Ο καιρός, λένε, έχει γυρίσματα. Εγώ το πιστεύω. Μόνο που δεν ακολουθεί σενάριο ή σκηνοθετική γραμμή. Οι περισσότεροι το αγνοούν αυτό. Και ανάμεσα τους είναι και οι φίλοι μου. Τους θυμάμαι όλους πριν δυο χρόνια να ζουζουνίζουν μες στ’ αυτιά μου σαν ενοχλητικές μύγες επειδή δεν έχω αυτοκίνητο και δεν οδηγώ. Ε, ναι, λοιπόν, το ομολογώ. Είμαι μεταφορικά αναλφάβητη. Δεν ξέρω να οδηγώ. Μήτε αυτοκίνητο, μήτε μηχανάκι.

Η αλήθεια είναι πως ποτέ δεν χρειάστηκε να μάθω. Όλες οι δουλειές μου είναι κοντά στο σπίτι που μένω, οπότε το κόβω με τα πόδια. Όσες φορές προκύπτει κάποια υποχρέωση εκτός του πεδίου δράσης μου, χρησιμοποιώ ταξί. Δεν είναι δα και τόσο συχνό το φαινόμενο. Για τους φίλους μου, αυτό είναι αδιανόητο. Λάθος. Ήταν αδιανόητο. Η κρίση έκανε τη μάνικα του βενζινά να μοιάζει με αγχόνη. Αν προσθέσετε και τα τέλη, θα δείτε ότι σήμερα συμφέρει να κυκλοφορείς με την άμαξα της Barbie παρά με Smart. Οι φίλοι μου άλλαξαν γνώμη για μένα. Αλλά και πάλι δεν ξέρουν την αλήθεια.

Η απόφαση μου δεν σχεδιάστηκε βάσει προϋπολογισμού, αλλά στη λογική ενός ψυχρού υπολογισμού. Έχω ένα πρόβλημα. Δεν θυμάμαι ονόματα. Έτσι, οι οδηγοί ταξί αποτελούν ιδανική κοινωνική επαφή. Η συναναστροφή μαζί τους με βολεύει. Σχεδόν τους εκμεταλλεύομαι. Μου δίνεται η δυνατότητα να ανταλλάξω ενδιαφέρουσες απόψεις, να γνωρίσω νέο κόσμο, να πω τον πόνο μου χωρίς περαιτέρω δεσμεύσεις και όλα αυτά χωρίς να χρειαστεί να συστηθούμε. Είναι αυτό που εγώ αποκαλώ one drive stand. Oι ανθρώπινες σχέσεις του μέλλοντος. Αυτές που ξέρεις ακριβώς πόσο θα σου στοιχίσουν. Όσο γράφει το ταξίμετρο. Αυτές που ξέρεις ακριβώς πού θα σε οδηγήσουν. Εκεί που τους έχεις πει. Και βλέπεις την πορεία τους στο GPS.

Ασφαλώς και αυτή η σχέση έχει έναν απρόβλεπτο παράγοντα. Δεν γνωρίζεις τι θα πεταχτεί μπροστά σου από το πουθενά. Δεν σας λέω για επιπόλαια μηχανάκια και άτακτα παιδάκια. Μιλάω για τις ιδέες που θα ανάψουν μπροστά σου σαν μία έξτρα λάμπα στον σηματοδότη. Ο Σταμάτης, ο Γρηγόρης και από πάνω ο γλόμπος με την ιδέα σου. Με τον ταξιτζή είχαμε αρχίσει τα βρωμόλογα, ανταλλάσσοντας φορολογικές εμπειρίες. Και εκεί που ήμουν έτοιμη να περάσω στο ασφαλιστικό, τα μάτια μου άνοιξαν ένα χιλιοστό παραπάνω και έστειλαν το βλέμμα να καρφωθεί σαν βεντούζα στο πίσω τζάμι ενός προπορευόμενου αυτοκινήτου. Ο οδηγός του είχε κολλήσει σε τέλεια ευθυγράμμιση με την πινακίδα κυκλοφορίας, μια άλλη πλαστική που έφερε το όνομά του. Αν ήμουν σε Ντάτσουν με μεγάφωνα και φώναζα “Χρήστος” θα έβλεπα τα δυο του στοπ να ανάβουν.

Είναι εκπληκτική ιδέα. Φανταστείτε εκεί που είστε κολλημένοι στην κίνηση και γέρνετε το κεφάλι προς τα πίσω. Νιώθετε τον ουρανό του αυτοκινήτου έτοιμο να σας πλακώσει. Ξυπνάει μέσα σας ο Σαρτρ και αντιλαμβάνεστε την αλήθεια τού “Κόλαση είναι οι άλλοι”. Ποιοι άλλοι; Ο οδηγός στο διπλανό αυτοκίνητο. Αυτός με τον οποίο ανταλλάσσετε λοξές ματιές, γεμάτες κατανόηση. Η επικοινωνία σας μένει ως εκεί. Κι όμως, αν όλοι παραδειγματιζόμασταν από τον Χρήστο, θα μπορούσε να αναπτυχθεί μια σύντομη σχέση. Όσο το επιτρέψουν το φανάρι και ο τροχονόμος. Ακόμη και ο διαπληκτισμός με κάποιον που παραβίασε το stop, μπορεί να αποκτήσει πιο ανθρώπινη διάσταση. Γιατί διαφορετικά είναι να κατεβάζεις καντήλια σε ένα μπλε Pundo και αλλιώς είναι να τα απευθύνεις κάπου στοχευμένα. Στην Μαρία φερ’ ειπείν. Εξάλλου και οι προσευχές κάπως έτσι λειτουργούν. Οι άκρως προσωπικές και ονομαστικές. Έχετε δει μήπως να πιάνει καμία για παγκόσμια ειρήνη; Όχι.

Τώρα εσείς σκέφτεστε ότι δεν οδηγώ. Δίκαιο έχετε. Όμως ως ιδέα θα με εξυπηρετούσε αφάνταστα. Να πάψω πια να ξεφτιλίζομαι κάθε φορά που ξεχνάω τα ονόματα αυτών που μου σύστησαν πριν μόλις πέντε λεπτά. Και το κυριότερο: να αισθάνομαι οικειότητα ανάμεσα σε αγνώστους. Άλλωστε τι είναι οι φίλοι για πολλούς από εμάς; Άγνωστοι που απλώς δεν ξεχνάμε το όνομά τους.