ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times
Οδηγώντας μας προς ένα στεγασμένο παζάρι στην εξωτική πόλη Τζοντπούρ της δυτικής Ινδίας, ο ξεναγός μας έκανε μια στάση για να μας δείξει ένα μοντέρνο αξιοθέατο. «Βλέπετε αυτό το φανάρι;», μας είπε, δείχνοντας μας ένα τυπικό φωτεινό σηματοδότη σε μια πολύβουη διασταύρωση. «Είναι το μοναδικό φανάρι στο Τζοντπούρ. Εδώ πέρα ζουν 1,2 εκατομμύρια άνθρωποι».

Όσο περισσότερο ταξιδεύεις στην Ινδία, τόσο περισσότερο παρατηρείς με πόσο ελαφρά χείρα κυβερνάται αυτή η χώρα. Με κάποιο τρόπο όλα λειτουργούν – τουλάχιστον στο περίπου. Τα αυτοκίνητα κινούνται, με ή χωρίς φανάρια – αλλά, για πρώτη φορά στα πολλά χρόνια που επισκέπτομαι την Ινδία, αρχίζω να αναρωτιέμαι αν αυτή η «τόσο, όσο χρειάζεται» πρακτική διακυβέρνησης της χώρας μπορεί να σταθεί και στο μέλλον. Τεράστια σκάνδαλα διαφθοράς έχουν «γδύσει» την κυβέρνηση από δισεκατομμύρια δολάρια αναγκαίων πόρων, και, όσο ενθουσιασμένος κι αν είμαι με την καινοτόμο ορμή των νεαρών Ινδών επιστημόνων, είναι βέβαιο ότι χωρίς μια κυβέρνηση που θα τους βοηθά με τους δρόμους, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, την ηλεκτρική ενέργεια, το γρήγορο ίντερνετ και τους έξυπνους κανόνες που χρειάζονται για να ανθήσουν, δεν πρόκειται ποτέ να αξιοποιήσουν πλήρως τις δυνατότητες τους.

Αυτό δεν είναι ένα θεωρητικό ζήτημα. Η ατμόσφαιρα στις μεγάλες πόλεις της Ινδίας είναι ανθυγιεινή. Σπάνια βλέπεις εδώ ένα ποτάμι ή μια λίμνη που να μην είναι μολυσμένα. Το πλήθος των ανθρώπων από μόνο του – σύντομα η Ινδία θα ξεπεράσει σε πληθυσμό την Κίνα – αρκεί για να κάνει την ζημιά σε ένα απροστάτευτο περιβάλλον. Χωρίς καλύτερη διακυβέρνηση, πως θα αποφύγει η Ινδία την μετατροπή της σε μια τεράστια ζώνη οικολογικής καταστροφής μέσα στην επόμενη δεκαετία; Όποιο μινιμαλιστικό μέτρο προστασίας κι αν παίρνει η Ινδία, αργά ή γρήγορα ο νόμος των μεγάλων αριθμών – 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι – το «καταπίνει». Γι’ αυτό καλείται εσπευσμένα να αποδείξει πως η δημοκρατία της μπορεί να πάρει, αλλά και να εφαρμόσει μεγάλες αποφάσεις με την ίδια προσοχή, εξουσία και προσήλωση που επιδεικνύει το αυταρχικό καθεστώς της Κίνας.

Ο Αζίμ Πρεμτζί, πρόεδρος της Wipro, μιας από τις ηγετικές τεχνολογικές εταιρείες της Ινδίας, δεν μάσησε τα λόγια του για το μέλλον: «Υπάρχει πλήρης απουσία αποφάσεων από την κυβερνητική ηγεσία. Αν δεν αναληφθεί άμεσα δράση, η χώρα θα πάει πίσω. Πρέπει όλοι να καταλάβετε την σοβαρότητα της κατάστασης».

Σας ακούγεται οικείο; Πράγματι, ο Πρεμτζί θα μπορούσε να μιλάει για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί οι ηγέτες αποφεύγουν να πάρουν σκληρές αποφάσεις, εκτός αν είναι υποχρεωμένοι να το πράξουν. Όλοι – ακόμη και οι Κινέζοι ηγέτες – μοιάζουν να φοβούνται τους λαούς τους περισσότερο παρά ποτέ. Αναρωτιέται κανείς αν η διάδοση του Ίντερνετ, των ιστολογίων, του Twitter και των άλλων νέων διαύλων επικοινωνίας έχει, όπως και στην περίπτωση της Κίνας, κάνει την συμμετοχική δημοκρατία τόσο πολύ συμμετοχική, και τους ηγέτες τόσο πολύ «συντονισμένους» στις μεταβολές της κοινής γνώμης, ώστε να δυσκολεύονται να λάβουν οποιαδήποτε μεγάλη απόφαση απαιτεί θυσίες. Έχουν πια τόσες φωνές στα κεφάλια τους, που δεν ακούνε την δική τους φωνή.

Ας επιστρέψουμε όμως στην Αμερική, όπου παραμονές μιας ακόμη μεγάλης απόφασης για τον προϋπολογισμό από μια ακόμη δικομματική «υπέρ-επιτροπή», ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τι θέλει να προκύψει από την επιτροπή αυτή ο πρόεδρος Ομπάμα. Ποιοι ακριβώς φόροι θέλει ο πρόεδρος να αυξηθούν, και ποιες δαπάνες θέλει να περικόψεις; Η προεδρική πολιτική σε αυτό το θέμα μοιάζει με μια γαβάθα δημοσκοπικού χυλού.

Σε μια στιγμή που, από την Ινδία μέχρι την Αμερική, οι δημοκρατίες καλούνται να πάρουν περισσότερες μεγάλες αποφάσεις παρά ποτέ, αν θέλουν να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των λαών τους, αυτή η επιδημία αναποφασιστικότητας εξελίσσεται σε μια ιδιαίτερα ανησυχητική τάση. Σημαίνει πως παραδίδουμε αμαχητί όλο και περισσότερη ηγεσία σε τεχνοκράτες και «υπέρ-επιτροπές»— ή πως απλά αφήνουμε την αγορά και την Μητέρα Φύση να μας επιβάλουν αποφάσεις που δεν μπορούμε να πάρουμε οι ίδιοι. Και αυτό σπανίως αποδίδει τους βέλτιστους καρπούς.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση υποφέρει ιδιαίτερα από το σύμπτωμα των ηγετών που δεν μπορούν να ηγηθούν, και αυτός είναι ο λόγος που Ιταλία και Ελλάδα στρέφονται πλέον σε μη εκλεγμένους τεχνοκράτες για την διακυβέρνηση τους. Όπως έγραψε ο Τόνι Μπάρμπερ στους Financial Times, «αυτό που συμβαίνει στην πράξη είναι ότι οι υπεύθυνοι της ευρωζώνης αποφάσισαν να αναστείλουν την «κανονική» πολιτική ζωή σε δύο χώρες, διότι έκριναν ότι η συνέχιση τους αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο για την ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Έκριναν ότι η ευρωπαϊκή ενοποίηση, ένα μεγάλο σχέδιο που υλοποιείται εδώ πάνω από και μισό αιώνα, είναι τόσο κεφαλαιώδους σημασίας ώστε οι πολιτικοί που πρέπει να δίνουν λογαριασμό στους λαούς τους πρέπει να δώσουν την θέση τους σε μη εκλεγμένους «ειδικούς», που μπορούν να σώσουν την παρτίδα. Αν μέχρι τώρα υπάρχει τόσο λίγη δημόσια αγανάκτηση γι’ αυτό στην Αθήνα και την Ρώμη, είναι προφανώς επειδή εκατομμύρια Έλληνες και Ιταλοί περιφρονούν τόσο βαθιά τις πολιτικές τους τάξεις».

Ναι, είναι αλήθεια πως στον υπέρ-συνδεδεμένο κόσμο μας, στην εποχή του Facebook και του Twitter, οι άνθρωποι έχουν περισσότερες δυνατότητες και βλέπουμε περισσότερες καινοτόμες ιδέες να εμφανίζονται «από τα κάτω», παρά το αντίθετο. Αυτό, θεωρητικά, είναι καλό πράγμα. Σε τελική ανάλυση όμως – είτε είσαι Πρόεδρος, είτε γερουσιαστής, δήμαρχος ή μέλος της επιτροπής καθοδήγησης στην τοπική ομάδα του κινήματος «Καταλάβετε την Wall Street» – κάποιος πρέπει πάντα να «ζυμώσει» αυτές τις ιδέες σε ένα όραμα για το πώς θα πάμε μπροστά, να σμιλέψει πολιτικές που να μπορούν να κάνουν την διαφορά στις καθημερινές ζωές των ανθρώπων, και μετά να χτίσει μια πλειοψηφία, ώστε να τις εφαρμόσει. Αυτοί αποκαλούνται πραγματικοί ηγέτες. Οι πραγματικοί ηγέτες διαμορφώνουν τις δημοσκοπήσεις με τις πράξεις τους δεν κάθονται απλά να τις διαβάζουν. Και σήμερα σε όλο τον κόσμο, ανεξαρτήτως πολιτικού συστήματος, οι πραγματικοί ηγέτες είναι είδος εν ανεπάρκεια.