Εκεί που η πολιτική µας ζωή ήταν επί δεκαετίες καθηλωµένη µε κόµµατα-απολιθώµατα που άλλαζαν αργά-αργά και σταθερά για να προφυλάξουν όσο πιο προσεκτικά γίνεται τους αρτηριοσκληρωτικούς µηχανισµούς που έχτιζαν επί µακρόν µε ποικίλες εξαρτήσεις και συναλλαγές, ξαφνικά, σε ένα τοπίο κρίσης και µεγάλης ρευστότητας, τα πράγµατα έχουν αρχίσει να σαλεύουν. Η κινητικότητα εµφανίζεται κυρίως στον χώρο του ΠΑΣΟΚ. Αβεβαιότητα, σύγχυση, σπασµωδικές κινήσεις και προσωπικές στρατηγικές.

Τα άλλα κόµµατα προσποιούνται ότι δεν έχει αλλάξει τίποτε. ∆ιατηρούν ακόµη µια επίφαση συντεταγµένης παρουσίας και ακολουθούν, µε τις επί µέρους αποχρώσεις τους, τη γνωστή σε αυτά πολιτική της καταγγελίας, της διγλωσσίας, του λαϊκισµού, της κούφιας ρητορείας, ως συγκολλητική ουσία ενός ανερµάτιστου µπουλουκιού. Με την εξαίρεση του ΠΑΣΟΚ, το τοπίο µοιάζει σχεδόν τακτοποιηµένο.

Ωστόσο η αποσταθεροποίηση και η ρευστότητα έρχονται από πιο βαθιά, εκεί όπου είχαν εγκαταλειφθεί οι πολίτες, για να αλωνίζουν ασύδοτα στην επιφάνεια οι πολιτευτές µε τους συµπαραστάτες και τους πελάτες τους. Υπάρχει µια βουβή, συγκρατηµένη οργή, πολύ πιο δυνατή από τις κραυγές και µούντζες των «Αγανακτισµένων». Είναι αυτή ακριβώς που ταρακουνά, προς το παρόν, και απειλεί να γκρεµίσει το πολιτικό σύστηµα. Πώς εκφράζεται αυτή η βουβή οργή που δείχνει µε στιβαρή εγκαρτέρηση την αποφασιστικότητά της; Με τα χαµηλά ποσοστά στις δηµοσκοπήσεις σε όλα τα γνωστά κόµµατα, εξουσίας και διαµαρτυρίας. Με τα υψηλά ποσοστά των αναποφάσιστων που απορρίπτουν όλες τις προσφερόµενες εκδοχές. Με την απόρριψη της λύσης Πετσάλνικου και την επιβολή της λύσης Παπαδήµου. Με τις ουρές των πολιτών που στέκονται µε καρτερία και αξιοπρέπεια στα ταµεία της ∆ΕΗ, στις εφορίες και στις τράπεζες. Με τη σχετική ησυχία τον τελευταίο καιρό στο κέντρο της Αθήνας. Με την αναγνώριση της ανάγκης των µεταρρυθµίσεων. Με τα υψηλά ποσοστά δηµοφιλίας του Παπαδήµου. Με την πάση θυσία υποστήριξη του ευρώ και της συµµετοχής της χώρας στην ΕΕ. Αυτός ο κορµός της ελληνικής κοινωνίας βλέπει πλέον κατάµατα το πρόβληµα και βλέπει επίσης την ανεπάρκεια του πολιτικού προσωπικού που είχε αναλάβει να διαχειρίζεται τη ζωή µας. Το ξέραµε και πριν, αλλά είτε από βόλεµα, είτε από αµεριµνησία, είτε από διακριτικότητα, αφήσαµε, ως πολίτες, τον δηµόσιο χώρο σε αυτούς που κυρίως τον λυµαίνονταν, συχνά µε ανενδοίαστη θρασύτητα. Οι έντιµοι και ικανοί που πάντα υπήρχαν, και υπάρχουν και σήµερα, πνίγονταν στον χυλό που κυρίευε σαρωτικά κάθε αξία. Πολύ λίγοι (µε την εξαίρεση των ανεπάγγελτων γόνων των πολιτικών οικογενειών) έχουν την επιθυµία ή τη µανία να διοικούν και να πολιτεύονται. Οι περισσότεροι θέλουν να ζουν σε ένα ευνοµούµενο κράτος για να µπορούν να απολαµβάνουν, κατά την κρίση τους, τα αγαθά της δηµόσιας και της ιδιωτικής ζωής. Σήµερα όµως τέτοιο κράτος δεν υφίσταται και οι πολίτες ανησυχούν και αναζητούν τρόπους να παρέµβουν.

Τα πάντα βρίσκονται στον αέρα και δεν γίνεται να ελέγξουν τους ανέµους που µαίνονται οι αεριτζήδες της πολιτικής σκηνής. Χρειάζεται σοβαρότητα, γνώση, ακεραιότητα, διάθεση προσφοράς και αλληλεγγύη ώστε οι λύσεις των προβληµάτων να δροµολογηθούν. Χρειάζεται να εµπεδωθεί στη χώρα αίσθηµα εµπιστοσύνης και ασφάλειας για να επανέλθει η ηρεµία και η ρουτίνα της καθηµερινότητας.

Υπάρχει τεράστια αναµονή στην κοινωνία για µια πνοή δηµιουργίας και ανανέωσης (που δεν είναι ηλικιακή), µια πνοή που θα συνεγείρει τους πολίτες σε µια προοπτική δουλειάς, δικαιοσύνης και προκοπής, που θα πετάξει µακριά τα κόλπα, τις λοβιτούρες και τις ψευτιές. ∆εν είναι ο κόσµος αφελής για να πιστεύει ότι όλα θα µεταµορφωθούν και η αδικία θα εκλείψει. Ωστόσο σήµερα οι άνθρωποι πνίγονται όχι µόνο από τα χρέη, την ανεργία και τις περικοπές µισθών. Πνίγονται από την ανευθυνότητα, τους τακτικισµούς, τις συγκαλύψεις, την υπολογισµένη ενηµέρωση, τις προκλητικές προσπάθειες υπαγόρευσης και παραπλάνησης, από την υποτίµηση της νοηµοσύνης όλων. Γι’ αυτό συζητούν όπου βρεθούν, αγωνιούν, ενηµερώνονται και ψάχνουν. Οµάδες, πολίτες, σχολιαστές, συντονίζονται και επικοινωνούν στον δρόµο, σε σπίτια, σε εφηµερίδες και στο ∆ιαδίκτυο. Θα ανταποκριθεί κάτι ή κάποιοι σε αυτή την αγωνία και την αναµονή; ∆εν ξέρω αν µπορούν να µεταµορφωθούν τα παλαιά κόµµατα – αµφιβάλλω. ∆εν ξέρω αν θα προκύψει νέο κόµµα. Ξέρω όµως ότι θα είναι ήττα για τη χώρα και τις δηµιουργικές δυνάµεις της αν δεν επιχειρήσει το πλειοψηφικό αυτό ρεύµα να εκφραστεί.

Η κυρία Βάσω Κιντή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ