Ζουν και οι δυο στο Βερολίνο, κατά γενική ομολογία το νευραλγικό κέντρο των αποφάσεων που λαμβάνονται αυτή τη στιγμή για ολόκληρη την Ευρώπη. Η δουλειά τους είναι να γράφουν βιβλία. Είναι όμως και πολίτες που ενημερώνονται, διαβάζουν, προβληματίζονται. Η Ελλάδα τον τελευταίο καιρό μονοπώλησε, στην πλειονότητα των περιπτώσεων αρνητικά, το ενδιαφέρον των ευρωπαϊκών και παγκόσμιων μέσων ενημέρωσης.

Πολλά απ’ αυτά ξεπέρασαν κάθε όριο κακεντρέχειας και φθηνού λαϊκισμού. Προσπάθησαν να δημιουργήσουν την χοντροκομμένη εντύπωση ότι το μοναδικό πρόβλημα της Ευρώπης είναι η Ελλάδα. Οι χαρακτηρισμοί έδιναν και έπαιρναν. Είναι όμως έτσι; Το «Βήμα» απευθύνθηκε στους συγγραφείς Ίνγκο Σούλτσε και Άρη Φιορέτο (φωτογραφία δεξιά), έναν Γερμανό και έναν κοσμοπολίτη με ελληνική καταγωγή, και τους ζήτησε να πουν τι ακριβώς τους έρχεται πλέον στο μυαλό όταν ακούνε τη λέξη «Ελλάδα».

Τον περασμένο Μάρτιο, αφηγήθηκε στο «Βήμα» ο Ίνγκο Σούλτσε, «με είχαν καλέσει στην Πορτογαλία επ’ ευκαιρία της μετάφρασης ενός βιβλίου μου». Ο γερμανός συγγραφέας που γεννήθηκε το 1962 στην Δρέσδη της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας έκανε την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου του στο Πόρτο. Ξαφνικά μια ερώτηση κάποιου από το κοινό δυναμίτισε κάπως την κατάσταση και «ανέτρεψε την φιλική ατμόσφαιρα του αναγνωστικού ενδιαφέροντος». Αιτία φυσικά ήταν η καλπάζουσα πολιτική και οικονομική κρίση στην Ευρώπη που έχει εντείνει την καχυποψία και τις εύκολες κατηγορίες του ενός λαού απέναντι στον άλλο.

«Από τη μια στιγμή στην άλλη πάψαμε να είμαστε ενδιαφερόμενοι αναγνώστες, αλλά Γερμανοί και Πορτογάλοι που κάθονταν εχθρικά ο ένας απέναντι στον άλλον» μας εξομολογήθηκε ένας από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους γερμανούς λογοτέχνες. «Η ερώτηση ήταν άσχημη – κατά πόσο εμείς, εννοούσαν και εμένα ως Γερμανό, καταφέρναμε τώρα με το ευρώ αυτό που δεν είχαμε καταφέρει τότε με τα τανκς μας, να κυριαρχήσουμε δηλαδή στην Ευρώπη» θυμήθηκε ο Σούλτσε.

Περιέργως, κανείς από το κοινό δεν αντιτάχθηκε σ’ αυτό, ούτε παραπονέθηκε. «Κι εγώ ξαφνικά αντέδρασα -πολύ άσχημα- έτσι όπως ήθελαν, ως Γερμανός δηλαδή: Δεν αναγκάζουμε κανέναν να αγοράσει Μερσεντές, είπα θιγμένος, και θα πρέπει να χαίρεστε όταν παίρνετε δάνεια που είναι πιο φτηνά από τα προσωπικά. Άκουγα κυριολεκτικά χαρτί εφημερίδας να θροΐζει ανάμεσα στα χείλια μου». Μέσα στη φασαρία που ακολούθησε την απάντησή του «τελικά ξανάρθα στα λογικά μου» συνέχισε ο συγγραφέας.

«Και μιας και κρατούσα το μοναδικό μικρόφωνο στο χέρι μου, άρχισα να λέω δυνατά με τα εξαιρετικά ατελή αγγλικά μου ότι κι εγώ θα αντιδρούσα το ίδιο ανόητα με κείνους, ότι πέφταμε όλοι στην ίδια παγίδα αν ως Πορτογάλοι και Γερμανοί, σαν να ήμαστε σε ποδοσφαιρικό αγώνα, παίρναμε ενστικτωδώς το μέρος της ομάδας μας. Λες και πρόκειται για Γερμανούς και Πορτογάλους και όχι για το «πάνω» και το «κάτω», για κείνους που προκάλεσαν την κατάσταση αυτή τόσο στην Πορτογαλία όσο και στη Γερμανία , που κέρδισαν από αυτήν και που θα συνεχίσουν να κερδίζουν» όπως εκτιμά ο ίδιος.

Το έργο του Ίνγκο Σούλτσε είναι ένας συνεχής προβληματισμός πάνω στις αλλαγές που επέφερε στην γερμανική κοινωνία αλλά και στα άτομα ξεχωριστά η πτώση του Τείχους του Βερολίνου και η Επανένωση των Δυο Γερμανιών -κάτι που ακόμα απασχολεί έντονα πολλούς γερμανούς ομοτέχνούς του. Το ίδιο βέβαια συμβαίνει και στο πιο πρόσφατο μυθιστόρημά του «Αδάμ και Έβελιν» (2008) που θα διαβάσουμε σύντομα στα ελληνικά (Καστανιώτης). Πρόκειται για την ιστορία ενός ζευγαριού απ’ την Ανατολική Γερμανία που πηγαίνει διακοπές στην Ουγγαρία το σημαδιακό καλοκαίρι του 1989 και βρίσκεται αντιμέτωπο με τις ανατροπές στην κοινή του ζωή.

Ο Σούλτσε επισήμανε ότι αυτό το είδος συζήτησης του φαίνεται εξαιρετικά οικείο. «Ακριβώς έτσι συζητούσαμε στη Γερμανία, οι Δυτικοί και οι Ανατολικοί, επειδή οι Δυτικοί έλεγαν ότι εμείς σας δίνουμε τα δισεκατομμύριά μας, φτιάχνουμε τα σπίτια σας και τους δρόμους σας, καθαρίζουμε τα ποτάμια σας, γιατί η οικονομία σας δεν παρουσιάζει ανάκαμψη;». Οι Ανατολικοί «έλεγαν ότι μας πήρατε όλες μας τις δουλειές και αντί για τα προϊόντα μας υπάρχουν πια μόνο προϊόντα της Δυτικής Γερμανίας. Κάποια στιγμή όμως καταλάβαμε ότι δεν ήταν ζήτημα Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας, αλλά ζήτημα του «πάνω» και του «κάτω». Αυτό μου έρχεται τώρα στο μυαλό όταν σκέφτομαι την περίπτωση της Ελλάδας» κατέληξε για να αναρωτηθεί τελικά «δεν είμαστε όλοι Πορτογάλοι, δεν είμαστε όλοι Γερμανοί;».

Ο Άρης Φιορέτος γεννήθηκε στο Γκέτεμποργκ της Σουηδίας το 1960 από Έλληνα πατέρα και Αυστριακή μητέρα. Στο σπίτι του έμαθε πρώτα γερμανικά και μετά ελληνικά. Γράφει όμως στα σουηδικά. Σήμερα ζει, όπως και ο Ίνγκο Σούλτσε, στο Βερολίνο. Τον ρώτησα αν ταιριάζει στην Ελλάδα ο ρόλος του «μαύρου πρόβατου» της Ευρώπης. «Μου είναι δύσκολο να πιστέψω ότι υπάρχει κάποιος που θα υποστήριζε σοβαρά ότι η Ελλάδα είναι η αιτία του κακού στη σημερινή κρίση που περνά η Ευρώπη» μας απάντησε στα αγγλικά.

Ωστόσο υπάρχουν πράγματα που τον κάνουν εξαιρετικά απαισιόδοξο. «Δυστυχώς η ελληνική κοινωνία πρέπει να προσπαθήσει ακόμα περισσότερο για να μάθει τι σημαίνει δημοσιονομική πειθαρχία. Σε μια πολιτική κουλτούρα όπου η υποταγή στο κόμμα φαίνεται ότι μετράει περισσότερο απ’ το δημόσιο συμφέρον και το καλό της χώρας, ειδικά σε μια περίοδο όπως αυτή, της μεγάλης κρίσης, σίγουρα κάτι πάει στραβά» εξήγησε. Συμφωνεί με τον Σούλτσε ότι πάντα κάποιος κερδίζει και κάποιος χάνει σε τέτοιες στιγμές καθώς «όπως συμβαίνει συνήθως, αυτοί που δεν ευθύνονται για την καταστροφή, αυτοί θα πληρώσουν και το τίμημα, οι μη προνομιούχοι, οι νέοι, οι μετανάστες».

Επομένως τι πρέπει να αποφύγουμε; «Η πληγωμένη περηφάνια και η έχθρα δε νομίζω ότι στην παρούσα φάση μπορούν να δώσουν λύσεις, πόσο μάλλον η εθνικιστική υστερία ή ακόμα χειρότερα το κακώς εννοούμενο πάθος» συνέχισε. «Το να αρχίσουν κάποιοι να πληρώνουν τους φόρους τους, θα ήταν μια αρχή εν πάση περιπτώσει. Άλλωστε, η πληρωμή των φόρων που αναλογούν στον καθένα είναι ο τρόπος με τον οποίο εμείς οι πολίτες δείχνουμε κατά πόσον παίρνουμε την κοινωνία μέσα στην οποία ζούμε στα σοβαρά».

Στο νέο του μυθιστόρημά του «Ο τελευταίος Έλληνας» (προσεχώς στα ελληνικά απ’ τις εκδόσεις Καστανιώτη) αφηγείται την ιστορία μιας ελληνικής οικογένειας από τον καιρό της Μικρασιατικής Καταστροφής μέχρι την χούντα της 21ης Απριλίου του 1967. Ανάμεσα στα θέματα που αγγίζει στο βιβλίο είναι ο Εμφύλιος Πόλεμος και φυσικά η μετανάστευση στη Σουηδία.