Σήμερα οι ασθενείς που υποβάλλονται σε μεταμόσχευση νεφρού χρειάζεται να λαμβάνουν εφ’όρου ζωής ανοσοκατασταλτικά φάρμακα προκειμένου να μην απορρίψουν το μόσχευμα. Μια νέα κυτταρική θεραπεία υπόσχεται όμως να βάλει τέλος σε αυτήν την ταλαιπωρία.

Τα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα συνδέονται με σοβαρές παρενέργειες καθώς αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιοπαθειών, λοιμώξεων, καρκίνου και διαβήτη. Ετσι η κατάργηση της ανάγκης λήψης τους αναμένεται να επιφέρει εκτός από σημαντικά οικονομικά οφέλη για τα συστήματα υγείας και τεράστιο όφελος σε ό,τι αφορά την υγεία των ασθενών.

Η μέθοδος της… απελευθέρωσης

Ο Σάμιουελ Στρόμπερ και οι συνεργάτες του από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ στην Καλιφόρνια πιστεύουν ότι βρήκαν τον τρόπο για να απαλλάξουν τους ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση νεφρού από τις ανοσοκατασταλτικές θεραπείες.

Χορηγούν αρχικώς στους ασθενείς συμβατικά ανοσοκατασταλτικά φάρμακα όπως η κυκλοσπορίνη, αμέσως μετά τη μεταμόσχευση. Στη συνέχεια εφαρμόζουν ήπια ακτινοθεραπεία στους λεμφαδένες, στον σπλήνα και στον θύμο αδένα προκειμένου να αποδυναμώσουν ακόμη περισσότερο το ανοσοποιητικό σύστημά τους. Με την τακτική αυτή σκοτώνουν αρκετά λευκά αιμοσφαίρια των ασθενών, αλλά όχι όλα.

Εγχέουν επίσης αντισώματα τα οποία καταστρέφουν παροδικά τα πιο επιθετικά λευκά αιμοσφαίρια των ασθενών. «Προτιμούμε τα ‘αθώα’ Τα-κύτταρα καθώς είναι τα βασικά κύτταρα από το σύνολο των λευκών αιμοσφαιρίων που απορρίπτουν τα μοσχεύματα» εξηγεί ο δρ Στρόμπερ.

Περίπου 10 ημέρες μετά τη μεταμόσχευση οι γιατροί εισάγουν στον ασθενή εκατομμύρια λευκά αιμοσφαίρια που έχουν ληφθεί από τον δότη του μοσχεύματος. Στα κύτταρα που εισάγονται περιλαμβάνονται τα βλαστικά κύτταρα CD34 τα οποία μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να γίνουν «κομμάτι» του ανοσοποιητικού συστήματος του λήπτη.

Η αρνητική επιλογή με το θετικό αποτέλεσμα

Όταν τα κύτταρα του αίματος του δότη αναμειχθούν με τα ανοσοκύτταρα του λήπτη, αμβλύνουν την ανοσολογική επίθεση μέσω μιας διαδικασίας που ονομάζεται αρνητική επιλογή.

Στο πλαίσιο της αρνητικής επιλογής ο θύμος αδένας παρουσιάζει πρωτεΐνες του ξένου ιστού στα ανοσοκύτταρα, ρωτώντας τα ουσιαστικά εάν αναγνωρίζουν αυτό το υλικό. Εάν αρκετά ανοσοκύτταρα αναγνωρίσουν τον ξένο ιστό, εκείνα που δεν τον αναγνωρίζουν θανατώνονται. Με δεδομένο ότι τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος του δότη που έχουν εισαχθεί στον λήπτη αναγνωρίζουν τον ξένο ιστό του μεταμοσχευμένου νεφρού, ο θύμος αδένας «ξεφορτώνεται» τα Τ- κύτταρα του λήπτη τα οποία θα έκαναν επίθεση στο μόσχευμα προκειμένου να το απορρίψουν.

Ο δρ Στρόμπερ αναφέρει ότι ελέγχει συχνά το αίμα των ληπτών προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι γίνεται καλή «μείξη» των δύο ανοσοποιητικών συστημάτων, και μέχρι τώρα δεν έχει φανεί σημάδι απόρριψης.

Μέσα σε έξι μήνες οι ασθενείς σταματούν να λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα.

Επιτυχημένη δοκιμή

Η προσέγγιση αυτή που παρουσιάζεται στην επιθεώρηση «Νew England Journal of Medicine» έχει δοκιμαστεί μέχρι στιγμής στο πλαίσιο δοκιμής σε 12 ασθενείς. Οκτώ από τους 12 συνεχίζουν να παραμένουν απαλλαγμένοι από φάρμακα ως και για τρία χρόνια (ένας από τους ασθενείς αυτούς πέθανε τρία χρόνια μετά την εφαρμογή της μεθόδου εξαιτίας καρδιακού επεισοδίου που αποδείχθηκε ότι δεν σχετιζόταν με τη θεραπεία).

Οι υπόλοιποι τέσσερις ασθενείς συνεχίζουν να λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα, ωστόσο παρακολουθούνται στενά προκειμένου να αποδειχθεί εάν μπορούν και εκείνοι να «απελευθερωθούν» από αυτά.

Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι μέχρι στιγμής όλοι οι ασθενείς που συμμετείχαν στη δοκιμή έλαβαν κύτταρα από συγγενείς τους με τους οποίους υπήρχε ιστοσυμβατότητα. Ωστόσο ο δρ Στρόμπερ πιστεύει ότι η μέθοδος θα μπορούσε να είναι αποτελεσματική και όταν τα κύτταρα ανήκουν σε δότες που δεν είναι ιστοσυμβατοί. «Τα προκλινικά μας αποτελέσματα από το εργαστήριο δείχνουν ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε ιστοσυμβατούς και μη δότες. Με βάση αυτά τα ενθαρρυντικά ευρήματα αισθανόμαστε αισιοδοξία για τη συνέχεια».

Προηγούμενη τεχνική

Η τεχνική του δρος Στρόμπερ και της ομάδας του δεν είναι η μόνη που σώζει ασθενείς από τα «δεσμά» των ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων. Το 2008 ερευνητική ομάδα με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Σακς από το Γενικό Νοσοκομείο της Μασαχουσέτης στη Βοστόνη παρουσίασε μια μέθοδο που αφορά τη μεταμόσχευση μυελού των οστών του δότη στον λήπτη. Η τεχνική αυτά αποδείχθηκε αποτελεσματική σε τέσσερις στους πέντε ασθενείς – ορισμένοι από αυτούς συνεχίζουν να είναι σήμερα απαλλαγμένοι από φάρμακα, οκτώ χρόνια μετά τη μεταμόσχευση.

Το μεγάλο πλεονέκτημα της μεθόδου του Σακς είναι ότι δεν απαιτεί να είναι ιστοσυμβατός ο δότης του οργάνου με τον λήπτη. Ωστόσο η προσέγγιση του Στρόμπερ είναι απλούστερη και απαλλάσσει τους ασθενείς από την ανάγκη να υποβληθούν σε δεύτερη μεταμόσχευση (μυελού των οστών) εκτός από τη μεταμόσχευση νεφρού.