Φανταστείτε ότι βρίσκεστε σε ένα µπαρ µαζί µε κάποιους καλούς φίλους. Μπήκατε µέσα και καθήσατε, αφού σας άρεσε το ντεκόρ και το τραγούδι που έπαιζε όταν ανοίξατε την πόρτα. Παραγγείλατε τα πρώτα ποτά, βρήκατε ένα καλό τραπέζι µε θέα σε όλον τον χώρο, κρεµάσατε τα παλτά σας στον καλόγερο και αρχίσατε την κουβέντα. Παραγγείλατε τα δεύτερα ποτά. Η ώρα είχε προχωρήσει, κάποιοι φίλοι και συνάδελφοι είχαν προστεθεί στην παρέα. Καληνυχτίσατε ευχαριστηµένος τους φίλους και δώσατε ραντεβού την επόµενη ηµέρα στο ίδιο µέρος. Τη δεύτερη ηµέρα, η παρέα είχε µεγαλώσει ακόµη περισσότερο, είχαν προστεθεί συµπαθείς συνάδελφοι και το κλίµα ήταν πιο θερµό. Πρώτο, δεύτερο, τρίτο ποτό. Βγάλατε τα κινητά σας και χαζέψατε φωτογραφίες των διακοπών – κάποιος δείχνει µια φωτογραφία του από τη ∆ονούσα, έκανε γυµνισµό, κάτι που σε όλους φάνηκε χαριτωµένο. Κάπως ζαλισµένοι, παραγγέλνετε το τέταρτο ποτό, οι µισοί τραγουδούν µέσα στην παραζάλη, ενώ οι υπόλοιποι έχουν βυθιστεί στο κουτσοµπολιό. Κάποιοι φλερτάρουν ανοιχτά – είναι κάτι που συµβαίνει σε όλους τους συνδυασµούς των φύλων. Κάποιοι κατέληξαν στο κρεβάτι εκείνη τη νύχτα, ενώ το ραντεβού ίσχυε και για την εποµένη. Ολα κύλησαν περίπου το ίδιο και πάνω στην ώρα του φλερτ, µε την ευφορία του ποτού σίγουρα παρούσα και µε το κουτσοµπολιό στο πιο πιπεράτο ζενίθ του, ανοίγει η πόρτα: Μπουκάρουν οι µητέρες σας, οι πατεράδες σας, οι θείοι σας, τα ανίψια σας, οι παλιοί συµµαθητές σας και οι πρώην σύντροφοί σας. Καταστροφή.
Για κάµποσους από εµάς τούτο ήταν το συναίσθηµα στο Facebook από ένα σηµείο και µετά. Ασφαλώς ο βασιλεύς των κοινωνικών δικτύων δεν ζηµιώθηκε διόλου από το µεγάλο «µπραφ» των ανθρώπων µε τους οποίους µπορεί κάποιος να µη θέλει να µοιραστεί λεπτοµέρειες από τη ζωή του. Ή, έστω, να µοιραστεί µόνο ένα χαζούτσικο status update. Οπως είναι επίσης σαφές ότι όλα τα παραπάνω είναι µια αφελής ιδεοληψία, καθώς όλα τα απαραίτητα τεχνικά χαρακτηριστικά που µπορούν να στείλουν ανεπιθύµητους στα λευκά κελιά της λίστας των φίλων σας είναι – ασφαλώς! – διαθέσιµα. Αλλά ο νοερός αντίλογος ρωτά: «Τι ντροπές; Τι παιδιάστικες συµπεριφορές είναι τούτες;». Αλήθεια, τι πειράζει να γνωρίζει η µαµάκα σας ότι τούτο τον καιρό απολαµβάνετε τον industrial ήχο των Einstόrzende Neubauten; Σάµπως η πρώην σας δεν σας έχει δει µε το µαγιό ή µήπως δεν άκουσε ότι έχετε νέα σχέση; Ο θείος σας δεν θα πρέπει να µάθει ότι ξεκοκαλίζετε άρθρα υπέρ της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ, προτού σκοτωθείτε για αυτόν τον λόγο στο γιορτινό τραπέζι; Τι στο καλό, τόσο πολύ θα πρέπει να σας µπλοκάρει η εκποµπή προσωπικής πληροφορίας στον διαδικτυακό αέρα; Βροχή τα ερωτήµατα.
Κάποιος µπορεί να απέχει από την κοινωνική δικτύωση όταν η τελευταία τον κάνει να αισθάνεται ντροπαλός, δεν χάνει και πολλά πράγµατα, στ’ αλήθεια. Κάποιος µπορεί να το δει σαν άσκηση θάρρους και να γίνει ακόµη περισσότερο ανοιχτός. Η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν µπορεί να κρύψει την αµηχανία. Ακόµη και στην ψηφιακή εποχή, παραµένει κι αυτή σαν τον έρωτα και τον βήχα.