-Σκοπεύεις να πεις στον άνδρα σου για το αποψινό βράδυ;

-Δεν ξέρω…Το αποψινό βράδυ δεν έχει τελειώσει ακόμα…

ΕΝ ΤΩ ΜΕΤΑΞΥ ΣΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟ ΤΑΞΙΔΙ

-Πιστεύεις ότι αν ζούσε ο φίλος σου θα ήσασταν ακόμα μαζί;

-Ναι, σίγουρα. Αλλά και πάλι θα ήμουν εδώ απόψε, να ερωτοτροπώ μαζί σου σ’ αυτήν την πισίνα…

«Πάντα έτσι συμβαίνει. Ή ο έρωτας πεθαίνει, ή οι εραστές. Δε γίνεται να ζήσουν και τα δύο» ήταν η κυνική διαπίστωση ενός εξίσου κυνικού φίλου ένα από τα δεκάδες βράδια που ασχολούμασταν με το αρχέγονο ερώτημα: μπορεί ο έρωτας να κρατήσει για πάντα; Δεν είχα κανένα ρομαντικό επιχείρημα για να τον αντικρούσω. Το μυαλό άρχισε να πηγαίνει σε ζευγάρια που έμειναν αθάνατα χάρη στο θάνατο, όπως ο Ρωμαίος και η Ιουλιέτα.Τί θα γινόταν άραγε αν οι δύο αυτοί σαιξπηρικοί έφηβοι νικούσαν την έχθρα των οικογενειών τους και κατάφερναν να γεράσουν μαζί; Θα συνέχιζε να είναι τρελός και παλαβός μαζί της ο Ρωμαίος, ή θα την απατούσε με καμία τσαπερδόνα απ’ τη Βερόνα;

Τα περισσότερα παραμύθια τελειώνουν με το κορίτσι που βρίσκει τον πρίγκηπα «και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Κανείς ποτέ δε μας είπε αν η Χιονάτη αντιμετώπιζε προβλήματα στο γάμο της, αν η Σταχτοπούτα πάχυνε τόσο πολύ που δεν ξαναφόρεσε ποτέ το περίφημο γοβάκι, αν η Ωραία Κοιμωμένη έπασχε έκτοτε από αϋπνίες επειδή ο ιππότης της ροχάλιζε.

Το «τέλειο» ζευγάρι

Η ταινία της Μάσι Τατζεντίν «Last Night» (Χθες το βράδυ) πιάνει το νήμα από το ροζέ χάπι εντ και μας μυεί στην πολύ πιο πεζή πραγματικότητα ενός ζευγαριού που φαινομενικά έχει τα πάντα. Η Τζο (Κίρα Νάιτλι) και ο Μάικλ (Σαμ Γουόρθινγκτον) είναι ένα φωτογενές ζευγάρι, από αυτά που βλέπεις και ζηλεύεις όταν τα συναντάς να ψωνίζουν στο σούπερ μάρκετ ή να μπαίνουν σε ένα εστιατόριο. Κανένα αγεφύρωτο χάσμα, δεν προέρχονται από διαφορετικούς κόσμους όπως ο Ράιαν Γκόσλινγκ και η Μισέλ Γουίλιαμς στο «Blue Valentine». Εδώ είναι και οι δύο επιτυχημένοι στη δουλειά τους, ευκατάστατοι και χωρίς παιδί να δοκιμάζει τις μεταξύ τους αντοχές. Ολα μοιάζουν ανοιχτά και πιθανά.

Μόνο που το πρώτο αγκάθι φαίνεται από την πρώτη κιόλας σκηνή της ταινίας, όταν ετοιμάζονται για το επαγγελματικό δείπνο του Μάικλ. Η Τζο φοράει πάνω από το λευκό φανελάκι με το οποίο κοιμάται μία απλή μαύρη μπλούζα και βάφεται στο ταξί. «Αν αυτή τη στιγμή τρακάρουμε, θα μπορούσες να χάσεις το μάτι σου» της λέει ο χιουμορίστας σύζυγος όσο εκείνη τονίζει το βλέμμα της με λίγη μάσκαρα. Κανένα μυστήριο, καμία ιεροτελεστία προετοιμασίας, κανένα «είσαι πανέμορφη απόψε!». Μία χαλαρωτική οικειότητα που όμως ελλοχεύει κινδύνους.

«Δεν είναι αυτό που νομίζεις…»

Και το όνομα αυτής, Λόρα (Εύα Μέντες). Οι γυναίκες τα καταλαβαίνουμε αυτά από μακριά, μυρίζουμε τη φρέσκια σάρκα σαν καρχαρίες και σπεύδουμε να κόψουμε βόλτες επιδεικνύοντας το απειλητικό μας πτερύγιο. «Ωστε αυτή είναι η συνάδελφός σου; Μ’ αυτήν φεύγεις αύριο για επαγγελματικό ταξίδι; Δε μου είχες πει ότι είναι τόσο ελκυστική, είχες πει ότι δεν είναι και τίποτα σπουδαίο»: η Τζο κάνει μία μίνι σκηνή όταν επιστρέφουν σπίτι, χάνει την αυτοκυριαρχία και τη λάμψη της. Λαγοκοιμάται στον καναπέ, αλλά το επόμενο πρωί τον ξεπροβοδίζει με αγάπη. Βάζει τη φόρμα της, κατεβαίνει για καφέ και συναντά τυχαία τον Αλεξ (Γκιγιόμ Κανέ), τον μεγάλο της έρωτα, που ζει στο Παρίσι. Κανονίζουν να δειπνήσουν μαζί και αυτή τη φορά η Τζο απαρνείται το φανελάκι, προτιμά ένα βαθύ μπλε φόρεμα και αφήνει τα μακριά πόδια της να γλιστρήσουν σε ψηλοτάκουνες γόβες, αφού πρώτα τα έχει αλείψει με μπόλικη ενυδατική. Η επιστροφή της ιεροτελεστίας.

Περνάνε το βράδυ μαζί, φιλιούνται παράφορα μέσα στο ασανσέρ, χορεύουν μπλουζ στην ταράτσα, αλλά δεν κάνουν έρωτα: «δε μπορώ να το κάνω αυτό στον Μάικλ. Και είναι και κάτι ακόμα…Ολα αλλάζουν, τίποτα δεν κρατάει για πάντα. Ε λοιπόν αυτό θέλω να κρατήσει για πάντα, θέλω κάθε φορά που θα σε βλέπω να νιώθω το ίδιο καρδιοχτύπι». Με άλλα λόγια, προκειμένου να κρατήσει για πάντα ο έρωτάς της, προτιμά να μην τον ζήσει ποτέ.

«Είχαμε πιει λίγο παραπάνω και…»

Την ίδια στιγμή, σε ένα άλλο σημείο του χάρτη, ο Μάικλ ενδίδει στη σέξυ Λόρα. Το άλλο πρωί, προτού γυρίσει άρον άρον στη γυναίκα του, της λέει ότι δε σκεφτόταν καθαρά. «Ούτε καν τη δεύτερη φορά που το κάναμε;» είναι η αποστομωτική της ερώτηση. Η Τζο όμως απάτησε περισσότερο τον Μάικλ, κι ας μην υπήρξε διείσδυση, όπως θα μπορούσε να αποφανθεί κάποιος ιατροδικαστής της απιστίας. Ο Μάικλ υπάκουσε τα κατώτερα ένστικτά του, εκείνη σεβάστηκε τα υψηλά, σχεδόν άπιαστα συναισθήματά της. Για τη γυναίκα το σεξ είναι συνώνυμο του τέλους, θα κερατώσει για να βρει το κουράγιο να φύγει. Το σεξ για τη γυναίκα είναι άνοιγμα, δόσιμο, γι’ αυτό χρειάζεται αγκαλιά μετά τον οργασμό, εξηγούσε ο Φρόυντ. Ο άντρας αντιθέτως, συνεχίζει η φροϋδική ανάλυση, με το που θα τελειώσει θέλει να απομακρυνθεί από τη ζεστασιά του γυναικείου κόλπου, φοβάται ενστικτωδώς τον όποιο ακρωτηριασμό.

Πώς να συνέχισαν τη ζωή τους η Τζο και ο Μάικλ; Μάλλον ήσυχα, χωρίς εκπλήξεις. Σίγουρα υπάρχουν αξιοζήλευτα ζευγάρια γύρω μας. Κάποια γεροντάκια που βλέπεις να κρατιούνται χέρι-χέρι στο λεωφορείο και πιάνεις τον εαυτό σου να λέει «κι εγώ αυτό θέλω». Ή όπως σου είπε ένας οδηγός ταξί γύρω στα πενήντα για τη γυναίκα του που ακόμη του κάνει εκπλήξεις στα γενέθλιά του: «ερωτευθήκαμε ο ένας τον άλλο και για τις 24 ώρες της ημέρας».

Στην Πομπηία, μαζί με πολλά στιγμιότυπα ζωής που πέτρωσε μια για πάντα η λάβα του Βεζούβιου, θα συναντήσεις και ζευγάρια που σφιχταγκαλιάστηκαν λίγο πριν από το αναπόφευκτο τέλος. «Τί ρομαντικό», μπορεί να σκεφτεί κανείς, «έγιναν για πάντα ένα». Αλλά αν τον καλοσκεφτείς, ακόμα κι εκείνα, τα μοιραία πετρωμένα, έμειναν μαζί από φόβο.