ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

Η ευρωζώνη βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, επειδή μόνο εκεί, στο βασίλειο του δεύτερου πιο σημαντικού νομίσματος μετά το δολάριο, μπορεί η κρίση να χτυπήσει μία αδύναμη «δομή», και όχι ένα κράτος με πραγματική ισχύ. Είναι μια δομή που χαραμίζει την εμπιστοσύνη που έχουν πολίτες και αγορές στην ικανότητά της να επιλύει συγκρούσεις – την ώρα που σπρώχνει το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της καταστροφής.

Με άλλα λόγια, η χρηματοπιστωτική κρίση αντανακλά τώρα μια πολιτική κρίση της ευρωζώνης – μια κρίση που θέτει εν αμφιβόλω την ίδια την ύπαρξη του ευρωπαϊκού σχεδίου στο σύνολό του. Αν αποτύχει η νομισματική ένωση της Ευρώπης, δεν θα απομείνει σχεδόν τίποτα από την κοινή αγορά, ή από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τις συνθήκες. Θα πρέπει να ξεγράψουμε έξι δεκαετίες επιτυχημένης ευρωπαϊκής ενοποίησης, με άγνωστες επιπτώσεις.

Αυτή η αποτυχία θα συνέπιπτε με την ανάδυση μιας νέας παγκόσμιας τάξης, καθώς δύο αιώνες δυτικής υπεροχής φτάνουν στο τέλος τους. Η δύναμη και ο πλούτος μετακινούνται προς τις χώρες της Ανατολικής Ασίας και προς άλλες αναδυόμενες χώρες, ενώ η Αμερική θα απασχολείται με τα δικά της προβλήματα και θα στρέφεται από τον Ατλαντικό προς τον Ειρηνικό. Αν οι Ευρωπαίοι δεν φροντίσουν για τα συμφέροντά τους τώρα, κανείς δεν θα το κάνει για αυτούς. Αν η Ευρώπη δεν γίνει σήμερα ο κυρίαρχος της ίδιας της μοίρας της, θα γίνει το άθυρμα των νέων παγκόσμιων δυνάμεων.

Η αιτία της ευρωπαϊκής κρίσης δεν είναι οι τρεις δεκαετίες του νεο-φιλελευθερισμού. Ούτε είναι η κρίση το αποτέλεσμα της κατάρρευσης μιας φούσκας σπέκουλας, της παράβασης των κριτηρίων του Μάαστριχτ, του υπερβολικού χρέους, ή των άπληστων τραπεζών. Οσο σημαντικοί και αν είναι όλοι αυτοί οι παράγοντες, το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι ό,τι συνέβη, αλλά αυτό που δεν συνέβη: η δημιουργία μιας κοινής ευρωπαϊκής κυβέρνησης.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η πλειοψηφία των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποφάσισε να δημιουργήσει μια νομισματική ένωση με ένα κοινό νόμισμα και μία κεντρική τράπεζα, η ιδέα μιας κεντρικής κυβέρνησης δεν είχε στήριξη. Ως αποτέλεσμα, εκείνη η φάση της οικοδόμησης της νομισματικής ένωσης αναβλήθηκε, αφήνοντας πίσω της ένα εντυπωσιακό οικοδόμημα, που δεν είχε όμως τα ισχυρά θεμέλια για να εξασφαλίσει την σταθερότητα σε εποχές κρίσης.

Η νομισματική κυριαρχία έγινε κοινός σκοπός, αλλά η εξουσία που χρειαζόταν για την άσκησή του παρέμεινε στις εθνικές πρωτεύουσες.

Εκείνη την εποχή πίστευαν ότι τυπικοί κανόνες – που επέβαλαν υποχρεωτικά όρια σε ελλείμματα, χρέος, και πληθωρισμό – θα ήταν αρκετοί. Αλλά αυτό το θεμέλιο των κανόνων αποδείχθηκε μια ψευδαίσθηση: οι κανόνες χρειάζονται πάντα την στήριξη την εξουσίας, αλλιώς δεν μπορούν να αντέξουν στην δοκιμασία της πραγματικότητας.

Η ευρωζώνη, μια συνομοσπονδία εθνικώς κυρίαρχων κρατών με ένα κοινό νόμισμα, κοινές αρχές και μηχανισμούς, αποτυγχάνει τώρα σε αυτή τη δοκιμασία. Ανίκανη να αντιδράσει αποφασιστικά σε μια κρίση, η ευρωζώνη χάνει την εμπιστοσύνη, η οποία είναι το πιο σημαντικό περιουσιακό στοιχείο κάθε νομίσματος. Εκτός και αν Εξευρωπαϊστεί η πολιτική εξουσία στην Ευρώπη, με την παρούσα συνομοσπονδία να εξελίσσεται σε μια ομοσπονδία, η ευρωζώνη – και ολόκληρη η ΕΕ – θα καταρρεύσει.

Αντιθέτως, αν αντιμετωπίσουμε τώρα το πολιτικό έλλειμμα της νομισματικής ένωσης, πρώτον καθιερώνοντας μια δημοσιονομική ένωση (έναν κοινό προϋπολογισμό και κοινές οικονομικές υποχρεώσεις), θα μπορέσει να υπάρξει μια πραγματική πολιτική ομοσπονδία. Και ας είμαστε σαφείς: ό,τι λιγότερο από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης δεν θα είναι αρκετά ισχυρό για να αποτρέψει την επικείμενη καταστροφή.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ευρωζώνη θα πρέπει να δράσει σαν η πρωτοπορία της ΕΕ, επειδή η ΕΕ ως όλον, με τα 27 κράτη-μέλη της, δεν θα είναι ούτε πρόθυμη ούτε ικανή να επιταχύνει την πολιτική ενοποίηση. Δυστυχώς, δεν θα μπορούσε ποτέ να εξασφαλιστεί ομόφωνη στήριξη για τις αναγκαίες αλλαγές στις συνθήκες της ΕΕ. Λοιπόν, τί θα έπρεπε να κάνουμε;

Οι ευρωπαίοι έκαναν αποφασιστική πρόοδο για την ενοποίηση εκτός του πλαισίου των συνθηκών της ΕΕ (αλλά πολύ εντός του ευρωπαϊκού πνεύματος) όταν συμφώνησαν να ανοίξουν τα σύνορά τους με την λεγόμενη Συνθήκη Σένγκεν (σήμερα μέρος των συνθηκών της ΕΕ). Εκμεταλλευόμενη αυτή την επιτυχημένη εμπειρία, η ευρωζώνη θα πρέπει να αποφύγει το προπατορικό αμάρτημα της ΕΕ: την δημιουργία μιας υπερ-εθνικής δομής που εστερείτο δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Η ευρωζώνη έχει ανάγκη από μια κυβέρνηση, η οποία, όπως έχουν αυτή τη στιγμή τα πράγματα, θα μπορεί να αποτελείται μόνο από τους αντίστοιχους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων – μια εξέλιξη η οποία έχει ήδη αρχίσει. Και, επειδή δεν μπορεί να υπάρξει δημοσιονομική ένωση χωρίς μια κοινή πολιτική περί προϋπολογισμού, τίποτα δεν μπορεί να αποφασιστεί χωρίς τα εθνικά κοινοβούλια. Αυτό σημαίνει ότι είναι απαραίτητο ένα «Ευρωπαϊκό Επιμελητήριο», που θα συμπεριλαμβάνει ηγέτες εθνικών κοινοβουλίων.

Στην αρχή, ένα τέτοιο επιμελητήριο θα μπορούσε να είναι ένα συμβουλευτικό σώμα, με τα εθνικά κοινοβούλια να διατηρούν τις αρμοδιότητές τους. Αργότερα, επί τη βάσει μιας διακυβερνητικής συνθήκης, πρέπει να γίνει ένα πραγματικό σώμα κοινοβουλευτικού ελέγχου και λήψης αποφάσεων, αποτελούμενο από αντιπροσώπους-μέλη εθνικών κοινοβουλίων. Φυσικά, επειδή μια συνθήκη αυτού του είδους θα σήμαινε εκτεταμένη μεταβίβαση κυριαρχίας σε ευρωπαϊκούς διακυβερνητικούς θεσμούς, θα χρειαζόταν άμεση λαϊκή νομιμοποίηση μέσω δημοψηφισμάτων σε όλα τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης (και ιδίως) της Γερμανίας.

Τίποτε από αυτά δεν λύνει σημαντικά ζητήματα, όπως είναι οι κοινές πολιτικές για να εξασφαλίσουμε την οικονομική σταθερότητα και να προωθήσουμε την ανάπτυξη. Αλλά, αν έχουμε διδαχθεί κάτι από την παρούσα κρίση, είναι ότι τέτοια ζητήματα δεν μπορούν καν να τεθούν εκτός και μέχρις ότου αποκτήσει η ευρωζώνη ένα αξιόπιστο θεσμικό πλαίσιο, με ένα γερό θεμέλιο που θα αποτελείται από μια πραγματική κυβέρνηση, από έναν αποτελεσματικό κοινοβουλευτικό έλεγχο, και από μια γνήσια δημοκρατική νομιμοποίηση.