Το Νέο Σχολείο και η σχέση του με το βιβλίο Το παραδοσιακό εκπαιδευτικό μοντέλο θεωρεί αυτονόητο κεκτημένο «μια τάξη με τριάντα παιδιά καθηλωμένα σε θρανία κι αυτά να κοιτούν τον διδάσκοντα στα μάτια». Όμως, κάτι τέτοιο δεν αντικατοπτρίζεται στο άμεσο μέλλον. Ο μονόδρομος των μαθητών από τάξη σε τάξη και από θεματική περιοχή σε θεματική περιοχή αποτελεί ένα ξεπερασμένο επιστημονικό καθεστώς, τόσο από άποψη πειθάρχησης των μαθητών όσο και από άποψη προσέγγισης των γνωσιακών τομέων.

Εδώ και πολλά χρόνια, η μάθηση και η διδασκαλία συνδέονται αποκλειστικά με τον τόπο και το έντυπο και έχουν παγιωθεί μέσα από τυποποιημένες μαζικές σε επίπεδο ομάδας συμπεριφορές, οι οποίες προφανώς παίρνουν δώδεκα χρόνια κοινωνικοποίηση σε καθημερινή βάση σε χώρους που ονομάζονται σχολεία. Αυτές οι σχολικές πρακτικές, που είναι κατά βάση εντυποκεντρικές και βιβλιοκεντρικές, θεωρούνται αναχρονιστικές στην εποχή των ηλεκτρονικών κοινοτήτων, του υπερκειμένου και της ραγδαίας αύξησης των πληροφοριακών πόρων. Η νέα εποχή επιτάσσει πολυτροπικές και πολυμεσικές δεξιότητες γραμματισμού στα πλαίσια της μετατόπισης από την έντυπη στην ηλεκρονική κειμενικότητα, της παγκόσμιας γνώσης και της διάδοσης των κοινωνικών δικτύων.

Τι γίνεται, όμως, με τους Έλληνες που πάσχουν από τη νόσο του «όχι σε όλα» είτε σε πολιτικό επίπεδο είτε στο ζήτημα των νέων τεχνολογιών; Πώς μπορεί να αποδομηθεί η ρομαντική ιστορία που έχουμε κατασκευάσει γύρω από τη θέαση, την αίσθηση και την ευχαρίστηση από την κτήση, την ανάγνωση, το χάιδεμα των βιβλίων και το ψάξιμο στα ράφια; Τι θα γίνει όταν η βιομηχανία του βιβλίου λόγω του αυξανόμενου κόστους και των περιβαλλοντικών ανησυχιών καταστήσει αδύνατη τη στήριξη του βιβλίου;

Το κυβερνοσχολείο βοηθά τους μαθητές να συνδεθούν και να βγουν έξω, πέρα από τους τοίχους της τάξης, στον χωρίς σύνορα κόσμο των διαδικτυακών πόρων. Προσφέρει τεράστιες ευκαιρίες για νέους τρόπους συμμετοχής στο μάθημα. Η έδρα δεν είναι πλέον ένα μέρος για ανάγνωση από ένα βιβλίο ή σημειώσεις. Διαμορφώνεται μια καινούρια πραγματικότητα που ξεπερνά το φαινομενικό κόσμο, δηλαδή την υλικότητα του τόπου και τη γραμμικότητα του αναλογικού χρόνου.

Για να προλάβω τυχόν παρεξηγήσεις, οφείλω να επισημάνω ότι οι νέες πρακτικές που υποστηρίζω δεν είναι απλά ένα ζήτημα τεχνολογίας. Δεν πρόκειται για κάτι που μας επιβάλλει ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός και το λογισμικό, ρυθμίζοντας μέσα σε ένα κανονιστικό πλαίσιο την επικοινωνία των ανθρώπων. Αντίθετα, οι τεχνολογίες αναδύονται ως προϊόντα συγκεκριμένων πολιτισμικών πρακτικών, αναπτύσσονται ως μείγμα έντυπου κειμένου ήχων και γραφιστικών. Μιλάμε για ένα υβρίδιο της γλώσσας του βιβλίου και της γλώσσας της υπολογιστικής τεχνολογίας.

Διαβάζοντας κανείς το άρθρο μου, μπορεί να αναρωτηθεί πόσο εφικτά είναι τα προαναφερθέντα σε μια τέτοια περίοδο οικονομικής κι όχι μόνο κρίσης. Μια περίδο που οι προσλήψεις των δασκάλων περιορίζονται, οι χρηματοδοτήσεις για τα σχολεία είναι ανεπαρκείς και οι υποδομές δεν είναι οι επιθυμητές. Ωστόσο, θεωρώ ότι η «επανάσταση της πληροφορίας» είναι εδώ και θα μείνει. Διακυβεύονται πολλά ζητήματα και οι εκπαιδευτικοί είναι υποχρεωμένοι τουλάχιστον να εφοδιάσουν τους μαθητές τους με τα κριτικά αναλυτικά εργαλεία, ώστε αυτοί μετά να αξιολογήσουν τις κοινωνικοπολιτισμικές και τις πολιτικές επιπτώσεις της τεχνολογικής αλλάγής.