Με τις ρυθμίσεις του Ν. 4046/2012 (του αποκαλούμενου «Μνημόνιο αρ. 2») ανατρέπονται οι αρχές και οι θεσμικές κατακτήσεις που είχαν εκχωρηθεί στη συλλογική αυτονομία από το 1955, με συνέπεια ο Ν. 4046/2012 να μας επιστρέφει στην πριν από το 1955 περίοδο.
Υπενθυμίζω ότι με τον Ν. 3239/1955 είχε εκχωρηθεί από την ελληνική πολιτεία στη συλλογική αυτονομία η απευθείας από τους κοινωνικούς εταίρους ρύθμιση και επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς εργασίας («αι συλλογικαί διαφοραί εργασίας επιλύονται απευθείας υπό των ενδιαφερομένων επαγγελματικών οργανώσεων διά καταρτίσεως συλλογικών συμβάσεων εργασίας, εν περιπτώσει δε διαφωνίας δι’ υποχρεωτικής διαιτησίας», άρθρον1, παρ. 1).
Είναι μάλιστα εντυπωσιακή η ευρύτητα της έννοιας «συλλογική διαφορά εργασίας» που προσδιόριζε η παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1: «Ως συλλογική διαφορά εργασίας θεωρείται πάσα διένεξις μεταξύ οργανώσεων εργοδοτών και οργανώσεων μισθωτών αφορώσα εις τους όρους ή τας συνθήκας ή την αμοιβήν της εργασίας».
Ο Ν. 3239/1955 είχε χαρακτηρισθεί αντεργατικός, κυρίως για τους όρους της υποχρεωτικής διαιτησίας, η οποία σε πολλές περιπτώσεις είχε θεωρηθεί προκατειλημμένη και καθοδηγούμενη από την πολιτεία. Ανήκω σ’ αυτούς που διαδήλωναν επίμονα μέχρι να επιτευχθεί η κατάργηση του Ν. 3239/1955. Ηταν αδύνατον, βέβαια, τότε να φαντασθώ ότι έπειτα από πολλά χρόνια, το 2012, θα ψηφιζόταν στην Ελλάδα νομοθεσία χειρότερη από εκείνη του 1955 που αγωνιζόμασταν να καταργήσουμε.
Στην ιστορία των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα εξέχουσα θέση κατέχει ο Ν. 1876/1990 που, παρά τις πολλές τροποποιήσεις που δέχθηκε στη συνέχεια, διατήρησε αλώβητο τον κεντρικό κορμό του και αποκατέστησε μια σημαντική περίοδο κοινωνικής εμπιστοσύνης ανάμεσα στην πολιτεία και στους κοινωνικούς φορείς.
Ο Ν. 1876/1990 έχει ήδη δεχθεί πλήγματα με τη νομοθεσία της διετίας 2010-2011 αλλά με τις ρυθμίσεις του Ν. 4046/2012 δέχτηκε το τελειωτικό χτύπημα: η ελληνική πολιτεία τον ακρωτηριάζει αφού ανακαλεί την εκχώρηση της εξουσίας που είχε κάνει στους κοινωνικούς εταίρους να ρυθμίζουν μόνοι τους τις εκάστοτε διαφορές τους έπειτα
από συνεννοήσεις και διαπραγματεύσεις μεταξύ τους και αναλαμβάνει η ίδια μέσω της νομοθετικής διαδικασίας να καθορίζει τον τρόπο επίλυσης των διαφορών τους.
Βέβαια στο πλαίσιο αυτό η ελληνική πολιτεία φαίνεται να αγνοεί ή σε κάθε περίπτωση να αδιαφορεί για τις συναφείς συνταγματικές προβλέψεις αλλά και για τις αντίστοιχες δεσμεύσεις και απαγορεύσεις του κοινοτικού δικαίου. Επιβάλλεται όμως να υπενθυμίσουμε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 22, παρ. 2, του Συντάγματος, οι γενικοί όροι εργασίας συμπληρώνονται από τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας που συνάπτονται με ελεύθερες διαπραγματεύσεις.
Ο κ. Γιώργος Ρωμανιάς είναι οικονομολόγος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ