Η αμερικανική δημοκρατία του 19ου αιώνα νοσεί. Η ελπιδοφόρα ανάλυση του Αλεξίς ντε Τοκβίλ για τη συγκρότηση ενός πολιτεύματος ίσων ευκαιριών, συνταγματικής αρτιότητας και θεσμικής πρωτοπορίας γράφεται ενώ γύρω του τρέχει ένα πανηγύρι ρέοντος πολιτικού χρήματος, οικονομικής διαφθοράς και νομικής αδιαφάνειας. Μια σειρά ακαθόριστων προσωπικοτήτων διαδέχονται ο ένας τον άλλο στον αξίωμα του προέδρου, με το βάρος της πολιτικής να πέφτει σε μια Γερουσία που αρέσκεται στη μόνιμη μετάθεση των προβλημάτων στο μέλλον με διαδοχικούς συμβιβασμούς για το ζήτημα της δουλείας – έως ότου η σούπα κοχλάσει και τινάξει το καπάκι με τον Εμφύλιο Πόλεμο.

Η δημοκρατία σε αυτή την Αμερική είναι μια συγκρουσιακή δημοκρατία σε κάθε επίπεδο. Οι έποικοι της Άγριας Δύσης εκδιώκουν τους Ινδιάνους από τις Μεγάλες Πεδιάδες και ο αμερικανικός στρατός τους περιορίζει σε καταυλισμούς έπειτα από σκληρές αναμετρήσεις μισού αιώνα. Οι εθελοντές των πολιτικών κομμάτων αμείβονται με δημόσιες θέσεις, επομένως τα οφέλη μιας προεκλογικής εκστρατείας είναι απτά, τα διακυβεύματα υλικά και οι συρράξεις στη διάρκεια των εκλογών σύνηθες φαινόμενο. Στις Συμμορίες της Νέας Υόρκης (Μεταίχμιο, 2003) του Χέρμπερτ Άζμπι βρίσκει κανείς υλικό για το πώς οι πρώην μετανάστες που έχουν γίνει στο μεταξύ γηγενείς Γιάνκηδες συγκρούονται τακτικά με τους νέους Ιρλανδούς μετανάστες, οι οποίοι αργότερα θα συγκρούονται με τους νεότερους Ιταλούς μετανάστες.

Η εξαιρετικά χαλαρή συγκρότηση του τότε ομοσπονδιακού μηχανισμού αναπληρώνεται από ιδιωτικές πολιτοφυλακές ή εθελοντικά σώματα που περιφρουρούν γειτονιές και επιτελούν κρατικές λειτουργίες – με τίμημα τη βία. Στη Δημοκρατία (Gutenberg, 2011) ο Τσαρλς Τίλι καταθέτει την περίπτωση δύο πυροσβεστικών σωμάτων στη Φιλαδέλφεια της δεκαετίας του 1840, εκ των οποίων τα μέλη του ενός συνήθιζαν να προβαίνουν σε εμπρησμούς και στη συνέχεια να στήνουν ενέδρες στο άλλο που κατέφτανε για την πυρόσβεση. Όταν τα μέλη του δεύτερου εξοπλίστηκαν με μουσκέτα και κοντόκαννα τουφέκια οι πυρκαγιές στην πόλη εξελίχθηκαν σε διαγωνισμούς σκοποβολής.

Η καθημερινότητα ενός κράτους με αναιμικούς θεσμούς στο πλαίσιο μιας συγκρουσιακής κουλτούρας είναι μια καθημερινότητα συμπλοκών. «Οι συμπλοκές μεταξύ των πυροσβεστών αποτελούσαν παράδοση», επισημαίνει ο Τίλι. «Οι περισσότερες αφορμές είχαν να κάνουν με διαφορές πυροσβεστικής φύσης. Οι πεζοί των διαφορετικών πυροσβεστικών σωμάτων συγκρούονταν για τους πιο κοντινούς στην πυρκαγιά κρουνούς και μετά οι εποχούμενοι συνέχιζαν τη μάχη για το ποιος θα τους κρατήσει. Το να φτάσει κανείς πρώτος σε μια πυρκαγιά ήταν λόγος περηφάνιας, όμως την ύψιστη τιμή της κατάσβεσης έπρεπε να την κερδίσει δια της βίας, διώχνοντας όσους έφταναν αργότερα στο σημείο της φωτιάς. Αλλά και το να φτάσει κανείς πρώτος σε μια πυρκαγιά προϋπέθετε ότι προηγουμένως είχε καταφέρει να νικήσει αντιπάλους που δεν δίσταζαν να κόβουν τα σκοινιά της ρυμούλκησης ή να σαμποτάρουν τα πυροσβεστικά οχήματα για να κερδίσουν αυτοί την κούρσα» (σ. 130).

Μια δημοκρατία όμως όπου οι πυροσβέστες συμπλέκονται μεταξύ τους, για λόγους πρωτοκαθεδρίας, εθνικής τιμής ή πολιτικής τοποθέτησης, δεν μπορεί παρά να είναι μια ατελής δημοκρατία. Όπως άλλωστε και εκείνη στον δημόσιο λόγο της οποίας οι αγώνες των ποδοσφαιρικών ομάδων, οι εκλογές (ακόμη και για τον δήμο Βέλου-Βόχας), οι διαπραγματεύσεις, οι κοινοβουλευτικές αντιπαραθέσεις, ως και η συλλογή των απορριμμάτων είναι «μάχες» – συχνά μάλιστα χωρίς την κατάχρηση εισαγωγικών που μαστίζει τη δημόσια έκφραση. Από τους διαγκωνισμούς για τις μάνικες ή τη λεκτική βία στους πραγματικούς νεκρούς η απόσταση είναι μεγάλη – αλλά διανύεται.