Χειμώνιασε νωρίς νωρίς, ε; Τα εστιατόρια άνοιξαν τις σάλες τους και περιμένουν. Πολλά από αυτά με ανανεωμένη διακόσμηση και κουζίνα. Διότι οι νοστιμιές αναδεικνύονται καλύτερα στον ωραίο χώρο. Να βγεις δηλαδή για φαγητό και να ξεκουραστεί το βλέμμα σου, να τα πεις με την παρέα σου και να περάσεις καλά. Μα θα μπορέσεις να τα πεις;

Διότι οι άνθρωποι ξοδεύουν για αυτά που φαίνονται – για τον διάκοσμο ας πούμε – αλλά τη λειτουργικότητα την αφήνουν απ’ έξω. Η ακουστική δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας των εστιατορίων είναι για κλάματα. Αν μετρήσω πόσες φορές έφυγα από εστιατόρια και ταβέρνες πριν την ώρα μου επειδή με είχε πιάσει πονοκέφαλος από την οχλαγωγία, θα μελαγχολήσω για τις ακριβοπληρωμένες και κατεστραμμένες βραδιές που έζησα.

Θα πει κάποιος πως είναι φυσικό, αφού ο λαός μας είναι εξωστρεφής και μιλάει και γελάει δυνατά. Μα δεν είναι λύση να μιλάμε σιγότερα. Για να ξεσκάσουμε βγαίνουμε, δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία. Και θα μιλήσουμε, και θα γελάσουμε, και μια φωνή παραπάνω μπορεί να μας ξεφύγει. Σκεφτείτε αμέσως αμέσως πόσο θόρυβο κάνει μια μόνο εκφραστική παρέα. Αν αυτή η φασαρία πολλαπλασιαστεί επί τον αριθμό των τραπεζιών που είναι κατειλημμένα, τι έχουμε; Τη χάβρα των Ιουδαίων.

Πρώτα απ’ όλα δεν μπορείς να συνεννοηθείς με τον διπλανό σου. Φωνάζεις λοιπόν περισσότερο. Εξαιτίας αυτού δεν μπορούν να μιλήσουν οι άλλοι και φωνάζουν και εκείνοι περισσότερο. Κόλαση. Φεύγεις με τα τύμπανά σου να καίνε από την κακομεταχείριση. Και με το κεφάλι σου να χρειάζεται ένα πακέτο αναλγητικά για να ηρεμήσει. Και το πιθανότερο είναι να έχεις ακούσει – χωρίς να το επιδιώκεις βέβαια – τις κουβέντες των διπλανών που λόγω στενότητας χώρου βρίσκονται πιο κοντά σου από ότι οι συνδαιτυμόνες σου.

Υπάρχει και χειρότερο σενάριο. Είναι τα μαγαζιά που έχουν και μουσική, η οποία αυξάνει σε ένταση όσο περνάει η ώρα. Γύρω στη 1.00 το πρωί, φωνάζεις περισσότερο και από Τάταρος που κάνει επιδρομή. Την τελευταία φορά που δείπνησα – ο Θεός να το κάνει δείπνο – κάτω από αυτές τις συνθήκες έπαθα λαρυγγίτιδα. Χώρια που τζάμπα αγόρευα όλο το βράδυ, αφού οι φίλοι μου μου εκμυστηρεύτηκαν πως απλώς κουνούσαν με κατανόηση το κεφάλι χωρίς να ακούνε τίποτε από όσα έλεγα. Η αλήθεια είναι πως για να σε ακούσει κάποιος, πρέπει να αγκαλιάσεις τον διπλανό σου και τα χείλη σου να αγγίζουν το αυτί του. Αλλά δεν θέλω να κάνω σχέση με τον διπλανό μου. Θέλω να πω μια ρημαδιασμένη κουβέντα. Μόνο.

Επίσης, συνειδητοποιώ πως όταν οι συνθήκες της εστίασης είναι τόσο βάρβαρες, δεν θυμάμαι ούτε τι έφαγα. Διότι θέλω απλώς να τελειώσουμε και να φύγουμε. Καταπίνω σχεδόν αμάσητες τις μπουκιές και καλώ για τον λογαριασμό προτού καν να τελειώσω το πιάτο. Δεν συζητάμε για επιδόρπιο. Είναι τώρα κατάσταση αυτή; Ποιον μπορεί να ικανοποιεί μια τέτοια ιστορία βαβούρας; Ούτε τον σεφ βέβαια, αφού δεν εστιάζεις στη γεύση αλλά στην αναχώρηση, ούτε τον μαγαζάτορα αφού μπορεί ο εκνευρισμένος πελάτης να μην επιστρέψει στο ίδιο μαγαζί. Λοιπόν; Τι θα γίνει; Θα βάλουμε κανένα ηχητικό πάνελ στα μαγαζιά ή θα διαλύσουμε τα αυτιά και τα νεύρα μας;