Τον Φλόριαν Αλμπερτ, που άφησε την τελευταία του πνοή την περασμένη Δευτέρα (31/10) σε ηλικία 70 ετών, αποχαιρετάει η Βουδαπέστη, η Φερεντσβάρος και οι ανά τον κόσμο φίλοι του καλού ποδοσφαίρου. Υπήρξε ο πρώτος μεγάλος παίκτης της Ουγγαρίας, μετά τη γενιά του Πούσκας που δεν επέστρεψε από τουρνέ στο εξωτερικό διαμαρτυρόμενη για την εισβολή των σοβιετικών τανκς στη Βουδαπέστη το 1956, και ο τελευταίος μεγάλος επιθετικός που γέννησε το ουγγρικό ποδόσφαιρο.
Ο Αλμπερτ γεννήθηκε στις 15 Σεπτεμβρίου 1941 στην κωμόπολη Χερτσεγκσάντο κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία, από οικογένεια σιδηρουργών. Τα παιδικά του χρόνια ήταν δύσκολα. Η μητέρα του πέθανε δύο χρόνια μετά τη γέννησή του αφήνοντας τον πατέρα του με τρία παιδιά. Σύντομα η οικογένεια μετακόμισε στη Βουδαπέστη. Ο Αλμπερτ σε ηλικία 11 ετών άρχισε να μαθαίνει τα μυστικά της μπάλας στη Φερεντσβάρος. Το ταλέντο του ήταν πολυδιάστατο. Ξεκίνησε να παίζει αμυντικός, αλλά οι προπονητές του σύντομα τον μετέφεραν στο κέντρο της επίθεσης. Σε ηλικία 16 ετών έκανε ντεμπούτο στην ανδρική ομάδα της Φερεντσβάρος. Λίγους μήνες μετά κλήθηκε στην εθνική ομάδα των Μαγυάρων με την οποία έκανε ντεμπούτο εναντίον της Σουηδίας (3-2) στη Βουδαπέστη.
Στα 20 χρόνια του ο Αλμπερτ είχε πετύχει όσα ελάχιστοι στην ηλικία του. Το 1959 αναδείχτηκε πρώτος σκόρερ στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ελπίδων. Εναν χρόνο μετά κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Ρώμης σημειώνοντας 5 γκολ. Εναντίον της Γιουγκοσλαβίας σημείωσε χατ τρικ.
Το 1962 ταξίδεψε στο Μουντιάλ της Χιλής ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα της διοργάνωσης. Εναντίον της Αγγλίας με μοναδικό σλάλομ σημειώνει το νικητήριο γκολ (2-1). Στο 6-1 επί της Βουλγαρίας πέτυχε στα πρώτα δευτερόλεπτα το πρώτο από τα τρία του γκολ. Στον προημιτελικό η Ουγγαρία αποκλείστηκε από την Τσεχοσλοβακία, αλλά ο Αλμπερτ με 4 γκολ αναδείχτηκε μαζί με άλλους πέντε παίκτες, πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης.
Το καλοκαίρι του 1963 ο Αλμπερτ παντρεύτηκε την ηθοποιό Εύα Μπάλιντ. Την ημέρα του γάμου τους όλη η Βουδαπέστη πήγε να καμαρώσει τα ινδάλματά της. Το 1964 η Εθνική Ουγγαρίας έφτασε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος με τρία γκολ του Αλμπερτ εναντίον της Γαλλίας. Επί των ημερών του η Φερεντσβάρος πέτυχε τη μεγαλύτερη διάκριση στην ιστορία της νικώντας το 1965 στον τελικό του Κυπέλλου Διεθνών Εκθέσεων (όπως λεγόταν τότε το Κύπελλο UEFA) τη Γιουβέντους με 3-1.
Η καριέρα του Αλμπερτ απογειώθηκε το 1966 στο Μουντιάλ της Αγγλίας. Στη φάση των ομίλων οι Μαγυάροι νίκησαν 3-1 τη νικήτρια των δύο προηγούμενων Μουντιάλ, Βραζιλία. Ο Αλμπερτ έδωσε δύο ασίστ και αναδείχτηκε κορυφαίος παίκτης της αναμέτρησης. Στη διοργάνωση δεν σημείωσε κανένα γκολ, όμως η απόδοσή του εναντίον της Βραζιλίας έμεινε στην ιστορία.
«Ο Αλμπερτ είναι ο πραγματικός Πελέ» πανηγύριζε ο ουγγρικός Τύπος. Το παιχνίδι με τη Βραζιλία διεξήχθη στο «Γκούντισον Παρκ». Οι οπαδοί της Λίβερπουλ και της Εβερτον φώναζαν ρυθμικά το όνομά του «Αλμπερτ, Αλμπερτ». Στο τέλος του αγώνα ένας από αυτούς πλέοντας σε πελάγη ευτυχίας με όσα είχε δει στο γήπεδο δήλωσε το απίστευτο «αν επέστρεφα σπίτι μου και εύρισκα τη γυναίκα μου στο κρεβάτι με τον Αλμπερτ, αμέσως θα έτρεχα στην κουζίνα να του ψήσω καφέ»!..
Με την απόδοσή του εναντίον της Βραζιλίας ο Αλμπερτ έγινε διάσημος στη χώρα του καφέ. Το 1967 οι Βραζιλιάνοι τον κάλεσαν να συμμετάσχει σε φιλικούς αγώνες των κορυφαίων ομάδων της χώρας. Και το 1968 ήταν από τους πρώτους που πήρε πρόσκληση να συμμετάσχει στον αγώνα των Καριόκας με τη Μεικτή Κόσμου στην επέτειο ανεξαρτησίας της Βραζιλίας. Η Φλαμένγκο του πρότεινε μάλιστα επαγγελματικό συμβόλαιο, αλλά ο Αλμπερτ αρνήθηκε ευγενικά. «Η μεταγραφή σε ομάδα του εξωτερικού δεν συμβαδίζει με τη σοσιαλιστική αθλητική ηθική» απάντησε.
Το 1966 το «Φρανς Φουτμπόλ» απένειμε τη «Χρυσή Μπάλα» στον Μπόμπι Τσάρλτον, αλλά την επόμενη χρονιά (1967) το γαλλικό περιοδικό επιβράβευσε με το διασημότερο ποδοσφαιρικό έπαθλο τα κατορθώματα του Μαγυάρου αναδεικνύοντάς τον κορυφαίο παίκτη των ευρωπαϊκών γηπέδων. Την ίδια χρονιά ο Αλμπερτ σημείωσε 28 γκολ σε 27 παιχνίδια του ουγγρικού πρωταθλήματος.
Η αρχή του τέλους της καριέρας του Αλμπερτ ξεκίνησε στις 15 Ιουλίου 1969 όταν σε αγώνα με τη Δανία για την προκριματική φάση του Μουντιάλ 1970, έσπασε το πόδι του σε σύγκρουση με τον αντίπαλο τερματοφύλακα. Χωρίς τον Αλμπερτ στην κορυφή της επίθεσης, οι Ούγγροι δεν πήγαν στο Μεξικό. Επέστρεψε στους αγώνες έπειτα από έναν χρόνο αλλά ποτέ δεν έφτασε στο ίδιο επίπεδο απόδοσης.
Το 1972 η Ουγγαρία προκρίθηκε στην τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος. Ο Αλμπερτ συμπεριλήφθηκε στην αποστολή αλλά δεν υπολογιζόταν για βασικός. Στον ημιτελικό με τη Σοβιετική Ενωση η Ουγγαρία βρέθηκε πίσω στο σκορ 1-0. Ο Αλμπερτ ήταν στον πάγκο καθώς ο προπονητής του τον ετοίμαζε για τον τελικό. Βλέποντας όμως ότι δεν μπορούσε να ανατρέψει το σκορ, στο 60′ έριξε τον Αλμπερτ στον αγώνα σκεφτόμενος, όπως εξήγησε εκ των υστέρων, ότι «αν δεν το κάνω τώρα, στη συνέχεια θα είναι αργά». Ο Αλμπερτ έκανε τα πάντα για να γυρίσει το παιχνίδι. Εξι λεπτά πριν από το τέλος της αναμέτρησης κέρδισε πέναλτι, το οποίο δεν αξιοποίησε όμως ο Σάμπο.
Τον Μάρτιο του 1974 ο Αλμπερτ αγωνίστηκε για τελευταία φορά με τα χρώματα της Φερεντσβάρος στην οποία αφιέρωσε ολόκληρη την καριέρα του σημειώνοντας 255 γκολ σε 351 παιχνίδια. Δύο μήνες μετά αγωνίστηκε για τελευταία φορά και στην Εθνική Ουγγαρίας φτάνοντας τις 75 συμμετοχές και τα 31 γκολ. Την ίδια χρονιά, σε αγώνα με τη Λίβερπουλ, το γήπεδο της Φερεντσβάρος μετονομάστηκε από «Ουλιόι Ούτι» σε «Φλόριαν Αλμπερτ».
Ως προπονητής ο Αλμπερτ ασχολήθηκε κυρίως με τις ακαδημίες της Φερεντσβάρος. Μεταξύ των παικτών που ανέδειξε ήταν και ο γιος του ο οποίος δεν έκανε την ίδια καριέρα, αλλά φόρεσε για χρόνια τη φανέλα της Φερεντσβάρος με την οποία ο πατέρας του κατέκτησε 4 πρωταθλήματα και αναδείχτηκε πέντε φορές πρώτος σκόρερ της Ουγγαρίας.