Μου αρέσει να περνάω από τη Στοά της Οπερας. Αυτός ο συνδυασμός καταστημάτων όπου πωλούνται είδη που αφορούν τον πνευματικό άνθρωπο: δίσκοι κλασικής μουσικής, βιβλία, γραμματόσημα, πένες και είδη καπνιστού, φωτογραφικά είδη, με επίκεντρο τις κλασικές αίθουσες του cine Οπερα, ήταν πάντα πολύ γοητευτικός. Σήμερα η Στοά αποπνέει μια θλίψη καθώς πολλά από αυτά τα καταστήματα έκλεισαν, όπως η Λέσχη του Δίσκου, σημείο συνάντησης για χρόνια των φίλων της καλής μουσικής. Χαζεύω συχνά και το βιβλιοπωλείο «Ορίζοντες», τις βιτρίνες του με παλιά βιβλία σε καλές τιμές. Πριν από μερικές ημέρες μπήκα αναζητώντας ένα «εξαφανισμένο» βιβλίο και έπιασα συζήτηση με την ιδιοκτήτρια Ντίντα Γαζώνη.

Μου ανέφερε ότι διαθέτει μια βιβλιογραφική βάση δεδομένων 150.000 καταχωρημένων ελληνικών βιβλίων. Την είχε ξεκινήσει το 1987 μαζί με τον σύζυγό της Αρη και είναι πλήρως ενημερωμένη, αφού περιλαμβάνει και λεπτομέρειες, όπως αν ένα βιβλίο έχει λαδιές ή είναι τσαλακωμένο. Ξαφνιάστηκα. Και πού είναι αυτή; ρώτησα. Μου εξήγησε ότι βρίσκεται στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές της και ότι κατά καιρούς ενδιαφέρθηκαν διάφοροι φορείς (όπως το Εθνικό Ιδρυμα Ερευνών) αλλά ζητούσαν να τους διατεθεί δωρεάν. Κάποιες παλαιότερες συζητήσεις με το ΕΚΕΒΙ δεν καρποφόρησαν. Τελικά αποφάσισε να τη διαθέσει στο Διαδίκτυο, στο «Ορίζοντες Books». Θα μου πείτε, γιατί μια ιδιωτική πρωτοβουλία σαν αυτή δεν βρίσκει απήχηση, δεν συναντά την κρατική βοήθεια; Γιατί αυτή η προσπάθεια δεν συνδυάστηκε από την αρχή της με άλλες ανάλογες (ΒΙΒΛΙΟΝΕΤ, περίπου 165.000 τίτλοι). Μάλλον επειδή ιδιωτικοί και δημόσιοι φορείς έχουν χάσει προ πολλού την ικανότητα να συνομιλούν. Και για να συνομιλήσουν πρέπει απαραιτήτως να υπάρχει ένα χρηματοοικονομικό πρόγραμμα ως κίνητρο.

Σκέφτομαι πόσο μας λείπουν τα στατιστικά στοιχεία στους τομείς του πολιτισμού. Στις χώρες του ανεπτυγμένου δυτικού κόσμου τα στατιστικά στοιχεία χρησιμεύουν για τη χάραξη τακτικής και στρατηγικής. Εμείς δεν γνωρίζουμε πόσα βιβλία πωλούνται και ποια, ποιοι τα αγοράζουν και κάθε πότε. Επίσης δεν γνωρίζουμε τα αντίστοιχα για δίσκους, πόσοι θεατές επισκέπτονται θέατρα και κινηματογράφους, πόσοι παίρνουν μέρος σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Με εξαίρεση τον αριθμό επισκεπτών των ελληνικών κρατικών μουσείων, που δίνει η Στατιστική Υπηρεσία, ό,τι άλλο υπάρχει είναι στη βάση δειγματοληπτικών και συνήθως αποσπασματικών ερευνών. Αντίθετα, στο Λονδίνο για παράδειγμα, ξέρουν πόσα βιβλία και τι είδους πωλούνται κάθε ημέρα, κάθε ώρα ή σε μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο, π.χ. όταν παίζει η εθνική τους ομάδα. Με βάση αυτά τα στοιχεία διαμορφώνουν οι βιβλιοπώλες, οι βιβλιοθήκες και οι εκδότες τη στρατηγική τους. Το υπουργείο Πολιτισμού θεωρεί τα στατιστικά άχρηστα, αφού ποτέ, αν θυμάμαι καλά, δεν έχει ανακοινώσει έστω και ως σχέδιο μια τέτοια προσπάθεια.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ