Ανακοινώθηκε σήμερα Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου η απόφαση του Διεθνούς Δικαστήριο της Χάγης σχετικά με την υπόθεση που αφορά στην προσφυγή της Γερμανίας εναντίον της Ιταλίας και η οποία έχει σχέση και με την υπόθεση των θυμάτων στο Δίστομο.

Σύμφωνα με την απόφαση την οποία ανέγνωσε ο ιάπωνας πρόεδρος του Δικαστηρίου Χισάσι Οουάντα η Ιταλία, παρέβη τις υποχρεώσεις της απέναντι στη Γερμανία επιτρέποντας τη διεξαγωγή δικαστικών διαδικασιών, με αντικείμενο την καταβολή αποζημιώσεων από το Βερολίνο προς τα θύματα ναζιστικών εγκλημάτων.

Μάλιστα το δικαστήριο με την απόφασή του επιβάλλει στην Ιταλία να διασφαλίσει ότι θα παύσουν να ισχύουν όλες οι δικαστικές αποφάσεις που δεν σέβονται την αρχή της ετεροδικίας.

Ειδικά όσον αφορά στο θέμα της Ελλάδας το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Ιταλίας να επιτρέψει την εκτέλεση στο ιταλικό έδαφος ελληνικών δικαστικών αποφάσεων εις βάρος της περιουσίας του γερμανικού Δημοσίου παραβίασε την αρχή της ετεροδικίας που αναγνωρίζεται από το διεθνές δίκαιο.

«Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η άρνηση των ιταλικών δικαστηρίων να αναγνωρίσουν την ετεροδικία συνιστά παράβαση των υποχρεώσεών τους απέναντι στο γερμανικό κράτος», ανακοίνωσε ο δικαστής Οουάντα, κατά την ανάγνωση της απόφασης σε δημόσια συνεδρίαση στο Μέγαρο της Ειρήνης στη Χάγη.

Η απόφαση του Δικαστηρίου έλυσε κατηγορηματικά τη διαμάχη σχετικά με την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων για το Δίστομο σε ιταλικό έδαφος. Το ερώτημα που ανακύπτει, ωστόσο, είναι τι μέλει γενέσθαι στο… ελληνικό έδαφος. Διότι, όπως τονίζουν νομικοί κύκλοι, το δικαστήριο έκρινε μόνο ότι η Ιταλία παραβίασε το διεθνές δίκαιο, επιτρέποντας την εκτέλεση των ελληνικών αποφάσεων μέσω του ιταλικού δικαστικού συστήματος. Είναι θέμα ερμηνείας, σύμφωνα με τους ίδιους κύκλους, αν το ίδιο σκεπτικό εφαρμόζεται και για τα ελληνικά δικαστήρια, τα οποία δεν αναφέρονται στην απόφαση.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του ελληνικού Δημοσίου καθηγητής Διεθνών και Ευρωπαικών Θεσμών κ. Στέλιος Περράκης τόνισε μετά την ανάγνωση της απόφασης ότι: «Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου είναι σαφώς σε μια συντηρητική γραμμή με μια εξαιρετικά στενή ερμηνεία του ισχύοντος διεθνούς δικαίου, ιδίως του εθιμικού διεθνούς δικαίου με την έννοια ότι δεν διαπίστωσε καμία μετακίνηση πρακτικής στο θέμα της ετεροδικίας των κρατών, όταν μάλιστα τίθεται ζήτημα από την πλευρά ιδιωτών, οι οποίοι με αγωγές τους, επικαλούμενοι παραβιάσεις σοβαρές ανθρωπιστικού δικαίου και δικαιωμάτων του ανθρώπου σε διάρκεια ένοπλων συρράξεων, κατοχής κλπ ζητούν επανόρθωση. Είναι ένας δρόμος που ακολουθήσαμε και στην Ελλάδα, είναι ένας δρόμος που είναι η καινούργια αν θέλετε αντίληψη πέρα από την κλασική της διακρατικής συνεννόησης προκειμένου να υπάρξουν επανορθώσεις. Το δικαστήριο θεώρησε ότι η Ιταλία με τις δικαστικές αποφάσεις που έχει εκδώσει αποδεχόμενη τα αιτήματα ιδιωτών παραβίασε τις διεθνείς υποχρεώσεις συμπεριλαμβανομένων και των αποφάσεων εκτέλεσης των δικών μας δικαστηρίων του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς και του Αρείου Πάγου σχετικά με την απόφαση της σφαγής του Δίστομου καθώς επίσης και για την κατάσχεση της Βίλας Βιγκόνι».

Ομως συμπλήρωσε ότι από την άλλη πλευρά το δικαστήριο ξεκαθάρισε ότι θα πρέπει η Ιταλία και η Γερμανία να προχωρήσουν σε συνομιλίες προκειμένου να διευκρινιστεί τι ακριβώς μέλλει γενέσθαι με τα ζητήματα των επανορθώσεων. «Δηλαδή το δικαστήριο θέλει να επαναφέρει σε διακρατικό επίπεδο συνεννόησης το θέμα των επανορθώσεων. Αρα λοιπόν η συνέπεια αυτής της απόφασης είναι ότι έστω και αν είναι λυπηρό το γεγονός ότι οι δικαστές δεν διαπιστώνουν εξέλιξη του διεθνούς δικαίου, σε κάθε περίπτωση δείχνουν ότι ο αγώνας για τη διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων συνεχίζεται γεγονός που σημαίνει ότι η ελληνική δημοκρατία θα πρέπει να προχωρήσει στη διεκδίκηση με τυπικό τρόπο δηλαδή να ξαναπιάσει τη σκυτάλη από εκείνη την περίφημη ρηματική διακοίνωση του 1995 η οποία έχει μείνει αναπάντητη. Βέβαια αυτό είναι μια πολιτική απόφαση» επεσήμανε.
«Είναι θέμα ερμηνείας το πώς μπορεί να συνεχιστεί ο νομικός αγώνας στην Ελλάδα. Ενας αγώνας που θα πρέπει οπωσδήποτε να έχει αίσιο τέλος με δεδομένο ότι έχει επιστεγαστεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση των ανωτάτων δικαστών μας», τονίζει χαρακτηριστικά μιλώντας στο «Βήμα» η δικηγόρος κυρία Κέλη Σταμούλη, θυγατέρα του εκλιπόντος Ιωάννη Σταμούλη, ο οποίος ξεκίνησε το 1997 τον νομικό αγώνα αναλαμβάνοντας να εκπροσωπήσει τους συγγενείς των θυμάτων σε ατομικές αγωγές αποζημίωσης ενάντια στο γερμανικό κράτος.

Το εν λόγω σκεπτικό στηρίζεται στην απόφαση του Αρείου Πάγου η οποία το 2000 δικαίωσε τους ενάγοντες επιδικάζοντας αποζημίωση. Ωστόσο, η απόφαση δεν εκτελέσθηκε καθώς η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι πρέπει να δοθεί άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης για να εκτελεστεί μια απόφαση σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου.

Στη σημερινή απόφαση, μάλιστα, το Δικαστήριο τονίζει ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου εξακολουθεί να ισχύει, γεγονός που σημαίνει ότι δυνητικά θα μπορούσε να εκτελεσθεί. Ωστόσο, το αν ο υπουργός Δικαιοσύνης θα έδινε ποτέ τέτοια άδεια είναι ζήτημα πολιτικό, ενώ μια τέτοια απόφαση πιθανώς θα οδηγούσε σε αντίστοιχη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου.
Το ιστορικό μιας χαμένης μάχης

Η σημερινή απόφαση αποτελεί την τελευταία πράξη ενός δράματος που ξεκίνησε το 1997, όταν ο δικηγόρος Ιωάννης Σταμούλης αποφάσισε να εκπροσωπήσει τους συγγενείς των θυμάτων σε ατομικές αγωγές αποζημίωσης ενάντια στο γερμανικό κράτος. «Ως τότε το θέμα των αποζημιώσεων ανήκε σε μία συζήτηση σε επίπεδο κρατών και διεθνούς διπλωματίας. Ο πατέρας μου ήταν ο πρώτος που αποφάσισε να κινήσει το θέμα στο επίπεδο της ατομικής αγωγής. Οι γιοι, οι κόρες, οι συγγενείς των θυμάτων για πρώτη φορά μπορούσαν να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους και να διεκδικήσουν αποζημιώσεις για τα εγκλήματα που υπέστησαν», είχε δηλώσει στο «Βήμα» η κυρία Σταμούλη.
Ελληνική… πύρρειος νίκη

Για τους ενάγοντες του Δίστομου η πρώτη πράξη του δράματος παίχθηκε το 1997, ενώπιον του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς. Εκεί ο Ιωάννης Σταμούλης εκπροσώπησε τους συγγενείς 218 θυμάτων της σφαγής και κέρδισε την υπόθεση, η οποία έληξε με την επιδίκαση 9,5 δισεκατομμυρίων δραχμών ως χρηματική ικανοποίηση για την ψυχική οδύνη των συγγενών.

Η υπόθεση συνεχίστηκε στο Εφετείο και στον Αρειο Πάγο (μετά από αντίστοιχη έφεση και αναίρεση του γερμανικού δημοσίου) όπου οι ενάγοντες δικαιώθηκαν. Ωστόσο, αποζημίωση δεν επιδικάστηκε, καθώς η ελληνική νομοθεσία προβλέπει ότι πρέπει να δοθεί άδεια του υπουργού Δικαιοσύνης για να εκτελεστεί μια απόφαση σε βάρος αλλοδαπού δημοσίου. Αυτή την άδεια κανένας υπουργός δεν την έχει δώσει ως τώρα, με την αιτιολογία της μη διατάραξης των σχέσεων ανάμεσα σε Αθήνα και Βερολίνο.
Νίκη στα ιταλικά δικαστήρια

Βλέποντας ότι η δικαίωση στο ελληνικό έδαφος ήταν καταδικασμένη να παραμείνει μόνο στα χαρτιά, ο Ιωάννης Σταμούλης αποφάσισε να φέρει την υπόθεση ενώπιον των… ιταλικών δικαστηρίων. Το αίτημα των εναγόντων ήταν συγκεκριμένο: ζητούσαν από την ιταλική δικαιοσύνη να τους επιτραπεί η εκτέλεση της απόφασης της ελληνικής δικαιοσύνης σε βάρος της γερμανικής περιουσίας στο ιταλικό έδαφος, με βάση ευρωπαϊκό κανονισμό που επιτρέπει την αναγνώριση της εκτελεστότητας αποφάσεων ενός κράτους μέλους στο έδαφος άλλου.

Με βάση αυτό το σκεπτικό, οι ενάγοντες ενέγραψαν προσημείωση υποθήκης σε ακίνητα του γερμανικού Δημοσίου στη Φλωρεντία. Στους δικαστικούς αγώνες που ακολούθησαν, τόσο στο Πρωτοδικείο όσο και στο Εφετείο της Φλωρεντίας απορρίφθηκαν οι σχετικές ενστάσεις του γερμανικού κράτους. Εν τέλει οι έλληνες ενάγοντες δικαιώθηκαν το 2008 και από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας για το (σαφώς μικρότερο) κονδύλιο των δικαστικών εξόδων, ενώ τον περασμένο Ιούνιο έγινε γνωστή η νέα δικαίωση από το ίδιο δικαστήριο για ολόκληρο το κονδύλιο των αποζημιώσεων.
Παίζοντας το «χαρτί» της ετεροδικίας

Οι αποφάσεις της ιταλικής δικαιοσύνης σχετικά με τα θύματα του Διστόμου δεν ήταν οι μοναδικές που αφορούσαν αγωγές αποζημίωσης κατά των ναζιστικών στρατευμάτων. Στα μέσα του 2008 τα ιταλικά δικαστήρια είχαν ήδη κάνει δεκτές ανάλογες αγωγές ιταλών πολιτών, γεγονός που οδήγησε το γερμανικό κράτος στη λήψη… δραστικών μέτρων.

Αντιδρώντας στις αποφάσεις που έβγαλαν τα ιταλικά δικαστήρια σε σχέση με ζητήματα αποζημιώσεων (μία εκ των οποίων αφορούσε το Δίστομο), η Γερμανία αποφάσισε να φέρει την υπόθεση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αίτημά της ήταν να αναγνωριστεί ότι η Ιταλία παραβίασε τις διεθνείς της υποχρεώσεις απέναντι στη Γερμανία με βάση το διεθνές δίκαιο, επειδή τα ιταλικά δικαστήρια δε σεβάστηκαν την ετεροδικία του γερμανικού κράτους ενώπιον των ιταλικών δικαστηρίων.

Εν προκειμένω, τόσο ο Αρειος Πάγος όσο και το ιταλικό Ανώτατο Δικαστήριο έκριναν ότι δεν ισχύει η αρχή της ετεροδικίας για το γερμανικό κράτος. Υπάρχει, όμως, και αντίθετη απόφαση. Ειδικότερα, το 2002 το ελληνικό Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε σε ανάλογη υπόθεση αγωγών αποζημίωσης που κατατέθηκαν από συγγενείς θυμάτων του Λιδωρικίου, ότι η Γερμανία απολαμβάνει ετεροδικίας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.

Η αρχή της ετεροδικίας, η οποία πρακτικά σημαίνει ότι ένα κράτος δε μπορεί να «δικαστεί» στα δικαστήρια ενός άλλου κράτους, αποτελεί βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, αφορά εκατοντάδες υποθέσεις διαφορετικής φύσεως και δεν περιορίζεται φυσικά μόνο στο θέμα των γερμανικών επανορθώσεων. Σύμφωνα με την ελληνική και την ιταλική πλευρά, ωστόσο, όταν ένα κράτος έχει τελέσει φρικαλεότητες τέτοιου είδους, όπως εθνοκαθάρσεις ή εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, τότε η αρχή της ετεροδικίας πρέπει να κάμπτεται. Το βασικό σκεπτικό της ελληνικής πλευράς ήταν ότι «δεν μπορεί να κρύβεται ένα κράτος πίσω από την ετεροδικία».
Η Ελλάδα αποφάσισε να παρέμβει

Στη δικαστική διαμάχη μεταξύ της Ιταλίας και της Γερμανίας στη Χάγη δεν είχαν δικαίωμα να παρέμβουν οι έλληνες συγγενείς των θυμάτων, καθώς στο Διεθνές Δικαστήριο δεν μπορούν να παραστούν ιδιώτες. Ολα άλλαξαν όταν η ελληνική κυβέρνηση έδωσε (μετά από δεκαετίες) το πράσινο φως για την παρέμβαση του ελληνικού Δημοσίου στη δίκη. Μέσω της εν λόγω νομικής παρέμβασης η Ελλάδα υποστήριξε στην ουσία την ιταλική επιχειρηματολογία ενώπιον του δικαστηρίου της Χάγης και ζήτησε την απόρριψη της γερμανικής προσφυγής, ώστε οι κάτοικοι του Διστόμου να λάβουν την αποζημίωση που ζητούν.