Είναι τόσο πολλές οι φορές και τόσο πολλές οι ταινίες στις οποίες έχω δει τον Γκάρι Ολντμαν να υποδύεται ήρωες οι οποίοι ακροβατούν ανάμεσα στη λογική και στην παραφροσύνη, που δικαιολογημένα πιάνω τον εαυτό μου να ξαφνιάζεται όταν τον βλέπω τόσο μετρημένο και τόσο λιτό στην ταινία του Τόμας Αλφρεντσον «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι». Αυτή τη φορά δεν μπορώ να βρω τίποτε ψεύτικο και τίποτε επιτηδευμένο στη «μεταμόρφωση» του Γκάρι Ολντμαν.

Βλέπω τον 54χρονο Ολντμαν στον ρόλο του Τζορτζ Σμάιλι, πράκτορα της βρετανικής ΜΙ5 και ήρωα-«φετίχ» του συγγραφέα Τζον Λε Καρέ· το κεντρικό πρόσωπο στην «Τριλογία του Κάρλα» που συμπληρώνεται με τα μυθιστορήματα «Ο εντιμότατος μαθητής» και «Οι άνθρωποι του Σμάιλι». Ο Τζορτζ Σμάιλι είναι ο πιο υποτονικός και συγχρόνως ο πιο μεθοδικός κατάσκοπος της λογοτεχνίας. Ενδεχομένως να είναι και ο πιο αληθινός. Το σύστημά του μάλλον απλό. Δεν συνηθίζει να εκφράζεται δημοσίως, ποτέ δεν εκτίθεται και έχει διαρκώς τις κεραίες του τεντωμένες για να ακούσει προσεκτικά όσα λέγονται γύρω του. Είναι παρατηρητικός χωρίς να το δείχνει, μιλάει μόνον όταν κρίνει ότι έχει έρθει η ώρα για να μιλήσει αλλά και πάλι, όταν αποφασίζει να μιλήσει, επιλέγει προσεκτικά τις λέξεις. Για αυτό άλλωστε είναι τόσο αποτελεσματικός φέρνοντας σε πέρας ό,τι αναλαμβάνει. Αλλά την ίδια ώρα – και κατά τον Γκάρι Ολντμαν αυτό είναι που τον κάνει τόσο ενδιαφέροντα χαρακτήρα – ο Τζορτζ Σμάιλι είναι ένας άνθρωπος προδομένος. Σε όλους τους τομείς της ζωής του. Προδομένος από την υπηρεσία του που πρώτα τον «πούλησε» και στη συνέχεια τον ώθησε σε πρόωρη συνταξιοδότηση, προδομένος και από τη λατρεμένη του γυναίκα, τη μοναδική του αδυναμία, που τον έχει απατήσει με χυδαία απροκάλυπτο τρόπο, ακόμη και με συναδέλφους του. Σε σημείο τέτοιο που ο ίδιος έχει καταντήσει πλέον το ανέκδοτο της υπηρεσίας του.

«Είναι ένας από τους καλύτερους ρόλους που έχω παίξει ποτέ» μου είπε ο Γκάρι Ολντμαν μία ημέρα μετά την επίσημη προβολή του «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» στο Φεστιβάλ Βενετίας. Βεβαίως, πέρυσι τον Σεπτέμβριο, ο Ολντμαν δύσκολα θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο Τζορτζ Σμάιλι θα τον οδηγούσε για πρώτη φορά στην καριέρα του στα Οσκαρ με μία υποψηφιότητα καλύτερης ανδρικής ερμηνείας. Αλλά αυτό τελικά έγινε. Παρ’ ότι το «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» αγνοήθηκε τόσο στα βραβεία της Βενετίας όσο και αργότερα στις Χρυσές Σφαίρες, κατάφερε να «ντριμπλάρει» τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου και τελικά να κερδίσει τρεις υποψηφιότητες στα Οσκαρ, για τη μουσική του Αλμπέρτο Ιγκλέσιας, το σενάριο των Πίτερ Στρόγκαν, Μπρίτζετ Ο’ Κόνορ και φυσικά τον ρόλο του Ολντμαν.

«Εχω παίξει πολλές φορές ήρωες πολύ κοντά σε αυτό που αποκαλούμε “ψυχωσικούς”» συνέχισε ο Ολντμαν. «Ρόλους που απαιτούσαν από εμένα να βαράω το κεφάλι μου στον τοίχο, ρόλους για τους οποίους έπρεπε να “σωματοποιήσω” τα συναισθήματά τους. Επομένως μπορώ να πω ότι ήταν μάλλον ανακουφιστικό που επιτέλους βρέθηκε κάποιος να μου προτείνει έναν ρόλο για τον οποίο το μόνο που έπρεπε να κάνω ήταν να καθήσω σε μια καρέκλα και να ακούω». Ηταν μια μάλλον περίεργη εικόνα να βλέπω τον Γκάρι Ολντμαν να τα λέει όλα αυτά… καθισμένος στην αναπαυτική πολυθρόνα ενός από τα μπαρ του ξενοδοχείου Excelsior στο Λίντο. Ηρεμος σαν θιβετιανός μοναχός, ο Ολντμαν μιλούσε πολύ αργά και με μεγάλες παύσεις, ενίοτε κόμπιαζε σαν να μην ήξερε πώς ακριβώς να τοποθετηθεί στην ερώτηση. Ενιωθα λιγάκι σαν να έβλεπα ξανά τον Τζορτζ Σμάιλι. Πάντως, αν και ο ίδιος δεν το ανέφερε, ο Ολντμαν μου έδωσε την εντύπωση ότι δεν ανήκει στους ηθοποιούς που αισθάνονται και τόσο άνετα μιλώντας για τον εαυτό τους, ίσως γι’ αυτό να μη δίνει και τόσο συχνά συνεντεύξεις.

Περιέργως ήταν ο Τόμας Αλφρεντσον που έφερε τον Ολντμαν στο σημείο να σκεφτεί αν εξακολουθεί να θέλει να παίζει «το πυροτέχνημα» (όπως ο ίδιος το έθεσε). Αν και εδώ που τα λέμε μια ήσυχη πλευρά του είχε ήδη «βγάλει» και ο Κρις Νόλαν που τον χρησιμοποίησε στον ρόλο του αστυνομικού Τζιμ Γκόρντον σε δύο ταινίες Μπάτμαν, στο «Batman Βegins» και στον «Σκοτεινό ιππότη» (την περίοδο της συνάντησής μας στη Βενετία ο Ολντμαν βρισκόταν στα γυρίσματα του «The Dark Knight Rises» όπου για τρίτη φορά υποδύεται τον Γκόρντον. «Η ιστορία είναι πολύ ωραία, αλλά μη μου ζητήσετε να πω τίποτε παραπάνω γιατί αν το κάνω θα με σκοτώσουν» είπε, κρατώντας για τον εαυτό του τα επτασφράγιστα μυστικά της τελευταίας ταινίας του Νόλαν).

«Στην πρώτη μας συνάντηση λοιπόν», συνέχισε ο Ολντμαν, «ο Τόμας μου είπε ένα ανέκδοτο. Τρεις εβραίοι που έχουν γλιτώσει από το Ολοκαύτωμα σκέφτονται τι θα έκαναν στον Αδόλφο Χίτλερ αν ο χρόνος γύριζε πίσω. Ο πρώτος είπε ότι θα του προκαλούσε αργό, μαρτυρικό θάνατο, βάζοντάς τον μέσα σε έναν θάλαμο αερίων για να τον ακούει να ουρλιάζει ενώ πεθαίνει. Ο δεύτερος είπε κάτι εξίσου μαρτυρικό και φρικτό. Οταν όμως ήρθε η σειρά του τρίτου, εκείνος είπε ότι θα ήθελε να συναντούσε τον Χίτλερ πολύ πριν από τον πόλεμο, όταν μοίραζε τις προπαγανδιστικές μπροσούρες του ναζιστικού κόμματος. Και όταν ο Χίτλερ θα του έδινε μια μπροσούρα, εκείνος δεν θα την έπαιρνε, θα του έλεγε απλώς “Οχι”. Και αν ο Χίτλερ του ζητούσε να ρίξει μια ματιά στην εφημερίδα του, εκείνος πάλι θα του έλεγε “Οχι”. Με το ανέκδοτο αυτό», συνέχισε την ιστορία ο Ολντμαν, «νομίζω ότι ο Τόμας ήθελε να μου πει ότι αυτό που ως ηθοποιός πραγματικά θέλω είναι η ευκαιρία να πω “Οχι”. Οχι, δεν θέλω να χοροπηδώ στους τοίχους. Και, όχι, δεν θέλω να βράσω κάποιον μέσα στη χύτρα. Θέλω απλώς να είμαι ο τύπος που θα πει… “Οχι”». Ο Ολντμαν παραδέχεται ότι η αναλογία με το ανέκδοτο είναι κάπως τραβηγμένη, αλλά «η αλήθεια είναι ότι με έκανε να σκεφτώ για το αν θέλω να είμαι ακόμη το “πυροτέχνημα”. Και ένας ρόλος σαν του Σμάιλι αυτήν ακριβώς την ευκαιρία μου έδινε. Να σβήσω το πυροτέχνημα». Κι αν όμως κέρδιζε ένα Οσκαρ για κάποιο από όλα αυτά τα πυροτεχνήματα που έχει παίξει; Και πάλι όχι θα έλεγε; «Δεν θα έλεγα “όχι”» απάντησε αμέσως ο Ολντμαν. «Θα έστελνα στη θέση μου έναν Ινδιάνο». Ακολουθούν πολλά γέλια, γιατί προφανώς ο ηθοποιός αναφέρεται στο Οσκαρ που κέρδισε ο Μάρλον Μπράντο για τον «Nονό» αλλά αρνήθηκε να το παραλάβει, στέλνοντας στη θέση του μια Ινδιάνα.

Ρώτησα τον Γκάρι Ολντμαν αν έχει προσωπικές αναμνήσεις από τον Ψυχρό Πόλεμο. Εκείνος κοίταξε το πάτωμα, ίσιωσε τα γυαλιά του, χάιδεψε προς τα πίσω τα στιλπνά καφεγκρίζα μαλλιά του και απάντησε: «Οι αναμνήσεις μου από τον Ψυχρό Πόλεμο ε; Νομίζω ότι τότε βρισκόμουν στην ηλικία που οι ορμόνες κι όλα αυτά τα πράγματα που έχεις μέσα σου βρίσκονται σε έναν άλλο, πολύ πιο άγριο πόλεμο. Ηταν η εποχή που η πολιτική δεν με αφορούσε καν γιατί τα ενδιαφέροντά μου ήταν ο Ντέιβιντ Μπάουι και τα κορίτσια».

«Με αυτή τη σειρά;» ακο λούθησε εύλογα μια μη προγραμματισμένη ερώτηση.

«Αναλόγως με την περίσταση» απαντά χαμογελώντας πονηρά ο Γκάρι Ολντμαν. «Ξέρεις, ο γιος μου αυτή την εποχή περνά μια τέτοια παρόμοια φάση, ο ένας από τους τρεις, ο μικρότερος. Είναι η περίοδος που τα πάντα έχουν να κάνουν με σένα και το εγώ σου, έτσι δεν είναι; Το ίδιο συνέβη και με μένα. Ημουν, θα έλεγα, ένας συνηθισμένος τινέιτζερ». (Ο Ολντμαν έχει κάνει τέσσερις γάμους – ο δεύτερος με την ηθοποιό Ούμα Θέρμαν – και έχει αποκτήσει έναν γιο με την ηθοποιό Λέσλι Μάνβιλ και δύο με την τεχνικό κινηματογράφου Ντόνια Φιορεντίνο. Σήμερα είναι παντρεμένος με την Αλεξάνδρα Εντέμπορο.)

Ομως η αλήθεια είναι ότι ο Ολντμαν κάποιες «ψυχροπολεμικές» αναμνήσεις από εκείνη την περίοδο τις έχει, και όλες περιστρέφονται γύρω από την τηλεοπτική σειρά «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» («Tinker Τailor Soldier Spy») που έκανε πάταγο στην Αγγλία όταν πρωτοπροβλήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πρόκειται για τη σειρά του BBC για την οποία ο σερ Αλεκ Γκίνες δέχθηκε, για πρώτη φορά στην καριέρα του, να κάνει εμφάνιση στη μικρή οθόνη. Για να παίξει τον Σμάιλι βέβαια, ύστερα από προσωπική έκκληση του Λε Καρέ. «Για φαντάσου, ο σερ Αλεκ έπαιξε τον ίδιο ρόλο που προσέφεραν σε μένα» λέει ο Ολντμαν και ακούγεται σαν να μην μπορεί ακόμη να το πιστέψει. Γιατί θυμάται πολύ καλά την περίοδο που η σειρά μεταδιδόταν στην Αγγλία. «Για να το πω πολύ απλά, οι δρόμοι άδειαζαν» είπε. «Σήμερα ακούγεται απίστευτο, αλλά τότε, όποτε ο “Σμάιλι” παιζόταν, η εγκληματικότητα στους δρόμους του Λονδίνου μειωνόταν! Μεταδιδόταν μία φορά την εβδομάδα και ο κόσμος οργάνωνε το πρόγραμμα και την κοινωνική του ζωή σύμφωνα με την ώρα μετάδοσης του κάθε επεισοδίου. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν ούτε VCR ούτε Ιnternet. Απαξ και έχανες ένα επεισόδιο, το έχανες για πάντα».

Πολλά χρόνια αργότερα και ενώ είχε βρει τον δρόμο του στην υποκριτική, ο Γκάρι Ολντμαν διάβασε το μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι». «Νομίζω ότι εκτός από τους εξαιρετικούς χαρακτήρες του, ένας από τους λόγους για τους οποίους το συγκεκριμένο μυθιστόρημα είχε τόση επιτυχία και έκανε τόσο μεγάλο γκελ στον κόσμο είναι επειδή μιλά για μια γενιά που φεύγει δίνοντας τη θέση της σε μια άλλη που έρχεται» είπε. «Οταν το τελείωσα, μου άφησε μια μελαγχολία για τη μοναχικότητα όλων αυτών των ανώνυμων κατά βάση εκπροσώπων μιας αυτοκρατορίας που έχει αρχίσει πια να δύει και στην οποία ανήκε ακόμη και ένα κοφτερό μυαλό όπως του Τζορτζ Σμάιλι».

Η παγίδα ωστόσο που κρυβόταν στο εγχείρημα της οπτικοακουστικής διασκευής ενός τέτοιου μυθιστορήματος σήμερα ήταν η «νοσταλγία την οποία ενδεχομένως θα έβγαζε αν ένας Βρετανός αναλάμβανε να σκηνοθετήσει ένα τόσο αυστηρά βρετανικό έργο». Για τον Ολντμαν η επιλογή ενός σουηδού σκηνοθέτη, του Αλφρεντσον (που είχε ήδη την cult ταινία τρόμου «Ασε το κακό να μπει» στο ενεργητικό του), ήταν μια απόφαση ευφυής, γιατί «ενώ ο Τόμας καταλάβαινε το υλικό, ούτε συναισθηματικά το αντιμετώπισε ούτε και ρομαντικά. Δεν αισθάνθηκε νοσταλγία απέναντί του, ακριβώς επειδή δεν είναι Βρετανός».

Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος ο Ολντμαν νιώθει μια νοσταλγία για έναν κινηματογράφο που τείνει σιγά σιγά να εξαφανιστεί, τον κινηματογράφο που διέπρεψε στις δεκαετίες του 1960 και του 1970. Γι’ αυτό και χάρηκε τόσο όταν είδε ότι το σενάριο του «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» δεν ήταν αυτό που αρχικώς φοβόταν: «Ημουν προκατειλημμένος γιατί περίμενα να διαβάσω μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του μυθιστορήματος του Τζον Λε Καρέ, η οποία πιθανόν να θύμιζε περιπέτεια της “μετά Τζέιμς Μποντ” εποχής. Το γεγονός ότι οι χαρακτήρες και τα συναισθήματα έδιναν τον ρυθμό και τον τόνο της ταινίας και όχι ποιο θα ήταν το επόμενο κυνηγητό αυτοκινήτων μού έφτιαξε την ημέρα, μου έδωσε τον χώρο ώστε να δουλέψω τον ρόλο του Σμάιλι με το μεράκι που του άξιζε».

Στο «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» το ίδιο το σύστημα που «κλώτσησε» τον Τζορτζ Σμάιλι, αναγκάζοντάς τον να αποσυρθεί, τον καλεί και πάλι στα σωθικά του. Ο Σμάιλι επανέρχεται στην ενεργό δράση προκειμένου να ανακαλύψει την ταυτότητα του «Τυφλοπόντικα», ενός βρετανού πληροφοριοδότη των Σοβιετικών, ενός διπλού κατασκόπου που βρίσκεται στα υψηλά κλιμάκια της ΜΙ5. Αφαιρώντας το καθαρά πολιτικό μέρος της ιστορίας (που τοποθετείται στις αρχές της δεκαετίας του 1970), το μυθιστόρημα του Λε Καρέ προσφέρει πλούσιο έδαφος για να επεξεργαστούμε θέματα όπως η φιλία, η εμπιστοσύνη και βέβαια η προδοσία. Ο Σμάιλι είναι ένας άνθρωπος που μπορούν να εμπιστευτούν ακόμη και οι εχθροί του και αυτό ακριβώς το θέμα της εμπιστοσύνης ήταν που απασχόλησε τον Ολντμαν, γιατί ήταν ο κρίκος που συνέδεε τον ίδιο με τον Σμάιλι. «Δεν την πολυσυναντάμε την έννοια της εμπιστοσύνης στις μέρες μας, έτσι δεν είναι;» ρώτησε με μια ιδέα ειρωνείας και αφήνοντας να περάσει στον τόνο της φωνής του η cockney προφορά από το New Cross του Λονδίνου όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε. «Εχω ελάχιστους στενούς φίλους και για αυτούς θα είμαι εκεί όποια στιγμή μού ζητηθεί» (εκείνη τη στιγμή δείχνει προς το μέρος του ατζέντη του που κάθεται στο μπαρ και λέει «ο κύριος εκεί πέρα, που τον γνωρίζω 20 χρόνια, ανήκει σε αυτούς τους φίλους»).

«Λένε ότι όταν γυρίζεις μια ταινία προηγείται πάντοτε η ταινία, τα γυρίσματα είναι κάτι το ιερό, οι “χρυσές χειροπέδες” κι όλα τα σχετικά» απάντησε όταν τον ρώτησα τι θα έκανε αν στη μέση των γυρισμάτων μιας ταινίας δεχόταν ένα επείγον τηλεφώνημα έκκλησης για βοήθεια από έναν τέτοιο πιστό φίλο: θα παρατούσε το γύρισμα για να τον βοηθήσει ή όχι; «Ομως ακόμη και σε αυτή τη δουλειά», ο Ολντμαν συνέχισε, «θα βρεις ανθρώπους που καταλαβαίνουν ότι ορισμένες φορές υπάρχουν πράγματα πολύ πιο σημαντικά απ’ ό,τι μια κωλοταινία! Υπάρχουν πράγματα που πρέπει να γίνουν και στα οποία θα πρέπει να παραστώ, γι’ αυτό και προσπαθώ να φτιάξω το πρόγραμμά μου αναλόγως. Αν όμως δεχόμουν ένα επείγον ξαφνικό τηλεφώνημα από κάποιον ο οποίος χρειάζεται τη βοήθειά μου, θέλω να ελπίζω ότι οι άνθρωποι με τους οποίους θα δούλευα εκείνη τη στιγμή θα είχαν την ανθρωπιά να μου επιτρέψουν να κάνω ένα διάλειμμα για να προσφέρω τη βοήθειά μου σε αυτόν που μου τη ζήτησε».

Εκείνη τη στιγμή ο ατζέντης του Ολντμαν πετάχτηκε ξανά στη συζήτηση λέγοντας ότι «η ανάγκη του Γκάρι να μένει πιστός στους φίλους του είναι όντως μία από τις δύο μεγάλες αρετές του».

Ο Ολντμαν «τσίμπησε» και ρώτησε αμέσως: «Και η άλλη; Ποια είναι η άλλη;».

«Η αλήθεια» απάντησε ο ατζέντης. «Ο Γκάρι δεν μπορεί με τίποτε να πει ψέματα».

Η ταινία «Κι ο κλήρος έπεσε στον Σμάιλι» προβάλλεται στις αίθουσες από τη Village Roadshow και το ομότιτλο μυθιστόρημα κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 19 Φεβρουαρίου 2012