Αθήνα: 28.02.2012 22:10
Χιονίζει, μπαίνω άρον άρον στο σπίτι, ανοίγω την πόρτα και προς μεγάλη μου έκπληξη, βρίσκω κάτω απο το χαλάκι, (αυτό που γράφει: Oh no, not you again), να ξεπροβάλει ένα καρτ ποστάλ , εξ εξωτικής Χαβάης. Φοίνικες, κύματα, καλλίγραμες καλλονές με ανθισμένα κολιέ lei… τα λόγια του πατέρα μου, ότι αυτός που φαντάζεται δεν θα πεινάσει ποτέ και η καρτ ποστάλ, μου δίνουν στο δευτερόλεπτο, τροφή για φαντασία…
Ξετρυπώνω απεγνωσμένα το κολητάρι του καλοκαιριού, το νεσεσέρ, αυτό με τους μεγάλους δείκτες προστασίας και την ελάχιστη ξεχασμένη άμμο. Ενστικτωδώς αδειάζω πάνω μου όλο το μπουκάλι Hei Poa και ευθύς το σπίτι αρχίζει να γεμίζει χρώματα και αρώματα.
Στο μυαλό μου έρχονται σκηνές απο την ταινία The Descendants του δικού μας χρυσού και βραβευμένου Alexander Payne (Αλέξανδρος Παπαδόπουλος). H μεγάλη του πρωταγωνίστρια , δεν είναι άλλη απο την κυρία Χαβάη.
Βάζω στο You Tube στη διαπασών, το
Somewhere over the rainbow του μακαρίτη, αλλά εθνικού τραγουδιστή της περί ου ο λόγος, Israel Kamakawiwo, η αλλίως Iz και το ukelele του ξεσηκώνει ένα τεράστιο κύμα, (σαν αυτό της τσάντας Jimmy Choo), απο αυτά που εύχεται κάθε επίδοξος και έμπειρος σέρφερ σκάει βοριοδυτικά απο το μπαλκόνι μου, σηκώνεται όρθιο σαν θεριό τριαντάμετρο και παρασέρνει σαν πελώριο τσουνάμι, εμένα, το σπίτι, την Hola, και κάθε αρνητική μου σκέψη μακριά και πέρα απο εδώ, χωρίς διαβατήριο.
Ανοίγω τα μάτια μου, φοράω την μπλούζα με τις πλουμέριες ή αλλιώς Frangipanni, (μυρωδιά αγαπημένη) της Stella McCartney, την φούστα του οίκου Givenchy με τους ιβίσκους και τα πουλιά του (δικού μου ) παράδεισου, ένα σαν βάιζορ και κρεμασμένα στους ώμους μου, τα υφασμάτινα δετά μποτάκια με τους φοίνικες του Jean Paul Gaultier.
Τα πόδια, πάντα και μόνο γυμνά και ξυποαλητήρια, πατάνε σε λευκή σαν ζάχαρη άχνη, αμμουδιά.
Σαν κάτι να με ενοχλεί, μονολογώ. Κοιτάω χαμηλά, το πόδι μου παντρεύτηκε (με δαχτυλίδι , παπά και κουμπάρο τον Elvis Presley, που μου τραγουδάει το Hawaian Wedding song).
Παντρεύτηκε, την σερφίστικη σανίδα της Chanel. “Δική σου για πάντα”, γράφει με λευκά γράμματα απάνω της, την κρατάω σφιχτά απάνω μου και “για πάντα”, πιο σφιχτά και απο την Όλα που αφήνει τις πατουσίτσες της να καούν και να χαθούν στην άμμο.
Ξάφνου χτυπάει το κουδούνι, ανοίγω τα μάτια μου, κοιτάω το ρολόι του χρόνου, δεν έχει περάσει ούτε ένα λεπτό, είναι η γειτόνισσα με το νεκλιζέ.
Ζητάει ένα καρτ ποστάλ λέει, που της είπε ο διαχειριστής ότι το άφησε έξω απο την πόρτα της και γκοοόλ, Βύρωνας -Hawai =5-0…γκντούπ…ΟΝΕΙΡΟ ήταν, ξύπνα φτάσαμε!
Κοιτάω την καραφλή απο κλάδεμα, γλάστρα της πλουμέριας μου, έξω στο μπαλκόνι. Κοντοζυγώνει η ώρα που θα μπουμπουκιάσεις πάλι, που θα πάει στο χέρι μας είναι , και όχι στον κακό μας τον καιρό. Σε 25 ημέρες αλλάζει η ώρα, σε ίδιες τόσες, έρχεται η Άνοιξη, θα ξεχάσω πόσο μισώ την γειτόνισσα και όταν πια ανθίσεις για τα καλά, θα θυμηθώ να μη μισώ!