Το βιβλίο «Δουβλινιάδα» που παρούσιασε ο Ενρίκε Βίλα – Μάτας στο Ινστιτούτο Θερβάντες της Αθήνας

Ο Ενρίκε Βίλα- Μάτας, με μεγάλη προθυμία και υπομονή, βρισκόταν από πολύ νωρίς στο Ινστιτούτο Θερβάντες προκειμένου να ικανοποιήσει τους πάντες: τους ανθρώπους του ιδρύματος που τον κάλεσαν στην Αθήνα, τους δημοσιογράφους, τους αναγνώστες του.

Ηταν ντυμένος απλά, μ’ ένα σκούρο κοστούμι και δεν μπορούσες να καταλάβεις προς τα που κατευθυνόταν η αδιάφορη αλλά κατά τ’ άλλα δραστήρια ματιά του. Το κεφάλι του είχε μια μόνιμη, ελαφρά κλίση προς τα κάτω και το φως διαχεόταν εντυπωσιακά πάνω στο τεράστιο μέτωπό του. Μοναδική εξαίρεση οι τρεις ευτράπελες περιπτώσεις διακοπής ρεύματος που βύθισαν στο σκοτάδι για λίγο το αμφιθέατρο. Η συγγραφέας Λένα Διβάνη η οποία τον θαυμάζει και συζήτησε μαζί του, είπε ενθουσιασμένη ότι τον χαρακτηρίζει ένα «ύφος παράξενου πουλιού». «Και όμως» εξήγησε αργότερα ο ίδιος «εκείνη την ώρα εργάζομαι». Στην ουσία, εργάζεται η ματιά του καλλιτέχνη.

Οποιος έχει διαβάσει τον Βίλα-Μάτας ξέρει ότι η γραφή του είναι ξεχωριστή, ένα μεταιχμιακό εγχείρημα, μια εμμονή υπαρξιακής φύσεως ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία – ή όπως λέει ο ίδιος «μια παράλληλη πραγματικότητα που συνυπάρχει με αυτήν που βιώνω». Το κρύο απόγευμα της Παρασκευής 11 Νοεμβρίου του 2011, ο 63χρονος συγγραφέας από τη Βαρκελώνη βρέθηκε στο Ινστιτούτο Θερβάντες για την παρουσίαση του νέου του βιβλίου με τον τίτλο «Δουβλινιάδα» (μτφρ. Νάννα Παπανικολάου) καλεσμένος των εκδόσεων Καστανιώτη. Σε αυτό το μυθιστόρημα ο Βίλα-Μάτας, ένας στυλίστας της σύγχρονης ισπανόφωνης λογοτεχνίας, μας συμπαρασύρει σ’ ένα μαγικό ταξίδι ακολουθώντας τα βήματα του «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις, στο Δουβλίνο.

«Μια μέρα περπατούσα στο δρόμο. Από μακριά παρατήρησα μια κοπέλα να μιλάει στο κινητό. Σταμάτησε και κάποια στιγμή άρχισε να κλαίει. Ξαφνικά κοκάλωσα και ενέτεινα το βλέμμα μου. Επρεπε να σταματήσω.Υστερα η κοπέλα διπλώθηκε στα δύο, γονάτισε και έβγαλε μια δυνατή κραυγή. Εκ των υστέρων έμαθα ότι κάποιος την ενημέρωσε για τον θάνατο ενός οικείου προσώπου. Εκείνη την ώρα η κοπέλα είχε το δράμα της και εγώ το δράμα που παρατηρούσα στην παράλληλη ζωή μου, αυτή του συγγραφέα. Τι να πω, όσοι γράφουμε έχουμε διασαλευμένα συναισθήματα» εξήγησε ο Βίλα-Μάτας, τον οποίο παρουσίασαν στο κοινό και του απηύθυναν ερωτήσεις η δημοσιογράφος Μικέλα Χαρτουλάρη και ο διευθυντής της σειράς ξένης λογοτεχνίας των εκδόσεων Καστανιώτη Ανταίος Χρυσοστομίδης.

«Και πριν από έξι χρόνια που αρρώστησα (μπορείτε να το χαρακτηρίσετε και τερατώδες) έγραφα για την περιπέτειά μου σαν να επρόκειτο για μυθοπλασία» συνέχισε ο συγγραφέας. «Μια μέρα τσακωνόμασταν με τη γυναίκα μου. Σε κάποια στιγμή της ζήτησα να σταματήσουμε τον καβγά ούτως ώστε να καθίσω να γράψω! Ηθελα οπωσδήποτε να αναλύσω τους λόγους για τους οποίους εκείνη την ώρα κάναμε αυτό που κάναμε. Είχα την ανάγκη να δω τα πράγματα απ’ έξω. Να, γι’ αυτό ήταν μεγάλος ο Φερνάντο Πεσσόα, επειδή έβλεπε τον εαυτό του απ’ έξω».

Η λογοτεχνία του Ενρίκε Βίλα-Μάτας ασχολείται με την ίδια τη λογοτεχνία και τις (καλώς ή κακώς εννοούμενες) αρρώστιες της. Ο ίδιος είπε ότι το έργο του θα μπορούσε να είναι «η ιστορία της σιωπής της λογοτεχνίας». Στο βιβλίο «Μπάρτλεμπυ και Σία» (2002) επικεντρώνεται στους συγγραφείς που επέλεξαν τη σιωπή αντί της γραφής μπροστά στον φόβο της αυτοεπανάληψης, στο «Η νόσος του Μοντάνο» (2006) στρέφεται σ’ αυτούς που έγραφαν πολλά με αποτέλεσμα στη συνέχεια να μη μπορούν να γράψουν, ενώ στο «Δόκτωρ Πασαβέντο» (2010) εξασκείται στη φοβερή τέχνη του να μετατρέπεσαι σε τίποτα. «Ολοι σχεδόν οι ήρωές μου είναι σε μια κατάσταση που επιδέχεται, όπως θα έλεγε ο Κάφκα, μονάχα βελτίωση, είναι τόσο χάλια που μπορούν να τους συμβούν μόνο καλύτερα πράγματα» αυτοσαρκάστηκε ο συγγραφέας που έχει τιμηθεί με το σημαντικό Βραβείο Ρόμουλο Γαλιέγος για «Το κάθετο ταξίδι» (2004).

Ο Βίλα Μάτας «ενηλικιώθηκε» συγγραφικά στο Παρίσι της δεκαετίας του 1960 υπό την πνευματική καθοδήγηση της Μαργκερίτ Ντυράς απ’ την οποία νοίκιαζε μια σοφίτα με τα λιγοστά του χρήματα. Το πώς προσπάθησε ο ίδιος να μιμηθεί τον Χέμινγκγουεϊ που έγραψα εκεί την «Κινητή γιορτή» μπορείτε να το διαβάσετε στο χρονικό της λογοτεχνικής του μαθητείας «Το Παρίσι δεν τελειώνει ποτέ» (2008).

«Εβαζα δυσκολίες στον ίδιο μου τον εαυτό για να συνεχίσω να γράφω βιβλία που έβγαιναν απ’ τα προηγούμενα. Δημιουργώ μέσα σε μια άλλη πραγματικότητα στην οποία όμως δεν ψεύδομαι ποτέ. Υπό μία έννοια όλοι οι συγγραφείς είμαστε ρεαλιστές. Ολοι προσφέρουμε μια πραγματικότητα στον αναγνώστη. Τον ρεαλισμό τον αποδίδω περιφρονητικά σ’ αυτούς που αντιγράφουν απλώς αυτό που συμβαίνει. Σε κάθε περίπτωση χρειάζομαι πάντα κάποιον άλλο για να μου πει τι ακριβώς κάνω εγώ» είπε για τον τρόπο που δουλεύει.

Στην πρώτη του νιότη ο Βίλα-Μάτας πέρασε από τη δημοσιογραφία. Επινόησε τη μετάφραση μιας συνέντευξης με τον Μάρλον Μπράντο επειδή τότε δε γνώριζε πολύ καλά αγγλικά ενώ έβγαλε από τη φαντασία του άλλη μία με τον Ρούντολφ Νουρέγιεφ. Ο τελευταίος είχε επισκεφθεί τη Βαρκελώνη και τότε το έντυπο με το οποίο συνεργαζόταν ο συγγραφέας τον είχε επιφορτίσει με αυτή την τιμητική συνομιλία. Ο Βίλα- Μάτας όμως δεν πήγε ποτέ στο ραντεβού. Το προηγούμενο βράδυ είχε πιαστεί στα χέρια με τον διάσημο χορευτή σ’ ένα μπαρ και απέφυγε τη δυσάρεστη συνέχεια το επόμενο πρωί με μια ακόμα φανταστική συνέντευξη! Οταν λίγα χρόνια αργότερα έμαθε ότι κάποιος του είχε κάνει ακριβώς το ίδιο τον συγχώρεσε χωρίς δεύτερη κουβέντα…

Στη «Δουβλινιάδα» (2011) που ο Βίλα-Μάτας γίνεται απροσδόκητα εξωστρεφής, ο Σαμουέλ Ρίβα, ένας συνταξιούχος εκδότης βλέπει ένα παράξενο όνειρο που τον πείθει ότι το χαμένο νόημα της ζωής του βρίσκεται στο Δουβλίνο. Μαζί με κάποιους φίλους του αποφασίζουν να ταξιδέψουν στην πόλη που ο Τζόις έπλασε τον «Οδυσσέα» του προκειμένου να κηδέψουν την εποχή της τυπογραφίας τη στιγμή που η ψηφιακή εποχή έχει αρχίσει να καταπίνει τα πάντα.

«Νομίζω ότι η λογοτεχνία του μέλλοντος θα είναι πιο κοντά σε κάτι που θα συνταιριάζει την αφήγηση με τη φιλοσοφία» κατέληξε ο Βίλα-Μάτας. «Σήμερα είναι δύσκολο το να είσαι περίπλοκος. Το επίπεδο του αναγνωστικού κοινού έχει πέσει αρκετά. Δεν χρειαζόμαστε μόνο ταλαντούχους συγγραφείς αλλά και ταλαντούχους αναγνώστες». Αυτός ο συγγραφέας είναι απαιτητικός. Οποιος όμως καταδυθεί στον κόσμο του και βρει εκεί ενδιαφέρον δύσκολα τον εγκαταλείπει.

«Η ζωή είναι όμορφη, θλιμμένη και ωμή. Σκεφτείτε τον Σωκράτη. Ηθελε να φτάσει τη σοφία στα έσχατα όριά της παρά την αχρηστία της».