ΤΟ ΒΗΜΑ – THE PROJECT SYNDICATE
Ας θέσω το σκηνικό: μια ολοένα και λιγότερο αξιόπιστη οικονομική προσέγγιση οδηγεί στην αύξηση της εσωτερικής κοινωνικής και πολιτικής αντιπολίτευσης, σε διαδηλώσεις και επεισόδια, διαφωνίες μεταξύ επίσημων πιστωτών και αυξανόμενες ανησυχίες των ιδιωτών πιστωτών για μία άτακτη χρεοκοπία. Εν μέσω όλου αυτού, οι εμμένουν σε περισσότερα από τα ίδια σκληρά μέτρα λιτότητας, τα οποία δεν είναι ανίκανοι να εφαρμόσουν επί δύο χρόνια. Οι επίσημοι πιστωτές εκφράζουν σκεπτικισμό, κατ’ ιδίαν και δημοσίως, αλλά συλλογικά κρατούν την αναπνοή τους και ετοιμάζονται να ρίξουν άλλο ένα πακέτο χρημάτων σε αυτό που φοβούνται ότι είναι λάκκος χωρίς πάτο.
Ακούγεται γνωστό σενάριο; Θα έπρεπε, διότι δεν συνοψίζει την Ελλάδα του σήμερα. Αυτό αντιμετώπισε και η Αργεντινή το 2001. Αν η Ευρώπη δεν αναλογιστεί τα σημαντικά μαθήματα που διδάσκει αυτή η εμπειρία, οι παραλληλισμοί που εκτείνονται ως την Ελλάδα μπορεί τελικά να συμπεριλαμβάνουν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη βαθιά αποδιοργάνωση της παραγωγής προϊόντων και κοινωνικές και πολιτικές ταραχές.
Θυμάμαι καλά το 2001. Τον Αύγουστο εκείνου του έτους, η χώρα παρακαλούσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) για περισσότερα χρήματα ώστε να αποφύγει την χρεοκοπία. Οι αρχές ήταν έτοιμες να προχωρήσουν σε άλλο ένα σύνολο δεσμεύσεων γνωρίζοντας συνεχώς έδιναν δώσει υπερβολικές υποσχέσεις και δεν τις είχαν τηρήσει και ότι η χώρα είχε αποτύχει να πραγματοποιήσει οποιαδήποτε πρόοδο στην αποκατάσταση της ανάπτυξης, σταματώντας την μείωση της ανταγωνιστικότητάς της και περιορίζοντας την αύξηση του χρέους.
Έπειτα ξέσπασε ένα «παιχνίδι» απόδοσης ευθυνών για την απώλεια της Αργεντινής. Οι επίσημοι πιστωτές, με επικεφαλής το ΔΝΤ, «έδειχναν» τις επαναλαμβανόμενα αποτυχημένες πολιτικές της κυβέρνησης της Αργεντινής. Η κυβέρνηση ανταπάντησε ότι οι επίσημοι πιστωτές έδιναν μικρές δόσεις χρημάτων αντί να παράσχουν το χρηματοπιστωτικό «μαξιλάρι» που απαιτούνταν για να αποκατασταθεί η αξιοπιστία και να προσελκύσει και πάλι ιδιωτικά κεφάλαια. Καμία πλευρά δεν παραδέχονταν αυτό που ήταν προφανές σε πολλούς: το οικονομικό και χρηματοπιστωτικό πλαίσιο της χώρας τις έδινε ελάχιστες ελπίδες να αντιμετωπίσει το διττό πρόβλημα ελάχιστης ανάπτυξης και τεράστιου χρέους.
Χωρίς αυτό να αποτελεί έκπληξη, οι Αργεντινοί είχαν αηδιάσει πια με την κατάσταση δεν έκανα διάκριση μεταξύ κυβέρνησης και πιστωτών. Είχαν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε μια προσέγγιση που συνέχιζε να πουλάει λιτότητα με τίμημα τη σταθερότητα, παρόλο που όλοι οι οικονομικοί και χρηματοπιστωτικοί δείκτες είχαν επιδεινωθεί χωρία να διαφαίνεται ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον.
Έπειτα ήταν οι γείτονες της Αργεντινής, που φοβούνται μια μετάδοση με τη μορφή παλιρροιακού κύματος. Οι χώρες της Mercosur προέτρεπαν την Αργεντινή να εξορθολογίσει τα του οίκου της, ενώ η Αργεντινή τους κατηγορούσε ότι οι πολιτικές τους μεγέθυναν τις οικονομικέ στης προκλήσεις.
Για να κατανοήσει κανείς όσα συμβαίνουν τώρα στην Ευρώπη, πρέπει να αντικαταστήσει την Αργεντινή με την Ελλάδα και την Mercosur με την ευρωζώνη. Φυσικά η Ελλάδα είναι μια πιο ανεπτυγμένη οικονομία από ό,τι η Αργεντινή. Αποτελεί τμήμα ενός κατά πολύ ισχυρότερου τοπικού οργανισμού από ό,τι η Mercosur. Κι όμως οι ομοιότητες είναι πολύ μεγάλες για να μην αναρωτηθούμε αν η Ευρώπη μπορεί να μάθει από την εμπειρία της Αργεντινής.
Η Αργεντινή χρεοκόπησε το 2001, έκλεισε τις τράπεζές της και βίωσε την μητέρα όλων των «αιφνίδιων οικονομικών παύσεων». Η χώρα αναγκάστηκε να διαλύσει το οικονομικό της πλαίσιο με εξαιρετικά αδιοργάνωτο τρόπο, προχωρώντας σε μια μη προγραμματισμένη μετάβαση σε ένα νέο νομισματικό σύστημα εν μέσω καπιταλιστικών ελέγχων και εγχώριας κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων.
Το μέλλον της Ελλάδας θα μοιάζει με εκείνο της Αργεντινής αν η κυβέρνηση και οι επίσημοι πιστωτές της, δηλαδή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτύχουν να πάρουν ένα μάθημα από την Αργεντινή και προχωρήσουν σε μια μεσοπρόθεσμη διόρθωση.
Συγκεκριμένα πρέπει να γίνουν τέσσερα βήματα. Πρώτον πρέπει να σταματήσουν να επαναλαμβάνουν το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει άλλη «σχέδιο Β». Λέγοντας στον κόσμο ότι δεν υπάρχει εναλλακτική σε μια αναξιόπιστη πολιτική απλώς τον σπρώχνει να αντισταθεί σε μια προσέγγιση που δεν λειτουργεί ή να προτιμήσει το χάος.
Δεύτερον, η Ελλάδα και οι ξένοι εταίροι της πρέπει να αναγνωρίσουν αυτό το σχέδιο Β’. απαιτεί βαθύτερη αναδιάρθρωση της οικονομίας και του χρέους, καθώς και θεσμικές αλλαγές ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει μεγαλύτερη ευελιξία στις πολιτικές της, να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της και να προωθήσει επενδύσεις. Όλα αυτά ενέχουν αναπόφευκτα βραχυπρόθεσμα ρίσκα, αλλά υπόσχονται μεγαλύτερες προοπτικές για ανάπτυξη, μείωση της ανεργίας και αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας.
Τρίτον, οι επίσημοι πιστωτές της Ελλάδας θα πρέπει να προσέχουν την αναμενόμενη ανταπόδοση της βοήθειάς τους. Κάθε ευρώ που δίδεται στην Ελλάδα υπό την τρέχουσα προσέγγιση χάνεται με πολλούς τρόπους. Οι ανάγκες της χώρας θα πρέπει να αντιμετωπιστούν πιο καίρια, άμεσα και χωρίς «διαρροές». Επιπλέον , δεδομένης της ανησυχίας της Ευρώπης για το τραπεζικό της σύστημα, οι παρεμβάσεις θα πρέπει να συνδυαστούν με μεγαλύτερη πίεση στις τράπεζες να αυξήσουν το κεφάλαιό και να βελτιώσουν την ποιότητα των προϊόντων τους.
Τέλος, η αξιοπιστία της ΕΚΤ και του ΔΝΤ απαιτούν πολύ μεγαλύτερη προστασία. Ο οπορτουνισμός της Ευρώπης υποβαθμίζει την μελλοντική αποτελεσματικότητα αυτών των δύο κομβικών θεσμών σε μια περίοδο κατά την όποια θα είναι ανάγκη όχι μόνο να σταθεροποιηθεί η Ελλάδα, αλλά να αποφευχθούν προβλήματα ρευστότητας σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες και αλλού και να αποφευχθεί η παγκόσμια μετάδοση.
Η Ελλάδα δεν πρέπει να συνεχίσει να ακολουθεί το άθλιο παράδειγμα της Αργεντινής. Κι όμως, εάν οι έλληνες και ευρωπαίοι αξιωματούχοι δεν αναλογιστούν αυτό το παράδειγμα και προσαρμοστούν αναλόγως, η Ελλάδα θα οδηγηθεί στο ίδιο επικίνδυνο αδιέξοδο μονοπάτι.