Οι νόμοι της πόλης είναι σκληροί, παρ’ ότι άγραφοι: το παγκάκι «μου» για να κοιμηθώ, το σκαλοπάτι «μου» για να ζητιανέψω, η πυλωτή «μου» για να προστατευθώ απ’ το κρύο και εσχάτως, το καροτσάκι ΜΟΥ. Για να ψωνίσω απ’ τα σκουπίδια σας. Όλα άρχισαν πριν από έναν χρόνο περίπου από κεντρικές περιοχές της Αθήνας: Εξάρχεια, Πατήσια, Κυψέλη, Κολωνός, Αγιος Παντελεήμονας, Σεπόλια. Παλιές αστικές συνοικίες, παρεξηγημένες ή παραγκωνισμένες σήμερα. Κι όμως! Και σήμερα, από τα νότια ως τα βόρεια προάστεια, όπου κι αν γυρίσεις το βλέμμα, θα τους βρεις μπροστά σου.

Γι’ αυτούς το ωράριο είναι συνεχές, τα «ψώνια» δε σταματούν ποτέ. Από νωρίς το πρωί ως αργά το βράδυ, ψαχουλεύουν τους ξεχειλισμένους κάδους είτε με τη βοήθεια ενός κονταριού, είτε με τα γυμνά τους χέρια. Δε δίνουν σημασία στους περαστικούς που κοιτούν με απορία ή με οίκτο. Οι μυρωδιές τους ανακατεύουν το στομάχι, εκείνοι όμως σου δίνουν την αίσθηση ότι ψάχνουν έναν καλά κρυμμένο θησαυρό. Κοντά στους επαγγελματίες ρακοσυλλέκτες, έχουν προστεθεί λοιπόν εκατοντάδες ερασιτέχνες του είδους. Ανεργοι, άστεγοι, μετανάστες, τοξικομανείς, ή όλα αυτά μαζί. Σε μια χώρα που δεν έχει μάθει να ανακυκλώνει, αναζητούν σίδερα, ηλεκτρικές συσκευές, είδη ρουχισμού, ή πολύ απλά, κάτι φαγώσιμο. Και όπως είναι γνωστό, όποιος ψάχνει βρίσκει.

«Οι Τσιγγάνοι έχουν μεγάλο ανταγωνισμό αυτήν την εποχή. Δεν προλαβαίνουμε να πετάξουμε μία σακούλα στα σκουπίδια και μέσα σε δευτερόλεπτα έχει εξαφανιστεί» λέει κάτοικος της πλατείας Βικτωρίας, παρατηρώντας ότι τα απορρίμματά του γίνονται ανάρπαστα από ανθρώπους κάθε εθνικότητας. Αφγανοί, Πακιστανοί, Ρουμάνοι, Κινέζοι, Σομαλοί μπορεί να μη διαθέτουν Datsun όπως οι πρώτοι διδάξαντες τσιγγάνοι, οργώνουν όμως την Αθήνα με τα πόδια, σέρνοντας τους τέσσερις τροχούς του καροτσιού τους. Οσο οι ώρες περνούν, τόσο εκείνο γεμίζει με κάθε πιθανό κι απίθανο λάφυρο: ξηλωμένα ονοματεπώνυμα ενοίκων από την είσοδο κάποιας πολυκατοικίας, ηλεκτρονικοί υπολογιστές που κράσαραν, τοστιέρες που βραχυκύκλωσαν, παλιές τηλεοράσεις που αντικαταστάθηκαν εν μία νυκτί από υπερσύγχρονες και τρισδιάστατες, άπειρα κουτάκια αναψυκτικών, άμορφες μάζες σιδερικών. Τα άλλα, τα πιο επικίνδυνα ευρήματα, όπως όπλα παλιά και καινούρια, συνήθως μένουν στα σκουπίδια-κανείς δεν θέλει μπλεξίματα.

«Οι Ελληνες δεν ανακυκλώνουν. Και τρώνε και πάρα πολλά τζανκ φουντ» είναι το πόρισμα ενός Ρουμάνου που ζει χάρη στα σκουπίδια των Κάτω Πατησίων: «εδώ βρίσκεις καλύτερα πράγματα απ’ ό,τι στην Κηφισιά και στο Κολωνάκι. Επειδή μένουν πολλοί ξένοι που αλλάζουν συνέχεια σπίτι και αφήνουν πολλά φεύγοντας. Κι επειδή εδώ τα διαμερίσματα είναι μικρότερα και δε χωράνε τόσα πράγματα μέσα». Πολλοί καυχιούνται ότι είναι οι τελευταίοι πραγματικοί οικολόγοι, αφού κερδίζουν χρήματα πηγαίνοντας όσα βρίσκουν σε εταιρείες ανακύκλωσης. Ομως πολλές εταιρείες ανακύκλωσης έχουν λίγο αντίθετη άποψη. Κάπου κοντά στη Λιοσίων, είδαμε τον ιδιοκτήτη να βάζει τις φωνές σε κάποιον που δε μπορούσε να πάρει καλά καλά τα πόδια του, πόσο μάλλον να σύρει το καροτσάκι του: «προκειμένου να βρουν λεφτά για τη δόση τους, ξηλώνουν τα φρεάτια της ΕΥΔΑΠ και τα πράσινα καγκελάκια του Αβραμόπουλου από τα πεζοδρόμια, σίδερα από σιδηροδρόμους. Αλλες φορές έρχονται με κλεμμένα ποδήλατα και μηχανάκια. Κι όταν τους πω ότι δεν πρόκειται να αγοράσω το βάρος τους σε ευρώ, επιστρέφουν την επομένη μόνο με τα εξαρτήματα των ποδηλάτων και των μηχανών». Σε μια πόλη με τόσο κραυγαλέα τα σημάδια της ανέχειας και της εξαθλίωσης, ακόμη και η ανακύκλωση μετατρέπεται σε ύποπτη ενασχόληση.

Οι πιο νομοταγείς ρακοσυλλέκτες, έχουν το προνόμιο να εναποθέσουν τα καλούδια που ξετρύπωσαν, πάνω σε μία μεγάλη ζυγαριά και να πληρωθούν για τις ανασκαφές τους: 13-18 λεπτά το κιλό για τα σίδερα, 8 λεπτά το κιλό για τα ηλεκτρικά είδη. Με κουρασμένη όψη και χέρια που μαρτυρούν ότι έχει αλλάξει πολλές δουλειές για να επιβιώσει, ένας άνδρας που ήρθε από το Κονγκό για μία καλύτερη τύχη πριν από 27 χρόνια θέλει πλέον να φύγει: «θέλω να με πιάσουν, να με βάλουν σε ένα αεροπλάνο και να γυρίσω πίσω. Δε με πιάνουν όμως, αυτό είναι το πρόβλημα». «Καλά τα κατάφερες λοιπόν…» του λέει κάποιος που παρακολουθεί τη συζήτηση. «Τί καλά; Να είμαι εξήντα χρονών και να ψάχνω στα σκουπίδια;» είναι η αποστομωτική του απάντηση.

Μαζί με πολλούς ακόμη συναδέλφους του, βοηθά να μεγαλώσει το βουνό από παλιές ηλεκτρικές συσκευές. Θυμίζει άναρχο παζλ με σκουριασμένα και ανομοιογενή κομμάτια. Πλυντήρια, κουζίνες, ψυγεία, σαν ένοικοι στοιχειωμένων νοικοκυριών που αποφάσισαν να δραπετεύσουν για ένα μέρος καλύτερο, ή έστω διαφορετικό. Σε μία χώρα που παρακινεί τους πολίτες της να ανακυκλώσουν προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα και εξωτικά ταξίδια, το «πέτα κι άσε τους άλλους να ανακυκλώσουν» μοιάζει να είναι το δημοφιλέστερο σύνθημα των ημερών.

Η αλληλεγγύη έρχεται από εκεί που δεν το περιμένεις: «Σήμερα δεν θα πετάξουμε πολλά στα σκουπίδια. Ελάτε τη Δευτέρα. Θα κάνετε τρελό τσιμπούσι!» λέει ο προϊστάμενος σούπερ μάρκετ της Κυψέλης, σε ένα τσούρμο ανθρώπων που δεν καταλαβαίνουν τα λόγια, αλλά διαβάζουν τις χειρονομίες του. Ξερές φρατζόλες ψωμί, χτυπημένα μήλα, ληγμένα γαλακτοκομικά προϊόντα, ό,τι πρέπει για ακόμη ένα Μυστικό Δείπνο σε πεζοδρόμια και παγκάκια της πόλης. Κι ό,τι δεν τρώγεται, πουλιέται. Κυρίως στο μεγάλο κυριακάτικο παζάρι στο Γκάζι, κάτω από τη Γέφυρα Πουλοπούλου: «οι Αθηναίοι πετάνε πράγματα που θεωρούν σκουπίδια και μετά τα ξαναγοράζουν ως αντίκες» εξηγεί με εμφανές μηδίαμα μέλος του Σωματείου Ρακοσυλλεκτών «Ο Ερμής». Κι όπως αποκαλύπτει, οι καλύτεροι και οι πιο σταθεροί πελάτες είναι οι σκηνογράφοι, που αναζητούν κάθε λογής αντικείμενο για να γεμίσουν σκηνές όχι μόνο λιτοδίαιτες και πειραματικές, αλλά και πιο ονομαστές, όπως του Εθνικού Θεάτρου.

Τις παλιές καλές μέρες, το μεροκάματο ενός εργατικού ρακοσυλλέκτη έφτανε ή ξεπερνούσε τα τριάντα ευρώ. Σήμερα πρέπει να διανύσουν πολλά χιλιόμετρα αν θέλουν ν’ αγγίξουν τέτοιες επιδόσεις και πλέον ο ανταγωνισμός παραμονεύει σε κάθε γωνιά του δρόμου. Υπάρχουν άνθρωποι που καυγαδίζουν πάνω από τον ίδιο κάδο σα λυσσασμένες γάτες, θέλοντας να οριοθετήσουν την περιοχή τους. Είναι η αυτοσχέδια Στατιστική Υπηρεσία των Σκουπιδιών, ξέρουν πλέον τί να περιμένουν από κάθε πολυκατοικία, γνωρίζουν τί πίνουμε, τί τρώμε, πόσο συχνά καθαρίζουμε τη ντουλάπα μας. Ενας εντυπωσιακός όγκος σκουπιδιών περιλαμβάνει ρούχα και παπούτσια σχεδόν αφόρετα και φαγητά συσκευασμένα που δεν είναι καν ληγμένα. Και κάπως έτσι, το «είμαστε ό,τι τρώμε», αντικαθίσταται πιο εύστοχα από το «είμαστε ό,τι πετάμε».

Εκτός από τις διατροφικές και όχι μόνο συνήθειες των καταναλωτών, ένας καλός ρακοσυλλέκτης οφείλει να γνωρίζει και τα δρομολόγια των απορριματοφόρων: «ξέρουμε από πείρα πότε θα περάσουν τα σκουπιδιάρικα και με ποια συχνότητα» λέει ένα αγόρι από το Πακιστάν, ανοίγοντας διάπλατα και τις δυο του παλάμες για να μας πει ότι είναι μόλις δέκα χρονών. Δε λείπουν όμως και τα τραγικά ατυχήματα, όπως εκείνο που συνέβη πέρυσι σε Ρομά ρακοσυλλέκτη στη χωματερή των Άνω Λιοσίων, που παρασύρθηκε από μηχάνημα συμπίεσης απορριμμάτων την ώρα που έψαχνε στα σκουπίδια.

Οταν πέσει η νύχτα και έχει αναποδογυρίσει και ο τελευταίος κάδος του λεκανοπεδιου, τα καροτσάκια ασφαλίζονται με αλυσίδες και λουκέτο σε στρατηγικά επιλεγμένες κολόνες του δρόμου. Στέκονται χωρίς ίχνος κατωτερότητας δίπλα σε ακριβές μηχανές και καλογυαλισμένα ποδήλατα. Ξέρουν άλλωστε, ότι είναι εξίσου πολύτιμα στους κατόχους τους.

«Εχω τρία σπίτια! Ενα στην παραλία, ένα στη Ναυαρίνου κι ένα στο Παγκράτι. Οχι ένα, τρία!» κόμπαζε ένας άνδρας γύρω στα πενήντα μπροστά στην κάμερα του ΑΝΤ1 και ξαφνικά όλοι τον πέρασαν για τρελό που αψηφεί τη σκληρή φορολογία και σπεύδει να δηλώσει όλα τα υπάρχοντά του. «…τρία παγκάκια…» πρόσθεσε. Τώρα τελευταία, δίπλα σε κάθε αποκοιμισμένο άστεγο, περιμένει και ένα καροτσάκι του σούπερ μάρκετ, για να γεμίσει την επόμενη μέρα με φαγώσιμα αποφάγια. Τη στιγμή που οι δαιμόνιοι ρεπόρτερς ψάχνουν για λαβράκια στα ντελικατέσεν σκουπίδια της Ζέτας Μακρυπούλια και του Μιχάλη Χατζηγιάννη, οι ρακοσυλλέκτες αναζητούν στους κάδους των κοινών θνητών τα ψαροκόκκαλα. Ο Αντι Γουόρχολ είχε κάποτε πει ότι η coca cola είναι το τελευταίο οχυρό της δημοκρατίας, αφού την πίνουν και οι πλούσιοι και οι φτωχοί, «δε βγαίνει σε διαφορετική συσκευασία για τους λιγότερο προνομιούχους». Και ύστερα έρχονται οι πιο προνοητικοί πάμπτωχοι που φροντίζουν να εξασφαλίσουν τα άδεια κουτάκια. Τα περιφέρουν μέσα στο καρότσι τους, με την ίδια άνεση που όλοι οι υπόλοιποι περιδιαβαίνουμε τους διαδρόμους των σούπερ μάρκετ και ψάχνουμε προϊόντα που θα κάνουν ανάρπαστα τα σκουπίδια μας.



* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 10 Απριλίου 2011