Τρεις αρνητικές ειδήσεις για την πορεία της αμερικανικής οικονομίας ανακοινώθηκαν την Τετάρτη. Και οι τρεις έχουν ως κεντρικό άξονα την κατάσταση της αμερικανικής αγοράς εργασίας, που έχει εξελιχθεί πλέον σε τροχοπέδη κάθε προσπάθειας ουσιαστικής ανάκαμψης της μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη.

Είναι αλήθεια ότι οι αμερικανικές επιχειρήσεις παρουσιάζουν κέρδη (αυξημένα κατά 10% εφέτος, σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία) χάρη στις εξαγωγές τους που ευεργετούνται από το ανταγωνιστικό δολάριο. Ομως η εσωτερική αμερικανική αγορά, τρία χρόνια μετά το σκάσιμο της φούσκας της subprime market και των ακινήτων, πασχίζει ακόμη να ξεβαλτώσει.

Το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι οι καταναλωτικές δαπάνες αυξήθηκαν μόλις κατά 0,1% τον Οκτώβριο έπειτα από αύξηση κατά 0,7% που είχαν σημειώσει τον Σεπτέμβριο. Ανακοίνωσε επίσης ότι οι παραγγελίες για διαρκή καταναλωτικά αγαθά μειώθηκαν κατά 0,7% έπειτα από μείωση 1,5% που είχαν σημειώσει τον Σεπτέμβριο.
Ταυτόχρονα, το υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ότι την εβδομάδα που έληξε στις 19 Νοεμβρίου οι αιτήσεις για χορήγηση επιδόματος ανεργίας αυξήθηκαν περισσότερο από το αναμενόμενο. Αυξήθηκαν συγκεκριμένα κατά 2.000 και έφθασαν τις 393.000. Οι ειδικοί που είχαν συμμετάσχει σε έρευνα του Bloomberg υπολόγιζαν ότι ο συνολικός αριθμός των αιτούντων επίδομα θα διαμορφωνόταν στις 390.000.
Τα στοιχεία αυτά επιδείνωσαν την εξαρχής αρνητική σήμερα εικόνα της Wall Street. Περίπου δύο ώρες πριν από το κλείσιμο της αγοράς ο δείκτης Dow Jones υποχωρούσε κατά 1,51%, ο Standard & Poor’s 500 υποχωρούσε κατά 1,59% και ο Nasdaq κατά 1,78%. Οι εξελίξεις, βεβαίως, στην αμερικανική κεφαλαιαγορά επηρεάστηκαν σημαντικά από την αδυναμία της κυβέρνησης του Βερολίνου, που δεν κατάφερε να πουλήσει 10ετή ομόλογα αξίας μόλις 6 δισ. ευρώ, και από το σοκ που προκάλεσε το πρωτοφανές αυτό φιάσκο στις διεθνείς αγορές ομολόγων.
Σε ό,τι αφορά τις ΗΠΑ πάντως, όλοι οι αναλυτές συμφωνούν ότι η αιτία για την οποία καρκινοβατεί η οικονομία είναι η αδυναμία της να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας – σημειωτέον ότι τη Δευτέρα το υπουργείο Εμπορίου ανακοίνωσε ότι η ανάπτυξη της οικονομίας των ΗΠΑ το τρίτο τρίμηνο ήταν τελικώς μόνο 2% και όχι 2,5% που ήταν η προηγούμενη εκτίμηση.
Η ανεργία παραμένει καθηλωμένη στο 9% – ποσοστό πολύ υψηλό για τα αμερικανικά δεδομένα – ενώ η γενικότερη οικονομική δυσπραγία, που τροφοδοτείται από τη σοβούσα ακόμη κρίση στην αγορά ακινήτων και ως εκ τούτου στο αίσθημα οικονομικής ασφάλειας των πολιτών, έχουν πλήξει την παραδοσιακή καταναλωτική βουλιμία των Αμερικανών. Χωρίς εσωτερική κατανάλωση, όμως, ισχυρή αμερικανική οικονομία δεν νοείται. Ας σημειωθεί ότι οι καταναλωτικές δαπάνες συμβάλλουν κατά 70% στη διαμόρφωση του αμερικανικού ΑΕΠ.

Η δήλωση που έκανε στο Bloomberg ο Ρόμπερτ Ντάι, επικεφαλής οικονομολόγος της Comerica στο Ντάλας του Τέξας, αποτυπώνει την κατάσταση που επικρατεί στην αμερικανική αγορά: «Η εμπιστοσύνη των καταναλωτών για το οικονομικό τους μέλλον δεν τους επιτρέπει να αυξήσουν τις δαπάνες τους. Ταυτόχρονα, η ευρωπαϊκή κρίση χρέους αποτελεί μια διαρκή απειλή για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη. Περιμένουμε τις εορτές των Χριστουγέννων για να δούμε μιαν καταναλωτική ανάκαμψη, που μπορεί να μην είναι ισχυρή, αλλά θα είναι μια θετική αλλαγή από τη μίζερη πραγματικότητα».