Μία από τις βασικές προκλήσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα είναι η εξυγίανση των ισολογισμών μέσω της ακριβέστερης απεικόνισης των περιουσιακών τους στοιχείων και της ενίσχυσης των ιδίων κεφαλαίων τους. Η διαδικασία αυτή θα έχει σημαντικές επιπτώσεις για τους μετόχους των τραπεζών. Με δεδομένα ότι α) η κεφαλαιακές ανάγκες θα είναι σημαντικές (η τελευταία εκτίμηση της Τρόικας αναφέρει έως 50 δισ. ευρώ) και β) θα πρέπει αυτές να καλυφθούν (μέχρι τέλος Σεπτεμβρίου), η κρατική στήριξη μέσω του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα καταστεί για την πλειονότητα των τραπεζών επιβεβλημένη. Ωστόσο οι ακριβείς όροι που θα παρασχεθεί αυτή η στήριξη παραμένουν σε σημαντικό βαθμό ασαφείς ακόμη και μετά την πρόσφατη τροπολογία που κατατέθηκε στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Αυτό που είναι σαφές όμως είναι ότι η Τρόικα επιθυμεί να ελαχιστοποιήσει την ανάμειξη του Δημοσίου στον τραπεζικό κλάδο, καθιστώντας τη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης πιο φιλική προς τους ιδιώτες μετόχους.
Η φιλικότερη προς τους μετόχους προσέγγιση έχει δύο βασικά χαρακτηριστικά. Πρώτον, εφόσον καλυφθεί ένα ελάχιστο ποσοστό της αύξησης κεφαλαίου (το οποίο αναμένεται να διευκρινιστεί με υπουργική απόφαση αλλά σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι μικρότερο από 10% των απαιτούμενων κεφαλαίων) από υπάρχοντες ή νέους μετόχους, το ΤΧΣ δεν θα έχει ενεργό ανάμειξη στην καθημερινή διαχείριση των τραπεζών παρά μόνο σε θέματα στρατηγικού χαρακτήρα. Δεύτερον, δίνει τη δυνατότητα στους μετόχους που θα συμμετάσχουν στις αυξήσεις κεφαλαίου να αγοράσουν σε προνομιακή τιμή επιπλέον μετοχές από το ΤΧΣ.
Σύμφωνα με την τροπολογία, το Ταμείο θα εκδίδει «τίτλους παραστατικούς δικαιωμάτων κτήσης μετοχών» (warrants) για τις κοινές μετοχές που θα περιέλθουν στην κατοχή του ως αποτέλεσμα της επανακεφαλαιοποίησης. Οι τίτλοι αυτοί θα δοθούν στους μετόχους που θα συμμετάσχουν στις επερχόμενες αυξήσεις κεφαλαίου και δίνουν δικαίωμα αγοράς επιπλέον μετοχών σε προκαθορισμένη τιμή και σε αναλογία με τη συμμετοχή κάθε μετόχου στην αύξηση κεφαλαίου. Παρ’ ότι δεν έχει ακόμη διευκρινισθεί ο τρόπος χειρισμού των τίτλων αυτών, η συνήθης πρακτική είναι οι τίτλοι αυτοί να είναι διαχωρισμένοι από τις υποκείμενες μετοχές και διαπραγματεύσιμοι σε οργανωμένες αγορές. Η αξία των τίτλων αυτών καθορίζεται από τη διαφορά μεταξύ της προκαθορισμένης τιμής αγοράς των μετοχών και της διαμορφούμενης στην αγορά τιμής.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι σε ένα θετικό μακροοικονομικό σενάριο το οποίο θα απεικονίζεται και σε υψηλότερες αξίες στον τραπεζικό κλάδο οι μέτοχοι που θα συμβάλουν στις επικείμενες αυξήσεις κεφαλαίου θα έχουν και επιπλέον εν δυνάμει κέρδος από τη αξία των τίτλων αυτών. Στην αντίθετη περίπτωση ενός αρνητικού μακροοικονομικού σεναρίου με τιμές χαμηλότερες ή παρόμοιες με αυτές που θα γίνουν οι αυξήσεις κεφαλαίου, οι τίτλοι αυτοί θα έχουν μηδενική αξία και οι όποιες απώλειες θα περιορίζονται στο ποσοστό συνεισφοράς στην αύξηση κεφαλαίου. Κατά συνέπεια με τον τρόπο αυτόν παρέχεται ένα σημαντικό κίνητρο για τη συμμετοχή ιδιωτών μετόχων στην επανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού κλάδου αφού οι τίτλοι αυτοί βελτιώνουν σημαντικά τη σχέση ρίσκου/απόδοσης για τους μετόχους.

Ο κ. Παναγιώτης Κλάδης είναι αναλυτής της Εθνικής Χρηματιστηριακής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ