Στην είσοδο του κινηματογράφου Αστυ στην πλατεία Κοραή, η αναρτημένη αφίσα ευχαριστεί τους φίλους του υπόγειου κινηματογράφου για τη θερμή συμπαράστασή τους. Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει από την επεισοδιακή (στην κυριολεξία) νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου. Οι αδελφοί Στεργιάκη, που διαχειρίζονται το σινεμά, δέχθηκαν επίθεση το βράδυ των επεισοδίων και εκβιάστηκαν να δώσουν χρήματα για να μην τους κάψουν τον κινηματογράφο. Ενόσω ο Δημήτρης Στεργιάκης βρισκόταν στην είσοδο με τον επίδοξο εμπρηστή, δύο άλλοι νεαροί μπήκαν από την πίσω πόρτα και αφού έσπασαν τη γυάλινη πόρτα του γραφείου ήταν έτοιμοι να κάνουν πλιάτσικο και να κάψουν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Τύποι οι οποίοι, σύμφωνα με τον Δημήτρη Στεργιάκη, δεν είναι φορείς κάποιας ιδεολογίας, αλλά από αυτούς που «δεν έχουν να πληρώσουν το εισιτήριο για να συμμετέχουν στη βία του γηπέδου, οπότε βγάζουν τζάμπα εισιτήριο για τη βία του δρόμου».

Τα χειρότερα τα γλίτωσαν, ο κόσμος εκδήλωσε το γνήσιο ενδιαφέρον και τη συμπαράστασή του. Οπως βεβαίως και στους ιδιοκτήτες των αιθουσών Αττικόν και Απόλλων, τους Γιώργο και Παναγιώτη Τσακαλάκη της εταιρείας Cinemax, οι οποίοι εκτός από το πλήγμα του κατεστραμμένου κτιρίου της Σταδίου (αλλά ευτυχώς όχι και των αιθουσών) είχαν να αντιμετωπίσουν και τον σοβαρό τραυματισμό του ενός εκ των δύο (του Γιώργου) στο χέρι, στην προσπάθειά του να περισώσει ό,τι μπορούσε. «Το σοκ από αυτό που μας συνέβη ήταν τεράστιο» σχολιάζει η Γιούλη Τσακαλάκη, υπεύθυνη του κινηματογράφου Αττικόν. «Η υποστήριξη του κόσμου, όμως, ήταν τόσο θερμή, που μας δίνει δύναμη να ξαναφτιάξουμε ό,τι καταστράφηκε».

Ωστόσο, παρ’ όλη την αγάπη και τις καλές προθέσεις, όλοι γνωρίζουμε ότι οι κινηματογράφοι του κέντρου έχουν γνωρίσει πολύ καλύτερες ημέρες. Για τους κατοίκους των προαστίων η βόλτα στα σινεμά του κέντρου ήταν κάτι σαν ιεροτελεστία. Οχι μόνο για να δει κανείς τις ταινίες πρώτης προβολής, κίνητρο που κάποια στιγμή, ούτως ή άλλως, εξέλιπε, όταν για να αντιμετωπιστεί η πειρατεία οι ταινίες άρχισαν να βγαίνουν ταυτόχρονα σε όλους τους κινηματογράφους, κέντρου και προαστίων. Μεγάλο ρόλο έπαιζαν ανέκαθεν και οι ίδιες οι αίθουσες και η ιδιαίτερη αίγλη της καθεμιάς, σε άμεση συνάρτηση με τα υπέροχα κτίρια στα οποία στεγάζονται οι περισσότεροι από αυτούς τους κινηματογράφους. Κτίρια χτισμένα σε σχέδια του Ερνέστου Τσίλερ, υπόγειοι χώροι που γειτνιάζουν με τα κρατητήρια της Κομαντατούρ κατά τη διάρκεια της Κατοχής. To κυριότερο; Οι εμπειρίες μιας ζωής που έχουν εκτυλιχθεί μέσα στις σκοτεινές αίθουσές τους. Στον εξώστη του Ελλη, στη σινεφίλ ατμόσφαιρα που συνθέτουν οι ξεθωριασμένες γιγαντοαφίσες στο υπόγειο του Αστυ, στη μακρόστενη αίθουσα του Οπερα, κάτω από τις τοιχογραφίες του Αγγελου Αντωνόπουλου, στους τοίχους της αίθουσας του Ιντεάλ ή στον μεγαλοπρεπή τρούλο και στα ανάγλυφα ταβάνια του Αττικόν.

Οι ιδιοκτήτες τους σήμερα, μουδιασμένοι από τα γεγονότα που θα μπορούσαν να είχαν συμβεί στη δική τους πόρτα και από αυτά που παρά τρίχα γλίτωσαν – δίπλα από το Ελλη έσπασαν και λεηλάτησαν καταστήματα, το Αστορ, εντός της στοάς Κοραή, βρέθηκε ανάμεσα σε καταστήματα που πυρπολήθηκαν –, λένε ότι οι κινηματογράφοι του κέντρου πνέουν τα λοίσθια, χτυπημένοι όχι μόνο από την καταστροφική μανία των εκάστοτε κουκουλοφόρων ή από τις αλλεπάλληλες πορείες. Ο Λεωνίδας Μουστάκας, ιδιοκτήτης του κινηματογράφου Ελλη, γνωρίζει από πρώτο χέρι όλη την πορεία του κινηματογράφου, από το 1952, οπότε και λειτουργεί. «Είναι η χειρότερη περίοδος που έχω βιώσει. Δεν υπάρχει κόσμος που να κυκλοφορεί άνετα στο κέντρο. Το ποιοτικό, το καλλιτεχνικό έργο έκανε πάντα εισιτήρια. Αυτό πλέον ισχύει μόνο για τις πρώτες προβολές και όχι για τη βραδινή. Η βραδινή προβολή είναι νεκρή. Τα νέα παιδιά δεν μπαίνουν στο σινεμά, επειδή δεν έχουν χρήματα. Είναι θλιβερή εικόνα». Ούτε και η μείωση του εισιτηρίου, στα 5 ευρώ Δευτέρα με Τετάρτη και στα 6 ευρώ Πέμπτη με Παρασκευή, απέδωσε τα προσδοκώμενα: «Μηδαμινά πράγματα. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, ο κινηματογράφος θα σταματήσει να λειτουργεί. Είναι έκδηλη η απαξίωση του κέντρου και η πτώση των κινηματογράφων του».

Την ίδια ακριβώς φράση, «απαξίωση του κέντρου», χρησιμοποίησαν και εκπρόσωποι της Odeon για να περιγράψουν την κατάσταση που έχει επηρεάσει την κίνηση στους κινηματογράφους Οπερα 1, 2 και Εμπασσυ, μολονότι αυτός ο τελευταίος κινηματογράφος έχει το δικό του, διαφορετικό κοινό και, το βασικότερο, δεν βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα κάθε φορά που γίνονται πορείες και επεισόδια. Ο Γιώργος Σπέντζος του Ιντεάλ χρησιμοποιεί τη λέξη «υποβάθμιση». Ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος για την «ατυχία του συναδέλφου», δεδομένου ότι και ο δικός του κινηματογράφος είχε καεί, αν και όχι από επεισόδια, το 1989. Στην «πιάτσα», από το 1976, μαζί με τα αδέλφια του, Αλέξανδρο και Σπύρο, από τότε δηλαδή που πέθανε ο πατέρας του Χρήστος, της γνωστής εταιρείας παραγωγής με σήμα τον αετό, ο οποίος λειτουργούσε τον κινηματογράφο από το ’55, έχει έρθει αντιμέτωπος με όλα τα εμπόδια που βρέθηκαν στον δρόμο του κεντρικού κινηματογράφου – και όχι μόνο: «Η τηλεόραση, το βίντεο με τις δεκάδες ελληνικές ταινίες που γυρίζονταν τη δεκαετία του ’80… Ολοι είχαν πιστέψει τότε ότι είχε έρθει το τέλος των σινεμά. Ξεπεράστηκε, όμως, και αυτό. Μετά ήρθαν τα Cineplex, τα οποία απορρόφησαν τεράστιο αριθμό θεατών. Εμείς, όμως, προσφέρουμε αποκλειστικά και μόνο θέαμα. Οποιος έρχεται σε εμάς έρχεται να δει ταινία. Δεν έρχεται να αγοράσει ζώνη, εσώρουχα, κάλτσες και να πάει και σινεμά».

Οι αίθουσες του κέντρου δίνουν έμφαση στην ποιότητα ή «μοιράζονται μια πίτα που είναι ήδη μικρή και απευθύνεται σε ένα περιορισμένο κοινό», όπως λέει ο Δημήτρης Στεργιάκης. Περιορισμένο ή μη, υπάρχει κοινό που στηρίζει τους αιθουσάρχες που προβάλλουν «ταινίες που παίζονται σε λίγα σινεμά και έχουν ποιοτικό προφίλ», αλλά και που φιλοξενούν φεστιβάλ όπως τις «Νύχτες Πρεμιέρας», βασικό σπίτι των οποίων είναι τα Αττικόν και Απόλλων που επλήγησαν, αλλά και ο Δαναός, ευτυχώς σε απόσταση ασφαλείας από τα βίαια τεκταινόμενα του κέντρου. Η παγκόσμια μάστιγα της εποχής, το downloading, παραδόξως δεν χαρακτηρίζεται ως απειλή, τουλάχιστον όχι ως η πρώτη στη λίστα των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι αιθουσάρχες του κέντρου. «Ο κόσμος “κατεβάζει” τις χολιγουντιανές ταινίες, όχι το “Μέλι” του Σεμίχ Καπλάνογλου ή τον “Αντρέι Ρουμπλιόφ” του Ταρκόφσκι» σχολιάζει ο Δημήτρης Στεργιάκης, ο οποίος διαχειρίζεται το σινεμά Αστυ από το 2004, μαζί με τον αδελφό του Γιώργο. Ο Στεργιάκης, ο οποίος με όλα όσα τού συνέβησαν μοιάζει να είναι ο πιο αισιόδοξος για το παρόν, αλλά και για το μέλλον των αιθουσών του κέντρου: «Ναι, υπάρχει κάμψη, αλλά θα έλεγα ότι είναι της τάξεως του 20%. Ο κόσμος χρωστάει στις κάρτες ή δεν έχει να φάει, γιατί να έρθει σινεμά; Αν παίζεις όμως μια καλή ταινία, θα έρθει να τη δει. Επίσης, αν έχεις μια ισχυρή ταυτότητα ως σινεμά, το κοινό θα σε ακολουθήσει». Ακόμη, αρνείται να χρησιμοποιήσει λέξεις όπως «απαξίωση», «υποβάθμιση» κτλ. «Περίπου 200 άτομα κατέβηκαν να δουν την ταινία χθες, Σάββατο. Σε ποσοστό 75% ήταν γυναίκες, ηλικίας 45-67 ετών… Εχουμε ένα φοβερό πλεονέκτημα: είναι δίπλα μας το μετρό. Βέβαια, αν βομβαρδίζει ο άλλος έξω όπως στη Βαγδάτη, ο κόσμος δεν θα βγει έξω, αλλά θα καθήσει σπίτι του». Και τι γίνεται όσον αφορά την τιμή του εισιτηρίου, το θέμα για το οποίο παραπονιούνται άπαντες οι κινηματογραφόφιλοι, ανεξαρτήτως του τι κλίμα επικρατεί στο κέντρο;

Η κρίση, η πτώση των εισιτηρίων και μία, έστω και ετεροχρονισμένη, αυτογνωσία έχει οδηγήσει τους αιθουσάρχες σε «διορθωτικές κινήσεις», όπως τις χαρακτηρίζει ο Γιώργος Σπέντζος. Οπως μειωμένα εισιτήρια, με τα 8,50 ευρώ να γίνονται 6 για φοιτητές και για τους άνω των 65 χρόνων και 4 ευρώ για τους ανέργους και για άτομα με ειδικές ανάγκες. Ενδεικτικά, στο Ιντεάλ κάθε Δευτέρα το εισιτήριο έχει 5 ευρώ όταν προσέρχονται στον κινηματογράφοι δύο άτομα μαζί. Αντίστοιχα, ο σινεφίλ Δαναός του κέντρου-απόκεντρου υιοθέτησε τα 5 ευρώ κάθε Τετάρτη. «Την εποχή του Κραχ, το 1929, ο κινηματογράφος κρατήθηκε και σηκώθηκε» σχολιάζει ο Γιώργος Σπέντζος. «Δεν έχουμε τη φιλοδοξία ή την αισιοδοξία να αυξηθούν τα εισιτήρια, αλλά τουλάχιστον να κρατηθούν σε ένα επίπεδο που θα μας επιτρέπει να έχουμε άμεση επαφή με τις εταιρείες για να βγάζουμε τις ταινίες εγκαίρως προτού τις δει ο κόσμος με “άλλους” τρόπους». Διότι καλές οι συγκεντρώσεις υποστήριξης με τα κεριά και τα ενθαρρυντικά χτυπήματα στην πλάτη, όσοι όμως έχουν ακόμη τη δυνατότητα καλό είναι να εκδηλώνουν τη συμπαράστασή τους στην πράξη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 4 Μαρτίου 2012