TO BHMA – THE PROJECT SYNDICATE

Οι εναλλακτικές για το νόμισμα της Ευρώπης, το ευρώ, μοιάζουν να περιορίζονται ολοένα και περισσότερο σε απέλπιδες προσωρινές λύσεις ή μια χαοτική κατάρρευση. Υπάρχει όμως μια πιο τολμηρή και πιο παραγωγική προσέγγιση, η οποία βασίζεται σε προηγούμενες εμπειρίες με πολλά νομίσματα.

Η απειλή που θέτει το τρέχον αδιέξοδο της ευρωπαϊκής πολιτικής δύσκολα μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Οι σύγχρονες χρόνιες διαμάχες ως προς τη νομισματική πολιτική μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας δημιουργούν έναν βαθμό αβεβαιότητας που μπορεί να αποβεί καταστρεπτικός.

Κάθε μερικούς μήνες, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ξεκινούν μια νέα και ακόμη πιο πολυμήχανη πρωτοβουλία για να επιλύσει την κρίση χρέους της ευρωζώνης, για μια ημέρα και μερικές φορές μόνο κάποιες ώρες, οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναζωογονούνται. Σύντομα όμως, οι αμφιβολίες επιστρέφουν. Δεν υπάρχει ρεαλιστική αίσθηση ότι αυτό το παιχνίδι θα έχει τέλος. Και δεν υπάρχει πιο μακροπρόθεσμο όραμα για το πώς θα μπορέσει να επιτευχθεί σε ένα πρακτικό χρονικό πλαίσιο η δημοσιονομική εναρμόνιση που απαιτείται για την αποτελεσματική λειτουργία της νομισματικής ένωσης.

Οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να ανατρέξουν στο παρελθόν, όταν προηγούμενες κρίσεις δημιούργησαν πρωτοποριακές λύσεις. Η εκτεταμένη κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ΕΝΣ) μεταξύ του Σεπτεμβρίου 1992 και του Ιουλίου 1993 έδειχνε να μπορεί να εκτροχιάσει την ευρωπαϊκή εναρμόνιση. Αυτό αρχικά φαινόταν σαν πρόβλημα σε μια χώρα (Ιταλία) ανέτρεψε άλλα νομισματικά καθεστώτα σαν ντόμινο: Βρετανία, Ισπανία και Πορτογαλία – και από τον Ιούλιο του 1993, ακόμη και η Γαλλία ήταν ευάλωτη. Τότε, όπως και τώρα, κρινόταν το μέλλον της Ευρώπης.

Το σύγχρονο ισοδύναμο της λύσης που υιοθετήθηκε τότε από τις Βρυξέλλες και τότε θεωρήθηκε αντιπαραγωγικό θα ήταν να διατηρηθεί το ευρώ για όλα τα μέλη της ευρωζώνης, αλλά θα επέτρεπε σε ορισμένα από αυτά να εκδίδουν αν αυτό κρίνεται απαραίτητο και εθνικά νομίσματα. Οι χώρες που θα το έκαναν αυτό πιθανότατα θα ανακάλυπταν ότι τα νέα τους νομίσματα θα ήταν πολύ υποτιμημένα.

Η επιτυχία της σταθεροποίηση θα εκτιμούνταν συνεπώς με βάση την τιμή του νέου νομίσματος. Αν οι στόχοι επιτυγχάνονταν – δημοσιονομική σταθεροποίησης και επανεκκίνηση της ανάπτυξης- η υποτίμηση θα εξαφανιζόταν.

Αυτή η προσέγγιση παρουσιάζει ένα σημαντικό πλεονέκτημα: δεν απαιτεί την επαναδιαπραγμάτευση των περιουσιακών στοιχείων και των εγγυήσεων των τραπεζών. Ως αποτέλεσμα, θα υπόκειται σε πολυάριθμες νομικές αλλαγές που θα απαιτούσε μια πιο ριζοσπαστική προσέγγιση.

Φυσικά, θα υπήρχε η πιθανότητα να μην υπάρξει σύγκλιση και τα δύο παράλληλα νομίσματα θα μπορούσαν να συνυπάρχουν για μεγαλύτερη χρονική περίοδο. Αυτή δεν είναι καινοτόμος σκέψη. Μία από τις πιθανότητες που είχαν εξεταστεί στις συζητήσεις για τη νομισματική ένωση στις αρχές του 1990 ήταν ότι κοινό νόμισμα δεν θα έπρεπε υποχρεωτικά να σημαίνει ενιαίο νόμισμα.

Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας παραλληλισμός για σταθερή συνύπαρξη δύο νομισμάτων για καιρό που προκαλεί έκπληξη. Πριν από την νίκη του κανόνα του χρυσού τη δεκαετία του 1870, η Ευρώπη λειτουργούσε επί αιώνες τόσο με το ασήμι όσο και με τον χρυσό. Κάθε μέταλλο είχε τα δικά του νομίσματα. Αυτό το καθεστώς ήταν τόσο επιτυχημένο εν μέρει επειδή τα διαφορετικά νομίσματα χρησιμοποιούνταν για διαφορετικούς σκοπούς. Τα υψηλής αξίας χρυσά νομίσματα χρησιμοποιούνταν για διεθνείς επιχειρηματικές δραστηριότητες και συναλλαγές μεγάλης αξίας. Τα χαμηλής αξίας ασημένια νομίσματα χρησιμοποιούνταν για μικρές καθημερινές συναλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της πληρωμής χαμηλών μισθών και ενοικίων.

Μια υποτίμηση του αργύρου σε σχέση με τον χρυσό σε αυτό το σύστημα θα κατέβαζε τους πραγματικούς μισθούς και θα αύξανε την ανταγωνιστικότητα. Στις μέρες μας, το ισοδύναμο αυτού του μηχανισμού προσαρμογής σε ένα κόσμο όπου θα ίσχυε ο κανόνας και του χρυσού και του αργύρου θα σήμαινε για παράδειγμα πτώση του κόστους των ελληνικών μισθών οι οποίοι πληρώνονται με το εθνικό νόμισμα, υπό την προϋπόθεση αυτό να είναι υποτιμημένο. Αυτό θα λειτουργούσε όπως τα αργυρά νομίσματα.

Στο μεταξύ, το ευρώ θα ήταν το ισοδύναμο του κανόνα του χρυσού. Θα διατηρούνταν σταθερό από θεσμούς που ήδη υπάρχουν στις μέρες μας, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και εκείνες τις εθνικές κεντρικές τράπεζες που θα είχαν άλλη εναλλακτική. Υπό αυτή την έννοια, οι «βασικές» θα ήταν το ισοδύναμο της Βρετανίας του 18ου και του 19ου αιώνα, η οποία διέθετε μόνο τον κανόνα του χρυσού.

Η διατήρηση της επιλογής νομισμάτων σε εθνικό καθώς και σε διεθνές επίπεδο μοιάζει παράξενη και αντιδεοντολογική. Μπορεί όμως να γίνει – και έχει γίνει στο παρελθόν- και μπορεί να είναι εκπληκτικά επιτυχές στην ικανοποίηση της απαίτησης για σταθερότητα.