Αναζητήσαμε ποτέ ποιες πτυχές της ζωής μας να δαγκάσουμε; Γιατί η λεία των εχθρών μας παραμένει άδεια; Αναρωτηθήκαμε ποτέ ποιες ρωγμές της αλήθειας να ισιώσουμε; Συλλογιστήκαμε με λάθος τρόπο το λάθος των ανθρώπων. Είμαστε ή δεν είμαστε ζωές μιας αδύνατης υπεράσπισης του εαυτού μας; Σε ποιο ταξίδι του γυρισμού τους ασφαλίσαμε το χρόνο; Πονέσαμε αβάσταχτα την ψυχή και το σώμα μας για να πλάσουμε τον κόσμο από την αρχή;
Χαθήκαμε μπροστά τους σε μια κατιούσα πορεία ανεγκέφαλης συστολής φεύγοντας αδιάκριτα από το τέλμα της αθωότητάς τους. Στήσαμε χαρτόνια στους κύβους των οχυρών τους και σηκώσαμε το θάνατο από τις αναπνοές του ανήμπορο να παλέψει με τη ζωή. Μέσα σε ένα άλλο κάβο αλήθειας και ψέματος παραπέσαμε αδιόριστα μονάχοι.
Ποθήσαμε ποτέ κάτι άλλο διαφορετικό από το συνηθισμένο; Αναρωτηθήκαμε πως είναι ο ήλιος χωρίς δόντια; Μήπως γεννηθήκαμε άξιοι συνεχιστές της τρίλιζας των υπανθρώπων της γης; Φωτίσαμε τη συνείδηση μας με οίκτο; Πεθάναμε ποτέ χωρίς παράδεισο στον κόσμο; Στη ακολουθία του επιταφίου γνωρίσαμε ποτέ τους εαυτούς μας; Ποιος αέρας συνειδήσεως μας έντυσε ανθρώπους; Ο νόθος εαυτός μας μας καρφώνει συνέχεια στον τοίχο και εμείς παραπατάμε στο ζυγό της ανελευθερίας και στις κλωστές της αναληθείας του.
Προχωράμε μόνοι χωρίς κανένα σημείο επαφής με τους άλλους. Σε εκείνους που δεν υπάρχει κανένα κακό, υπάρχει μέσα μας το κακό και το διαιωνίζουμε. Μας μιλάει ο Θεός και εμείς ζυγιάζουμε το σκοτάδι.
Πότε θα γίνουμε άνθρωποι βαθιά στις πληγές μας; Πότε θα χαθούμε από τα ένστικτα και τα πάθη μας; Πότε θα αλλοτριώσουμε το ψέμα ώσπου να πεθάνει;
Μικροί ή μεγάλοι υπάρχουμε μέσα μας αντίρροποι μαχητές της αλήθειας. Και ένας Θεός ξέρει μέχρι πότε! Μέχρι να φωτίσουν τα αίματα την ελευθερία τους στην αστροφεγγιά. Μέχρι τότε οι φωνές των ανθρώπων θα βγουν ζωντανές και θα πλαγιάζουν χέρι με χέρι στη γαία γη του βορρά και της τέχνης. Χτυπώντας το νερό τη θάλασσα και τον ήλιο τα μελτέμια της ζωής τους δεν θα στενάζουν πουθενά και δεν θα καίγονται από κανένα άλγος.
Μεγαλώνουνε στο σκούντημα της ψυχής και του έρωτα. Το φως τους σαν ερώτημα στην πλωτή φυγή του παραδείσου μιλάει και τρέχει σπρώχνοντας το χρόνο στο πετσί τους. Κι ο άνθρωπος τρυπώνει με τη φλόγα του στο σταυρό του Χριστού με το ούρλιασμα της μαχαιριάς του αγαλλιάζει την αίγλη της θαρρεμένης του ελπίδας.
Και η ζωή αναρωτιέται τι έχασε και τι κέρδισε από τον κόσμο αυτόν εδώ που μοιάζει με το μοιρολόι της χώρας των φτωχών ειλώτων που κείτονται μέσα στο στόμιο της ψυχής τους. Χτυπάει και σαστίζει τους αγγέλους με τα χέρια. Κι ακούει μόνον ο Θεός. Μόνον ο μεγάλος Θεός αρπάζει με το φλάουτο του την μορφή τους.
Κι η ζωή μεταφέρετε στον ουρανό. Κι άνθρωπος συντρίβεται στα σιωπητήρια του πόνου και της πάλης. Μέσα σε μια κραυγή της αξίας του ζυγιάζει την αφίλητη δύναμη του. Στην άκρη της ψυχής του βραδιάζει και ξημερώνει την αλήθεια του μονάχος. Ραντισμένος ψεύδη αφροντισιάς επανέρχεται στο μετασχηματισμό του. Παλεύει και κυριεύει την έννοια του προπορευόμενος την ελπίδα.
Κι εμείς με τη Φωνή της συνειδήσεως ξεπληρώνουμε με λέξεις τη σιωπή της απαράμιλλης αλήθειας επανδρώνοντας το ζήλο της μάχης και σαγηνεύοντας τις βουβές φωνές της αλήθειας στο αποτράβηγμα του κόσμου το απαρένθετο όνειρα και αθάνατη ευαισθησία…
Η κυρία Ράνια γάτου είναι ποιήτρια