Το «κλικ» μεταξύ τους ήταν σχεδόν ακαριαίο. Η πρώτη τους συνάντηση έγινε για κάποιον άσχετο λόγο. Εκείνη είχε ταμπεραμέντο και αυτοπεποίθηση, όπως πάντα. Εκείνος μόλις είχε βγει από μια έντονη σχέση με την τηλεόραση και ήθελε θέατρο. Οχι, όμως, οτιδήποτε. Κάτι αληθινά δικό του. Με το που την είδε, κατάλαβε ότι αυτή ήταν η μία και μοναδική και άρχισε να την πολιορκεί με μεταμεσονύκτια μηνύματα και τηλέφωνα: «Εχω φάει σκάλωμα με την πάρτη σου!» της έλεγε χωρίς ίχνος στρατηγικής. Και εκείνη τελικά ενέδωσε. Αφήνοντας στην άκρη λόγια και ρόλους μέσα από τους οποίους τους έχουμε συνηθίσει, η Δήμητρα Παπαδοπούλου και ο Φάνης Μουρατίδης αποφάσισαν να κάνουν μαζί μια μεγάλη βόλτα στη σκοτεινή όσο και συναρπαστική πλευρά της πόλης. Το Θέατρο Χώρα στην Κυψέλη, μία από τις προβληματικές συνοικίες της Αθήνας – το λένε και τα δελτία ειδήσεων – φιλοξενεί την παράσταση «Ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι». Ο Φάνης μονολογεί επί σκηνής, ανοίγοντας έναν ουσιαστικό διάλογο με το κοινό, σε ένα πολύ ιδιαίτερο… stand-up tragedy. Εξομολογείται τον πόνο του ως μεγαλοπιασμένος διαφημιστής που, πνιγμένος στα χρέη, άφησε το Παλαιό Ψυχικό και νοίκιασε ημιυπόγειο στον Αγιο Παντελεήμονα. Και η Δήμητρα, εμπνευσμένη από «Το όνειρο ενός γελοίου» του Ντοστογιέφσκι, έγραψε και σκηνοθέτησε ένα έργο που μας αποκαλύπτει ότι αν θέλεις να ξυπνήσεις, πρέπει πρώτα να κοιμηθείς.

Η κουβέντα μας στο φουαγέ του θεάτρου αρχίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, χωρίς λέξεις και ήχους εντυπωσιασμού: «Η ιδέα να βασιστούμε στο συγκεκριμένο έργο του Ντοστογιέφσκι ήταν του Φάνη. Οταν μου πρωτοέφερε το βιβλίο, ένιωσα αμήχανα. Εγώ τον Ντοστογιέφσκι δεν τον πολυγνώριζα, τον ήξερα όσο ξέρει κάποιος τον Ντοστογιέφσκι, επειδή ο μπαμπάς μου με είχε βάλει να διαβάσω το “Εγκλημα και τιμωρία”, το “Αδελφοί Καραμαζόφ” κτλ., χωρίς να είναι αυτό που γούσταρα από μόνη μου. Ψέματα να πω, ότι είχα κάνει διατριβή; Καμία σχέση. Μου άφησε, λοιπόν, το βιβλίο και στο εξώφυλλο ήταν η φάτσα του συγγραφέα. Επειδή εγώ έχω μια τρέλα με τα πρόσωπα, στην αρχή δεν το άνοιγα να το διαβάσω, γιατί τον κοίταγα και μου φαινόταν ότι είναι “κάπως” αυτός, ότι είναι λίγο βλαμμένος, κάτι δεν μου πήγαινε καλά. Αλλά, κοίτα κοίτα τη μούρη του, άρχισα ξαφνικά να νιώθω μια εξοικείωση με το τυπάκι και έγινε φίλος μου πραγματικός. Δηλαδή, τον φαντάστηκα να πίνουμε ποτό, να μου λέει για γκόμενες, να του λέω τα εσώψυχά μου – άσχετη διαδρομή, καμία σχέση με δραματουργία και ανάλυση». Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Δήμητρα Παπαδοπούλου, αν ο Ντοστογιέφσκι ζούσε στην Ελλάδα τού σήμερα, «θα σύχναζε σε μπαρ, θα έπινε πολύ, θα ήξερε πολύ καλά τον λόγο της κρίσης και θα τον εξηγούσε με απλές κουβέντες».

Ο Φάνης επισκέφθηκε για πρώτη φορά τον Αγιο Παντελεήμονα τώρα, για να φωτογραφηθεί για την παράσταση: «Σε αυτή την πλατεία μού έκανε τεράστια εντύπωση ότι, ενώ θεωρείται επικίνδυνη περιοχή, ήταν γεμάτη παιδιά. Ηταν εκεί 200 παιδιά που έτρεχαν, έπαιζαν, με τρομερή ενέργεια και ζωή. Εγώ μένω στο Χαλάνδρι, που δεν έχει τόσους μετανάστες. Και κάπου με τα χρόνια συνηθίζεις, οι εικόνες που έχεις είναι συγκεκριμένες και όταν έρχεσαι σε αυτή την περιοχή, βλέπεις όλον αυτόν τον κόσμο που ζει εδώ, έχει τα μαγαζιά του, χτυπάει ο ένας το παντζούρι του άλλου, βγαίνουν μωρά από μέσα, περπατάνε, ξαφνικά μπαίνεις σε μια άλλη πραγματική κοινωνία, που υπάρχει δίπλα σε εσένα, αλλά εσύ, που ζεις λίγο πιο πάνω, νομίζεις ότι άλλαξες χώρα. Απομονωθήκαμε στα προάστιά μας, αυτό είναι όλο». {{{ moto }}}

Ενώ για τη Δήμητρα, που είχε ζήσει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της ζωής της σε αυτή την περιοχή, τα λημέρια ήταν γνώριμα: «Πάντοτε όταν έρχονταν στο σπίτι μου στη Φυλής δημοσιογράφοι για συνέντευξη, ήθελαν όλοι να μου κάνουν αφιέρωμα για το πού ζω, μέχρι και στις ειδήσεις ήθελαν να με βγάλουν, και εγώ τους έλεγα “παιδιά, χαλαρώστε!”. Εγώ ζούσα εκεί επειδή ήταν η μάνα μου κοντά, όχι από trendy άποψη». Σε κάποια στιγμή του έργου ο ήρωας αναρωτιέται «γιατί οι άνθρωποι βγαίνουμε σε διαφορετικά χρώματα; Μπλουζάκια είμαστε;» και η Δήμητρα εξηγεί: «Αυτό μου έκανε εντύπωση από πολύ μικρή, γιατί γεννήθηκα στην Αίγυπτο. Μεγάλωνα με παιδιά άλλου χρώματος και δεν με πολυάφηναν να παίζω μαζί τους, αλλά εγώ ήμουν μοναχοπαίδι, δεν είχα παρέες και δεν μπορούσα να καταλάβω τι πρόβλημα είχαν με τα σκούρα παιδάκια. Μου άρεσαν πιο πολύ από το ασπράκια, ήταν πιο γήινα, κυλιόνταν στα χώματα, έτρωγαν κάτω. Και εμένα μου άρεσαν όλα αυτά, αλλά ως Ευρωπαίοι το θεωρούσαν ντροπή “τι είναι αυτά που κάνεις, θα μάθεις το παιδί λάθος”, αηδίες».

Ακόμη, όμως, και σε μια γειτονιά υποβαθμισμένη και κακόφημη, ο νεοέλληνας του 2012 σηκώνει κάποια στιγμή το βλέμμα, βλέπει ένα αστεράκι και τότε αναρωτιέται: «Υπάρχουν ακόμη αστέρια στον Αγιο Παντελεήμονα;». Και αποφασισμένος να τερματίσει τη μίζερη ζωή του με ένα περίστροφο που έκλεψε από έναν Ιρακινοαφγανό – κάτι τέτοιο τέλος πάντων –, αποφασίζει να διαβάσει πρώτα το βιβλίο του Ντοστογιέφσκι, και κάπως έτσι τον παίρνει ο ύπνος, βλέπει το ωραιότερο όνειρο της ζωής του και τελικά ξυπνάει και βλέπει τη ζωή του με άλλα μάτια. Η Δήμητρα μας ξεναγεί με πάθος στο σημαντικότερο καταφύγιό της, τον ύπνο: «Εγώ γενικά ποτέ δεν άντεχα την πραγματικότητα ως έχει. Πάντοτε, λοιπόν, ήθελα να φτιάχνω φανταστικές ιστορίες, ή να κοιμάμαι. Επίσης, πολλές φορές σκεφτόμουν ότι αν όλα αυτά τα πράγματα είναι ένα παραμύθι, χέστηκα. Ζω σε ένα παιχνίδι και αν η πραγματικότητα είναι άλλη, δεν με νοιάζει, δεν μου αρέσει. Μου αρέσει το παραμύθι, δεν είμαι ελεύθερη να διαλέξω;».

Και ενώ όλο και περισσότεροι άνθρωποι γύρω τριγύρω, αντί να σου πουν «καλημέρα», σου λένε «έχω κατάθλιψη», η ίδια σώζει τον ήρωά της, όπως και κάθε βράδυ τον εαυτό της, χάρη στα όνειρα: «Γενικά, το σύνθημα της εποχής πρέπει να είναι “Κοιμηθείτε”. Κοιμηθείτε να ονειρευτείτε: Κλείστε την τηλεόραση, κόψτε την πολλή δουλειά και κοιμηθείτε, χριστιανοί μου, γιατί εκεί πέρα μπορεί να παίζεται ένα παιχνίδι πάρα πολύ ωραίο. Οταν κοιμάμαι για πολλή ώρα, μετά ξυπνάω και λέω, ωραία: Δηλαδή, συγγνώμη, αν σηκωθώ τώρα, κάνω γυμναστική, κάνω πουσάπς, κάνω τα ψώνια μου, αυτό που θεωρεί η κοινωνία ότι είναι το υγιές, θα είμαι καλύτερη; Γιατί εγώ δεν είμαι πιο υγιής; Εγώ ξυπνάω πολύ πιο γεμάτη από όλους αυτούς. Εχω δει πράματα και θάματα. Λένε, ας πούμε, ότι άμα κοιμάσαι πολύ είναι δείγμα κατάθλιψης. Και γιατί, παρακαλώ, είναι κατάθλιψη; Ενώ άμα κοιμάσαι λίγο και δουλεύεις σαν το ζώο είναι υγεία;». Και ο Φάνης συμπληρώνει: «Ολο και περισσότερος κόσμος νιώθει μια σακατεμένη χαρά όταν λέει “πνίγομαι”. Λες και η ζωή του αποκτά σημαντικότητα επειδή δεν προλαβαίνει…».

Η αλήθεια και η αισιοδοξία είναι τα βασικά ζητούμενα της παράστασης και όπως τονίζει η ηθική αυτουργός: «Απαγορεύεται η απαισιοδοξία, με την έννοια ότι δεν σου επιτρέπεται να αναπαράγεις μιζέρια. Πάντα ο άνθρωπος που κάνει τέχνη χρεώνεται τον μετασχηματισμό, να φιλτράρει την ασχήμια για να παρουσιαστεί μια ομορφιά. Πόσω μάλλον σε περίοδο κρίσης. Και πραγματικά το έργο του Ντοστογιέφσκι είναι τόσο για το τώρα, αλλά και για πάντα. Οταν είχα κατέβει την άνοιξη στο Σύνταγμα, στους “Αγανακτισμένους”, όλη εκείνη η ατμόσφαιρα ήρθε και έδεσε απόλυτα με αυτό που διάβαζα εκείνη την εποχή στο βιβλίο».

Χωρίς να του λείπουν οι ισχυρές δόσεις δαιμόνιου χιούμορ, το έργο που έγραψε η Δήμητρα δεν είναι κωμωδία, και αυτό είναι κάτι πρωτόγνωρο για την ίδια: «Εγώ γενικά έχω ένα θέμα. Δεν μπορώ να μιλάω σοβαρά για πολλή ώρα. Και κανέναν άνθρωπο δεν αντέχω να μιλάει σοβαρά για πολλή ώρα. Και μέσα από αυτό το έργο άφησα τον εαυτό μου να αντέχει να μιλάει πολλή ώρα χωρίς να κάνει πλάκα. Για μένα δεν υπάρχει ζωή χωρίς χιούμορ. Αλλά για πρώτη φορά μού επέτρεψα να αφεθώ σε πράγματα που άλλοτε δεν τολμούσα. Ισως επειδή χρεώθηκα από πολύ μικρή τον ρόλο του ευχάριστου ανθρώπου, του ανθρώπου που φέρνει χαρά σε όλους, αλλά τώρα είδα για πρώτη φορά ότι η χαρά έρχεται και από πολλούς άλλους δρόμους, εκτός από το γέλιο».

Με τους «Απαράδεκτους» του Mega να ισοδυναμούν με την Ακρόπολη της τηλεόρασης – «με τις Πυραμίδες» με διορθώνει, υπερήφανη για την αιγυπτιακή καταγωγή της – αλλά και τους φίλους της να τη θεωρούν πάντα την ψυχή της παρέας, μοιάζει να μην είχε ποτέ την πολυτέλεια να χαλαρώσει χωρίς να χρειαστεί να πει κάτι ξεκαρδιστικά πνευματώδες: «Τώρα πια που μεγάλωσα το ξέρω, επειδή στο σπίτι μου υπήρχε πολύ χιούμορ και γέλιο, αλλά ξαφνικά υπήρχε και θλίψη. Σαν παιδί, λοιπόν, είχα χρεωθεί αυτή τη θλίψη να τη μεταστρέφω. Αυτό μου έγινε τρόπος ζωής παντού. Οπου έβλεπα να πέφτει μαυρίλα και γκαντεμιά, ήξερα ότι αν εγώ πω κάτι ανατρεπτικό, θα αλλάξει όλο το κλίμα. Χωρίς να ξέρω καλά καλά πώς το κάνω, έλεγα τη χαζομάρα μου και έβλεπα να αλλάζουν όλα. Και κάπως έτσι έγινε η αποστολή μου, αλλά με αυτό το έργο είναι σαν να είπα: “Οπα, κάτσε λίγο”. Είναι πολύ κουραστικό όλο αυτό, τρέλα είναι! Και το ζητάνε οι φίλοι, οι γκόμενοι, οι συνάδελφοι, το κοινό, οι πάντες είναι σαν να σου λένε “έλα φτιάξε με”. Και τώρα άρχισα να ανακαλύπτω ότι μπορώ να φτιαχτώ εγώ κατ’ αρχάς από άλλον δρόμο, οπότε μακάρι να φτιαχτούν και άλλοι άνθρωποι μαζί μου, μέσα από αυτή την παράσταση».

Και ο Φάνης, όμως, ένα αντίστοιχο καλούπι του εαυτού του σπάει με αυτή τη δουλειά: «Εχοντας μάθει να είσαι ο διασκεδαστής, συνεχίζεις να είσαι ο διασκεδαστής. Κακά τα ψέματα, όλοι όσοι κάνουμε αυτή τη δουλειά, από μια αναπηρία την κάνουμε. Δεν είναι ότι είμαστε όλοι υγιέστατοι. Μια αναπηρία που την κάνουμε δύναμη όμως. Δεν την αφήνουμε να γίνει κλάψα. Αυτό που έχεις ανάγκη κάποια στιγμή είναι να δηλώσεις πραγματικά τον εαυτό σου. Δηλαδή την αποδοχή την έχεις πάρει, αλλά αυτό δεν είσαι εσύ. Κάποια στιγμή έχεις την ανάγκη να συστηθείς πραγματικά. Γιατί αν κάτι πρέπει να περιμένει ο κόσμος από εμάς, είναι αυτή η γενναιότητα. Να δει από εμάς να είμαστε λίγο πιο γενναίοι. Αν δεν το κάνουμε κι αυτό, δεν μας απομένει τίποτα. Εγώ αυτό αντιλαμβάνομαι ως ταλέντο. Ταλαντούχος είναι αυτός που έχει μια γενναιότητα που δεν την περιμένεις, και όμως έχει τα κότσια να εκτεθεί πραγματικά, χωρίς να τον νοιάζει αν θα τον κάνεις χίλια κομμάτια με την κριτική σου. Τώρα, λοιπόν, έχουμε ένα πολύ ιδιαίτερο ραντεβού με αυτή την παράσταση, επειδή και εγώ και η Δήμητρα ρισκάρουμε πολλά, αφήσαμε όσα διχτάκια ασφαλείας πλέκαμε τόσα χρόνια».

Και πώς βλέπει η Δήμητρα αυτή τη συνάντηση με τον Φάνη, που της έκανε στενό μαρκάρισμα ώσπου να την «ψήσει», αλλά και με τον Ντοστογιέφσκι, που όταν ήταν μικρή τον διάβαζε υποχρεωτικά σαν να έπινε μουρουνέλαιο; «Δεν θα το παίξω υπεράνω, με ένοιαζε και με νοιάζει αν αρέσω στο κοινό, αυτή τη φορά, όμως, περιμένω να δω αν θα του αρέσει και μια άλλη πτυχή μου, που την κρατούσα χρόνια κρυμμένη. Αυτή η παράσταση είναι ένα ιδιαίτερο, περίεργο ραντεβού. Που, αν ήταν ερωτικό, θα έλεγες “τώρα τι να βάλω;”».

Η παράσταση «Ο φίλος μου ο Ντοστογιέφσκι» φιλοξενείται στη σκηνή Μικρή Χώρα του Θεάτρου Χώρα (Αμοργού 20, Κυψέλη) σε σκηνοθεσία Δήμητρας Παπαδοπούλου και Αγγελίτας Τσούγκου.

* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 11 Δεκεμβρίου 2011