Το σωτήριον έτος 1998 ανατέλλει η εποχή που γεννιέται η νύχτα του Ψυρρή, η εποχή που εφευρέθηκαν τα σταυρωτά, πεταχτά φιλάκια στον αέρα, η εποχή που ο «κοσμικός» και το «μοντέλο» γίνονται η απαντοχή ενός ολόκληρου έθνους, η εποχή που εφευρέθηκε η Νατάσα Λιακουνάκου και ο Καρούζος, η εποχή που η Prada ορθοπόδησε για να δώσει ένα νέο νόημα στις μέρες της ξαφνικής αφθονίας.

Η προφητική «Βιτρίνα» που ανέδειξε σε σταρ τον Χρύσανθο Καραμολέγκο αναδεικνύει το εστιατόριο σε status symbol -πες μου πού τρως να σου πω ποιός είσαι, πες μου σε ποιο τραπέζι κάθισες να σου πω πόσο ευκλεής είσαι. Από κοντά το Kiku, το Mezzo-Mezzo, το Mamaca’s, το 48, το Αριστερά-Δεξιά. Η era ρόκα-ντοματίνι χρωματίζει μια Ελλάδα – μοναδικό δείγμα ευρωπαϊκής κομμουνιστικής κοινωνίας, όπου ο πλοιοκτήτης πίνει το βράδυ σφηνάκια πλάτη με πλάτη με την πωλήτρια του Κολωνακίου, οι γόνοι Βαρδινογιάννη με τον υδραυλικό μου και η κυρία Νταϊφά με τον κομμωτή της.

Το εστιατόριο γίνεται πίστα, πασαρέλα, γραφείο της κοσμικογράφου, κλωτσοπατινάδα και φιλοδώρημα για ένα τραπέζι. Το φαγητό περνά σε δεύτερη μοίρα. Αρκεί να λέγεται fusion ή κάτι το ακαταλαβίστικο τέλος πάντων. Οι πρωτοσελιδάτοι πληρώνουν το sashimi φόρο στη δημόσια εικόνα τους, στο σπίτι ευδαιμονίζονται με ελιές και παξιμάδι από το χωριό, την ώρα που κοιμούνταν οι φιλιππινέζοι και με τις κουρτίνες κλειστές για τον φόβο του αδιάκριτου παπαράτσι.

Η γεύση απεκδύθηκε τον πρωτογενή της ρόλο, το «σωστό» και το «in» αντικατέστησαν το «νόστιμο», την εποχή που έπρεπε να ζεις ως υποδείκνυαν οι λίστες με τις επιταγές του πολιτικώς ορθού bon vivant των εντύπων.

Δεκατρία χρόνια (της γρουσουζιάς;) κύλησαν έκτοτε στο αυλάκι της καλής ζωής. Με τον Λάκη στη φυλακή, τα περιοδικά του Μεγάλου Πέτρου σε βαθύ κώμα και το δάκρυ ακόμα νωπό από την κηδεία του λάιφ-στάιλ, το εστιατόριο ξαναβρίσκει την έννοια που του αποδίδει ο λεξικογράφος.

{{{ moto }}}

Το φαγητό ξαναβρίσκει το νόημά του, ο προβολέας περνά από τον πελάτη στο πιάτο. Το αξίωμα που μας θέλει να βγαίνουμε έξω για να βιώσουμε μια παρένθεση ιδιωτικής -αυστηρά – χαράς τρώγοντας κάτι που να αξίζει στον ουρανίσκο και στην τσέπη μας, μαγειρεύει μια φρέσκια γενιά άξιων σεφ, που δημιουργούν από καρδιάς κι όχι παπαγαλίζοντας πρόχειρα μαγειρικά λήμματα ξένων γλωσσών.

Η νέα ελληνική κουζίνα στο πιάτο, περιμένει ζεστή και αχνιστή όποιον νοιάζεται να ευφρανθεί και όχι να «δειχτεί». Ο μάγειρας δημιουργεί πια για να εκφραστεί και να επικοινωνήσει το όραμα της γεύσης του κι όχι για να ικανοποιήσει το αίσθημα της «εικόνας» και του επιχειρηματία.

Στο τρίγωνο του Νέου Ψυχικού, από το Gaspar μέχρι το Street, οι κυρίες σε σκουντάνε ακόμη με τις υπερμεγέθεις Βουιτόν τους πίνοντας σαμπάνια μετά το πιλάτες στο διπλανό στούντιο, ωστόσο, η τελευταία νησίδα της όποιας ευμάρειας περιορίζεται στα χωρικά ύδατα που χωρούν μόνο τα δικά της τζιπ, αποκλείοντας γραμματείς, πωλήτριες και λοιπούς της γενιάς των 400 ευρώ. Και μπορεί αυτό να φαντάζει λιγότερο δημοκρατικό, ωστόσο ο διαχωρισμός των τάξεων συνάδει και με μια λογική, μια συνέπεια, τον κάθε κατεργάρη στο δικό του πάγκο, αφού ακόμη δεν καταφέραμε την ευδαιμονία της αταξικής κοινωνίας.

Αφετέρου, καθώς το εστιατόριο ντεμακιγιάρεται από το γκλίτερ του κοινωνικού στάτους, όλοι νοιώθουμε ελεύθεροι να χορτάσουμε την πείνα μας όπου τραβά η όρεξή μας. Ο εύπορος δεν χρειάζεται να περάσει στο σιωπηλό ντούκου του «κύκλου» του το γεγονός πως κατευχαριστήθηκε ένα παϊδάκι στα Βλάχικα κι εμείς οι δημοσιογράφοι μπορούμε να σας επικοινωνήσουμε ανενδοίαστα το κεφτεδάκι του όποιου ταβερνείου είχε περάσει στα αζήτητα της βιτρίνας της φούσκας. Γιατί η γεύση μαγειρεύεται από όλους για να ανήκει σε όλους.