Η αντιμετώπιση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη φαίνεται να κινείται σε κύκλους που δεν έχουν ακόμη τέλος, γράφει στους «Financial Times Deutschland» ο σχολιαστής της εφημερίδαςΒόλφγκανγκ Μουνχάου.
Το ΔΝΤ υπολογίζει ότι ο συνδυασμός αναδιάρθρωσης, νέων κεφαλαίων προς την Ελλάδα και της πολιτικής λιτότητας θα σταθεροποιήσει το χρέος κάπου μεταξύ 120 και 160%, προσθέτει. Όταν όμως η ελληνική κρίση ξέσπασε, στα τέλη του 2009, το χρέος κυμαινόταν λίγο πάνω από το 100% και υπήρχε ο φόβος της εκτίναξής του στο 150%. Δύο χρόνια, μία αναδιάρθρωση, δύο πακέτα βοήθειας και αμέτρητες περικοπές μετά, το χρέος της Ελλάδας κινείται ακόμα στα ίδια περίπου μεγέθη. Το να κάνεις οικονομία και να μην βλέπεις αποτέλεσμα ονομάζεται «παγίδα χρέους».
Επιπλέον, ο δείκτης του χρέους είναι το πηλίκο των υποχρεώσεων προς το ΑΕΠ. Αν και τα δύο πέφτουν με τον ίδιο ρυθμό, δεν θα αλλάξει τίποτε στο τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, είναι πιθανόν να πληρώνει κανείς τα χρέη του, χωρίς όμως να πέφτει το ύψος του χρέους. Ακόμα και αν μετά το δεύτερο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα ακολουθήσει και ένα τρίτο, δεν θα αλλάξει σε τίποτα αυτήν την προβληματική κατάσταση. Κάποια στιγμή η Ελλάδα θα πρέπει να κάνει τη μεγάλη τομή χρέους. Τότε δεν θα γίνεται λόγος για συμμετοχή του ιδιωτικού, αλλά του δημοσίου τομέα.
Κατά την γνώμη του Μουνχάου, το ελληνικό χρέος θα πρέπει να συμπιεστεί στο 60-80% του ΑΕΠ, με αποτέλεσμα να πληγεί και η ΕΚΤ, οι Κεντρικές Τράπεζες, αλλά και τα κράτη που έχουν χορηγήσει δάνεια στην Ελλάδα. Για τη Γερμανία ο λογαριασμός αναμένεται να ανέλθει σε διψήφιο αριθμό δισεκατομμυρίων ευρώ.
Ενδεχομένως η Ελλάδα να θελήσει να φύγει από την Ευρωζώνη, όμως το πιο πιθανό είναι να κηρύξει στάση πληρωμών εντός αυτής. Ο βασικός λόγος είναι η απροθυμία της πολιτικής να αναλάβει κινδύνους. Γι’ αυτόν τον λόγο η Άνγκελα Μέρκελ προώθησε και το δεύτερο πακέτο βοήθειας προς την Ελλάδα: Ήθελε να αποφύγει τις συνέπειες μίας ασύντακτης χρεοκοπίας. Με το ίδιο σκεπτικό θα υπάρξει και τρίτο πακέτο βοήθειας.
Η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη συνδέεται με οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, τα οποία αλληλεπιδρούν. Σε μία ιδανική περίπτωση η αποχώρηση από την ευρωζώνη θα έπρεπε να ρυθμιστεί εκ των προτέρων. Αυτή όμως η διαδικασία θα διαρκούσε τέσσερις μήνες και θα ήταν τελείως εκτός πραγματικότητας. Το πρόβλημα είναι ότι η έξοδος από το κοινό νόμισμα δεν είναι δυνατόν να υπάρξει χωρίς ταυτόχρονη έξοδο από την ΕΕ. Η έλλειψη όμως διατάξεων που να ρυθμίζουν την έξοδο χώρας από την ευρωζώνη δεν ήταν αποτέλεσμα αμέλειας, αλλά πρόθεσης. Έτσι, η αποχώρηση της Ελλάδας από την Ευρωζώνη απομένει να γίνει μόνο με νομικά προβληματικές μεθόδους.
Η όλη υπόθεση περιπλέκεται στο επίπεδο του ιδιωτικού δικαίου και οι συνέπειες θα αγγίξουν όλες τις πιθανές συμβάσεις. Ανάλογα με το εφαρμοστέο δίκαιο της σύμβασης, οι πληρωμές θα πρέπει να γίνουν είτε σε ευρώ είτε στο νέο νόμισμα της Ελλάδας. Πολλές συμβάσεις θα λύονταν, ενώ πρόβλημα θα υπήρχε και με τις θυγατρικές επιχειρήσεις εταιριών που εδρεύουν στην Ελλάδα. Αν η Μέρκελ φοβάται τις συνέπειες μίας ασύντακτης χρεοκοπίας της Ελλάδας, σίγουρα δεν θα μείνει ασυγκίνητη μπροστά στις περιπλοκές που θα προκύψουν στην περίπτωση της ασύντακτης εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, θα πρέπει να θεωρηθεί δεδομένο ότι η πολιτική θα προτιμήσει τη χρεοκοπία της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης. Η Ελλάδα θα χρειαστεί να εφαρμόσει όλες τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις, ενώ οι ελληνικές τράπεζες θα λάβουν οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό. Παρά τις μεγάλες απώλειες, λοιπόν, τα κράτη της Ευρωζώνης θα πρέπει να χορηγήσουν και άλλα κεφάλαια στην Ελλάδα. Μόνο τότε, μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια Ευρώ αργότερα, θα μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι ένα κεφάλαιο της κρίσης θα έχει τελειώσει. Και τότε ακόμα θα απομένουν η Πορτογαλία, η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η ανάλυση της ηλεκτρονικής έκδοσης του Spiegel που έχει τίτλο «Εμπρός για την επόμενη αποτυχία!». «Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους δεν βάζει τέλος στην κρίση» αναφέρεται στο άρθρο.
Η μεγαλύτερη επιτυχία των προηγούμενων ημερών ήταν η πραγματοποίηση της αναδιάρθρωσης, η οποία συνεπάγεται την πρόκληση «πιστωτικού γεγονότος», χωρίς αυτό να ανησυχεί πλέον κανέναν. Για δύο χρόνια ακουγόταν ότι μία τέτοια εξέλιξη θα έπρεπε να αποφευχθεί, καθώς η ενεργοποίηση των CDS θα απειλούσε το τραπεζικό σύστημα με καταστροφή.
Ωστόσο, η κρίση δεν έχει δυστυχώς αντιμετωπιστεί οριστικά. Οι πολιτικοί της ευρωζώνης κατάφεραν μόνον να κερδίσουν λίγο χρόνο και τίποτα περισσότερο. Αυτόν τον χρόνο θα πρέπει να τον αξιοποιήσουν για να θωρακιστούν από την επόμενη φάση της κρίσης που απειλεί την Ευρώπη. Ήδη από τώρα είναι σαφές ότι, ακόμα και αν η Ελλάδα επιτύχει την μείωση του χρέους της στο 117% του ΑΕΠ, η χώρα οικονομικά δεν μπορεί να επιβιώσει.
Αυτό δεν οφείλεται στους ρυθμούς-ρεκόρ, με τους οποίους η ελληνική οικονομία συρρικνώνεται, αλλά στην έλλειψη σχεδίου που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστικότερη εντός της Ευρωζώνης και να συγκεντρώσει τις απαραίτητες επενδύσεις για την τόνωση της ελληνικής οικονομίας. Και όλα αυτά, χωρίς να γίνεται καν λόγος για την αναμόρφωση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
Ενδιαφέρον έχει και η κατακλείδα του άρθρου που μάλλον θα δυσαρεστήσει τον κ. Σαμαρά αφού προβλέπει πως από τις επερχόμενες εκλογές θα αναδειχθεί «μία αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία απορρίπτει την σκληρή και υπαγορευόμενη από τις Βρυξέλλες πολιτική λιτότητας».
«Η Ελλάδα μέσα στους επόμενους μήνες θα ανακοινώσει απογοητευτικά οικονομικά στοιχεία, προκαλώντας την έναρξη μίας διελκυστίνδας για μία νέα αναδιάρθρωση και ένα νέο πακέτο βοήθειας» αναφέρει το άρθρο. «Πιθανότατα η επόμενη φάση της κρίσης να ξεκινήσει νωρίτερα, στις 22 Απριλίου (σσ. τοSpiegel τοποθετεί την ημερομηνία των εκλογών μια βδομάδα μετά το Πάσχα!), οπότε θα διεξαχθούν στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές. Αυτές οι εκλογές θα αναδείξουν απ’ ό,τι φαίνεται μία αριστερή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία απορρίπτει την σκληρή και υπαγορευόμενη από τις Βρυξέλλες πολιτική λιτότητας».