ΤΟ ΒΗΜΑ – ΤΗΕ PROJECT SYNDICATE
Τα δημοκρατικά καθεστώτα δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις συναλλαγές από γενιά σε γενιά, ειδικά στο θέμα της συνταξιοδοτησης. Οπως συμβαίνει με όλες τις μετακινήσεις πόρων, η απαίτηση για μεγαλύτερη ασφάλεια στην τρίτη ηλικία προκαλούσε πάντα μια σύγκρουση αντιμαχόμενων συμφερόντων. Όταν οι περιστάσεις είναι καλές, οι συγκρούσεις αυτές λύνονται με την υπόσχεση και την πραγματικότητα της οικονομικής ανάπτυξης. Όταν όμως είναι ζοφερές, όπως σήμερα, είναι δύσκολο να δοθεί μια υπόσχεση που να μην βασίζεται στο ψέμα και την απάτη.
Το σύγχρονο κράτος πρόνοιας έχει έναν παράξενο κηδεμόνα: τον Οτο φον Μπίσμαρκ, τον «Σιδερένιο Καγκελάριο» της Γερμανίας, ο οποίος το 1880 προώθησε τις μεγάλες αυτες μεταρρυθμίσεις κόντρα στους φιλελευθέρους αντιπάλους του στο κοινοβούλιο, δίνοντας επιδόματα για περιπτώσεις ασθένειας, ατυχημάτων και ασφαλιστικής πρόνοιας στην τρίτη ηλικία. Το κίνητρο που κρυβόταν πίσω από τις παροχές αυτές ήταν πολύ κυνικό: προκειμένου να εξαγοράσει τα εργατικά σωματεία ωστε να σταματήσουν να διαμαρτύρονται – ή οπως το εθεσε, να δώσει και στην εργατική τάξη εναν λόγο να νιωθεί το κρατικό συμφέρον σαν δικό της.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν προϊόν ενός κράτους που μόνο εν μέρει ήταν δημοκρατικό, ενώ στις περισσότερες παραμέτρους του παρέμενε απολυταρχικό. Μόνο κάποιος στη θεση του καγκελάριου θα μπορούσε να αλλάξει τους κοινωνικούς όρους τοσο γρήγορα και δραστικά. Γιατί, όπως καταλάβαμε από τις πρόσφατες εξελίξεις στο μέτωπο των συντάξεων στις ΗΠΑ, μεγάλες αλλαγές στο θέμα αυτό από λιγότερο καλούς πολιτικούς μπορεί να προκαλέσει διασπαστικές έριδες στην κοινωνία.
Η ασφαλιστική κάλυψη που προέβλεπε η μεταρρύθμιση του Μπίσμαρκ θα ξεκινούσε να ισχύει στην ηλικία των 70 ετών, μια ηλικία που τοτε ελάχιστοι έφταναν, οπότε η αλλαγή αυτή έμενε κυρίως σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πραγματικότητα ο αριθμός των συνταξιούχων στην Γερμανία μειωνοόταν συνεχώς, μέχρι και τις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η πιο γενναία ώθηση για υψηλότερες μεγαλύτερες συντάξεις δόθηκε σε εποχές οικονομικής ανάπτυξης. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές του 1957 στη Γερμανία, ο Καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ πρότεινε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο μια «δυναμική» σύνταξη που θα αυξανόταν όχι μόνο με ρυθμίσεις σχετικα με το κόστος ζωής, αλλά και με την οικονομική παραγωγικότητα του καθενός. Οι γερμανοί ψηφοφόροι αντάμειψαν τους Χριστιανοδημοκράτες του Αντενάουερ με την ψήφο τους και το κόμμα του έγινε το πρώτο που ανηλθε στην εξουσία κατακτώντας την απόλυτη πλειοψηφία του λαϊκού ψήφου.

Στην πορεία ωστόσο, η βάση του ευρωπαϊκού μοντέλου συνταξιοδότησης φάνηκε να είναι προβληματική, καθώς το 1957 ήταν αδύνατο να προβλέψει κανείς την αύξηση του προσδόκιμου ζωής λόγω των ιατρικών ανακαλύψεων. Στην εποχή του Μπισμαρκ οι άνθρωποι δεν προλάβαιναν καν να φτάσουν σε μια ηλικία όπου θα απαιτούσαν σύνταξη, ενώ έναν αιώνα μετα ένας ηλικιωμένος θα περίμενε με ανυπομονησία να χαρεί την συνταξιοδότηση του σε μια παραλία δίπλα στη θάλασσα.
Συμπερασματικά, υπάρχουν δυο τρόποι να ανταποκριθούμε στην τρέχουσα συνταξιοδοτική κρίση που ενέσκηψε. Ο πρώτος είναι να απομακρυνθούμε από το αξίωμα του Μπισμαρκ περί συντάξεων σε ολους και να επικεντρωθούμε σε συντάξεις σε μερικούς, βάσει του μεγέθους και του χρόνου της προσφοράς τους στο κοινωνικό σύνολο. Αυτού του ειδους τη λύση πρόκριναν χωρες μεσαίων εισοδημάτων όπως η Χιλή, που στην αρχή φάνηκε ιδανική. Όμως η οικονομική κρίση των χρηματιστηρίων το 2000-2001 και μετέπειτα το 2007-2009 υποβάθμισε σταδιακά όλη αυτήν την αισιοδοξία.
Ο δεύτερος τρόπος είναι πιο ευθύς και ελκυστικός, τουλάχιστον με όρους μαθηματικών: την αλλαγή του ορίου συνταξιοδότησης. Αφού τόσοι άνθρωποι είναι πιο υγιείς και δραστήριοι μεγαλώνοντας, τα 80 χρόνια μπορούν να γίνουν «τα νέα 60» και το όριο να ανέβει. Οπότε, όπως και με το αξίωμα του Μπισμαρκ, υπάρχει κι εδώ μια αδικία. Κι ενώ όσοι θα επηρεαστούν από την αδικία αυτή είναι σίγουρα λιγότεροι σε σχέση με τη δεκαετία του 1950, η πολιτική πίεση συνεχίζει να υφίσταται προκειμένου να προωθηθεί αυτού του είδους η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση.

*O Χάρολντ Τζέιμς είναι καθηγητής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον και καθηγητής Ιστορίας στο Ινστιτούτο του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας.