «Attenberg» έχει λίγη σχέση με την καθημερινότητα στις ελληνικές πόλεις – η μοναχική ιστορία μιας ηρωίδας σε σύγχυση παραπέμπει περισσότερο στα πρότυπα του ανεξάρτητου παγκόσμιου σινεμά και λιγότερο σε εκείνα που επικρατούν στην Ελλάδα. Το ίδιο μοιάζει να συμβαίνει στις ταινίες του Λάνθιμου και στο «L». Τα υπόλοιπα φιλμ που επιλέγονται από τα διεθνή φεστιβάλ, παρ’ όλο που καταπιάνονται με περισσότερο «προσγειωμένη» στην ελληνική πραγματικότητα θεματική, σίγουρα δεν χρησιμοποιούν κοινή κινηματογραφική γλώσσα, αντίστοιχα παρόμοια με εκείνη που διέθετε το σινεμά του Νίκου Περράκη, του Νίκου Παναγιωτόπουλου και του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. «Οι περισσότεροι της γενιάς μου μάθαμε το σινεμά λίγο ανορθόδοξα» λέει ο 35χρονος σκηνοθέτης Αλέξης Αλεξίου. «Συνήθως είναι μια συγκεκριμένη σχολή κινηματογράφου που οι απόφοιτοί της δημιουργούν ένα ρεύμα. Σε μεγάλο βαθμό, το σινεμά των ανθρώπων της γενιάς μου στην Ελλάδα χαρακτηρίζεται κατά βάση από τη σινεφιλία των ίδιων».

Η πρώτη ελληνική πανεπιστημιακή κινηματογραφική σχολή, δηλαδή το Τμήμα Κινηματογράφου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ιδρύθηκε μόλις το 2004 και οι κινηματογραφιστές που είναι ενεργοί και διακρίνονται τα τελευταία χρόνια στα φεστιβάλ – προφανώς – δεν είναι απόφοιτοί του. Παρ’ όλα αυτά, η μεταξύ τους σχέση και οι κοινοί προβληματισμοί τους, που δεν έχουν να κάνουν με την αισθητική των ταινιών τους, παραπέμπουν σε μια άτυπη κοινότητα. Τα παραπάνω στοιχεία ήταν που οδήγησαν στην κίνηση «Κινηματογραφιστές στην ομίχλη» την άνοιξη του 2009. Περισσότερα από 500 μέλη προσχώρησαν στην κίνηση – από τον Τάσο Μπουλμέτη («Πολίτικη κουζίνα») ως τον Κώστα Γαβρά. Η «Ομίχλη» ζητούσε νέο κινηματογραφικό νόμο, που να προβλέπει επαναπροσδιορισμό της υπόστασης του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, φορολογικές απαλλαγές για όσους επενδύουν στο σινεμά και νέο ρόλο για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο νέος νόμος, που αργότερα υπερψηφίστηκε και πλέον ισχύει, προέβλεπε πράγματι νέα μορφή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, όπου ο γενικός διευθυντής είχε ενισχυμένες αρμοδιότητες καθώς και μια σειρά διευκολύνσεων για τους παραγωγούς ανεξάρτητων ταινιών, ενώ καταργούσε τον θεσμό των Κρατικών Βραβείων Κινηματογράφου. Λίγους μήνες νωρίτερα, είχε ψηφιστεί ο νέος φορολογικός νόμος που προέβλεπε φοροαπαλλαγές για όσους επενδύουν στην κινηματογραφική παραγωγή. Εν τω μεταξύ από τα σπλάχνα της «Ομίχλης» είχε ήδη ιδρυθεί η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, που θέσπισε νέα κινηματογραφικά βραβεία.

Αν και όλοι παραδέχονται πως πρόκειται για βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι όλα λειτουργούν ρολόι. Επί δύο χρόνια το Κέντρο Κινηματογράφου και η ΕΡΤ είχαν παγώσει κάθε υποβολή σεναρίου για χρηματοδότηση, ενώ μόλις τον Ιανουάριο το Κέντρο έδωσε κάποιες σχετικές προθεσμίες έπειτα από την εποχή του «παγετώνα». Ο Γιώργος Λάνθιμος, παραλαμβάνοντας το βραβείο σεναρίου στη Βενετία το περασμένο φθινόπωρο, υπογράμμισε το πόσο «δύσκολο είναι να κάνεις σινεμά στην Ελλάδα σήμερα».

Το σενάριο του «L» είχε εγκριθεί για χρηματοδότηση από το Κέντρο Κινηματογράφου πριν από τρία χρόνια. Ωστόσο, το συμβόλαιο δεν υπογράφηκε ποτέ, αφού επήλθαν η κρίση και το πάγωμα, με αποτέλεσμα το Κέντρο να μην μπορεί να εκταμιεύσει το συμφωνηθέν ποσό. Πρόκειται για μια art-house ταινία με χαμηλό προϋπολογισμό, όπως την εμπνεύστηκε ο Μπάμπης Μακρίδης, ένας σκηνοθέτης που επί 15 χρόνια απασχολείται ως σκηνοθέτης διαφημίσεων και ο Ευθύμης Φιλίππου («Κυνόδοντας», «Αλπεις») που συνυπογράφει το σενάριο. Τα χρήματα για την παραγωγή βρέθηκαν από τον σινεφίλ εφοπλιστή Χρήστο Κωνσταντακόπουλο, που χρηματοδότησε επίσης το «Attenberg», και από το κανάλι Nova.

H παραγωγός Αμάντα Λιβανού περιγράφει ακριβώς υπό ποιο καθεστώς άρχισαν τα γυρίσματα: «Κάποια στιγμή είπαμε: “Πάμε;”. Πήραμε μια βαθιά ανάσα, αναλάβαμε το ρίσκο και πήγαμε». Τα γυρίσματα διήρκεσαν 24 ημέρες τον περασμένο Μάρτιο, ενώ έγιναν κάποια συμπληρωματικά το καλοκαίρι. Το συνεργείο εργάστηκε με πολύ χαμηλές αμοιβές, λόγω της πολυετούς σχέσης με τον σκηνοθέτη, ενώ «κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων τούς είπαμε: “Αν έχετε ένα διαφημιστικό να κάνετε, πηγαίνετε για δύο ημέρες, μη χάσετε τα χρήματα επειδή σας πληρώνουμε πολύ λίγο, απλώς φέρτε έναν αντικαταστάτη». Τελικά, η παραγωγή της ταινίας έκανε το δικό της «κούρεμα» του χρέους. «Είπαμε στο Κέντρο ότι “εφόσον δεν έχουμε συμβόλαιο, ας κάνουμε μια νέα συμφωνία με λιγότερα χρήματα”. Μόλις πριν από λίγο καιρό πήραμε μια προκαταβολή».

Η «Ιστορία 52», το ψυχολογικό θρίλερ του Αλέξη Αλεξίου, έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Ρότερνταμ το 2008, έναν χρόνο πριν από την επιτυχία του «Κυνόδοντα» και χαρακτηρίστηκε ως «η καλύτερη ελληνική ταινία της χρονιάς» από το περιοδικό «Σινεμά». Το budget ήταν εξαιρετικά χαμηλό, κάποιοι μάλιστα δούλεψαν και αφιλοκερδώς, όπως είχαν άλλωστε κάνει προηγουμένως για τις ταινίες μικρού μήκους του. Εδώ και δύο χρόνια, ο Αλεξίου έχει καταθέσει το σενάριο της δεύτερης μεγάλου μήκους ταινίας που θέλει να κάνει στο Κέντρο Κινηματογράφου – πρόκειται για ένα αστυνομικό φιλμ. «Εχουμε βρει χρήματα από τη Γερμανία και από άλλους φορείς στο εξωτερικό, αλλά αυτή τη στιγμή η δομή των συμπαραγωγών στην Ευρώπη είναι τέτοια, που απαιτείται να έχεις εξασφαλίσει κάποια χρήματα από κρατικό φορέα στη χώρα σου» εξηγεί ο ίδιος.

O Γεράσιμος Ρήγας σκηνοθετεί ντοκυμαντέρ. Το πιο πρόσφατο έργο λέγεται «100» και θα παρουσιαστεί στο Φεστιβάλ Ντοκυμαντέρ της Θεσσαλονίκης, την άνοιξη. Ολοκληρώθηκε σε 40 γυρίσματα στην αίθουσα της Γενικής Αστυνομικής Διεύθυνσης Αττικής, στην αίθουσα που δέχεται τις κλήσεις των πολιτών. Γυρίστηκε στο πλαίσιο μιας σειράς της ΕΡΤ, η οποία δεν είναι σαφές αν και πότε θα προβληθεί. «Ηταν πολύ δύσκολο να γίνει το ντοκυμαντέρ. Χρειάζονται συνεχώς άδειες. Χρειαστήκαμε άδεια ακόμη και όταν είχαμε ολοκληρώσει την ταινία, προτού την προβάλουμε».

Αντίστοιχη περιπέτεια με τη γραφειοκρατία πέρασε και η νεαρή σκηνοθέτις Ελίνα Ψύκου. Η ταινία που προετοιμάζει, που έχει ως τίτλο εργασίας «Η αιώνια επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά», φαίνεται ότι θα είναι η πρώτη ελληνική ταινία στην οποία θα εφαρμοστεί η φορολογική ελάφρυνση του βασικού χρηματοδότη της. Τα γυρίσματα για το υπαρξιακό θρίλερ στο οποίο θα πρωταγωνιστούν ο Χρήστος Στέργιογλου και η Θεοδώρα Τζήμου θα ξεκινήσουν τον Μάρτιο. «Ολη η ταινία θα γίνει με λίγα δικά της χρήματα, οι συνεργάτες δεν θα πληρωθούν, αλλά θα κεφαλαιοποιήσουν τις αμοιβές τους και θα γίνουν κατά κάποιον τρόπο “μέτοχοι” στην παραγωγή της ταινίας» εξηγεί η ίδια.

Το πλάνο της περιλαμβάνει κάτι ακόμη πιο πρωτότυπο: το crowdfunding της παραγωγής μέσω μιας νέας ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Θα ονομάζεται Groopio και – στα πρότυπα των αμερικανικών Kickstarter και IndieGoGo – θα ζητεί από το κοινό να συνεισφέρει στη χρηματοδότηση καλλιτεχνικών ή άλλων πρότζεκτ προκειμένου να υλοποιηθούν.

Υπάρχουν πράγματι εναλλακτικοί τρόποι χρηματοδότησης εκτός του κρατικού προϋπολογισμού. Ωστόσο, όπως σημειώνει η Αμάντα Λιβανού, «είναι γεγονός πως οι ταινίες που κάνουν τον γύρο των φεστιβάλ ανά τον κόσμο είναι κατά βάση χρηματοδοτούμενες από το κράτος. Ακόμη και όταν προέρχονται από τη χρεοκοπημένη Αργεντινή, από το Ιράν ή από τη Ρουμανία».

«Το πρόβλημα, εκτός του ότι δεν υπάρχουν χρήματα, είναι ότι δεν υπάρχει κατανόηση του πλαισίου παραγωγής στον υπόλοιπο κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη» επισημαίνει ο Αλέξης Αλεξίου. «Δεν είναι αρκετά ευέλικτοι να δουν πώς μπορεί να βοηθήσουν κάποιους ανθρώπους χωρίς απαραίτητα να δώσουν χρήματα. Το να περιμένεις δύο χρόνια για μια απάντηση είναι εξουθενωτικό» καταλήγει.

Πολλοί, ανάμεσά τους και ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης, που έχει τοποθετηθεί δημόσια, συμφωνούν ότι σήμερα οι προτεραιότητες του κοινωνικού κράτους είναι διαφορετικές. Ωστόσο, υπάρχει πάντοτε και η διαφορετική θεώρηση των πραγμάτων. «Οπως οι “Κινηματογραφιστές στην ομίχλη” ζητούσαν μεταρρυθμίσεις το 2009, ολόκληρη η κοινωνία ζητούσε μεταρρυθμίσεις την ίδια περίοδο» παρατηρεί η Λιβανού. «Δεν είχαν να κάνουν μονάχα με τα χρήματα: το να έφτιαχνε το ΕΚΚ μια βάση δεδομένων ώστε να προχωρήσουν φοροελαφρύνσεις δεν είναι οικονομικό θέμα. Η κατάσταση είναι αναποτελεσματική και άδικη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 26 Φεβρουαρίου 2012