Οι ευχαριστίες ενός βιβλίου είναι κάτι σαν την τελετή των Όσκαρ: ο συγγραφέας δοξολογεί τους πάντες, αρχής γενομένης από τον εκδότη του, στον οποίο είθισται να αναπέμπει ουρανομήκεις ευλογίες. Πίσω από τις κουΐντες, στην πλοκή, το φύλλο αλλάζει: ο εκδότης στη λογοτεχνία είναι συχνά ον μυστήριο και επικίνδυνο, ο εκδοτικός οίκος διασταύρωση μεταξύ σπηλιάς του Αλή-Μπαμπά και άντρου του Μινώταυρου.

Στο καλό μυθιστόρημα της Λοράνς Κοσέ (Πόλις, 2011) μέτριοι συγγραφείς, αδίστακτοι μεγαλοεκδότες και αδηφάγα μέσα μαζικής ενημέρωσης επιβουλεύονται την επιτυχία ενός βιβλιοπωλείου που αντιδρά στην εμπορευματοποίηση του βιβλίου δίνοντας έμφαση στην απόλαυση της λογοτεχνίας. Το παρισινό εκδοτικό κατεστημένο παρουσιάζεται ως σύνολο σκοτεινών δυνάμεων που δεν διστάζουν να φτάσουν στα πρόθυρα της δολοφονίας προκειμένου να διατηρήσουν τον πλήρη έλεγχο πάνω στις αγέλες των αναγνωστών – τις άμορφες μάζες καταναλωτών που προσκυνούν τα βιβλιοπωλεία δύο φορές το χρόνο, όταν τα εποχιακά ένθετα των εφημερίδων τους επισημαίνουν ότι ήγγικεν η ώρα να καταπιούν αμάσητη την πνευματική τροφή τους.

Μήπως είναι καλύτερη η εικόνα του Ζερόμ Γκαρσέν στις Δύο αδελφές από την Πράγα (Πόλις, 2011); Όχι, οι ομώνυμες αδελφές του τίτλου μετέρχονται παντοειδών μέσων προκειμένου να εκμαυλίζουν συγγραφείς και ηθοποιούς με αποκορύφωμα τις οργιαστικές συνευρέσεις στην εξοχική έπαυλη της πρώτης εξ αυτών, όπου πτωχές Τσέχες εξαγοράζονται από την συμπατριώτισσά τους Κλάρα Γκότβαλντ και προσφέρονται στο πιάτο πρόθυμων λογοτεχνών.

Αν η ανωτέρω Χάιντι Φλάις της λογοτεχνίας δεν σας πείθει για το θεμελιώδες της διαφθοράς του χώρου, ο Αρτούρο Πέρεθ-Ρεβέρτε έχει να του προσάψει χειρότερα στο Η Λέσχη Δουμάς (Πατάκης, 1998). Η έρευνα, η αγορά και η συλλογή παλαιών βιβλίων είναι ένα πεδίο όπου εκτός της απληστίας για χρήματα και πολυκαιρισμένα τυπογραφικά εμφιλοχωρεί και ο σατανισμός.

Όπου αλωνίζει ο Σατανάς δεν θα μπορούσε να λείπει ο Μαμμωνάς, ιδιαίτερα αν μιλάμε για την άπληστη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’80 όπου διαβιεί ο Ράσελ Κάλογουεϊ, ήρωας στο Μανχάτταν (Πόλις, 1995) του Τζέι Μακίνερνι. Ενώ κάπου γύρω του ο Μάικλ Ντάγκλας / Γκόρντον Γκέκο πουλάει και αγοράζει εταιρείες με στόχο να τις «εξυγιάνει», ο καθηλωμένος στην ιεραρχία Ράσελ απεργάζεται ανάλογα σχέδια για ένα hostile takeover των οπισθοδρομικών εργοδοτών εκδοτών του που αρνούνται να αντιληφθούν το πνεύμα της εποχής.

Ίσως ο πιο ευγενής έναντι του σιναφιού να είναι ο Ουμπέρτο Έκο. Στο Εκκρεμές του Φουκώ (Ψυχογιός, 2011) παρουσιάζει την εκδοτική φάρα μόνο ως πρότυπο εκμεταλλευτών που πλουτίζουν από την απομύζηση των «συγγραφέων ιδίοις αναλώμασι» και ανίκανων που δυσκολεύονται χαρακτηριστικά να μοιράσουν δυο γαϊδουριών άχυρο: «Σε έναν εκδοτικό οίκο οι πάντες χάνουν χειρόγραφα. Νομίζω ότι είναι η βασική τους ασχολία», επισημαίνει ο Τζιάκοπο Μπέλμπο. Ας μην ψάχνουμε άλλο λοιπόν τα αίτια της εκδίκησης των συγγραφέων…