Μερικές φορές διαβάζεις ή ακούς κάτι σημαντικό και δεν του δίνεις την πρέπουσα σημασία. Διότι άλλα πράγματα πιο επείγοντα, πιο της καθημερινότητας σε καλούν να ασχοληθείς μαζί τους. Και εκείνα τα πρώτα, τα σημαντικά, περνούν από πάνω σου και δεν σε ακουμπούν.

Κάποια στιγμή όμως, συνήθως όταν βρίσκεσαι εν ηρεμία και γαλήνη, τσουπ, εισβάλλει στο μυαλό σου εκείνο που παράτησες και σου φωτίζει μια σειρά από πράγματα. Ετσι λοιπόν είχα προ καιρού διαβάσει την εξής φράση του μεγάλου γάλλου γαστρονόμου Μπριγιά Σαβαρέν (1755- 1826): «Το μέλλον των εθνών εξαρτάται από τον τρόπο διατροφής τους».

Στα καλά καθούμενα, εν μέσω καταστροφολογιών και καταστροφών, τι δουλειά είχε η κουβέντα αυτή; Ποια ήταν η πρακτική της αξία;

Με την αφετηρία αυτή θέλησα να αντιστοιχήσω τις γαστρονομικές συνήθειες των Ελλήνων τα τελευταία τριάντα χρόνια. Αν είχε δίκιο ο Σαβαρέν τι θα καταλάβαινε κάποιος για τον λαό αυτό και την πορεία του παρατηρώντας τον να τρώει;
Ε, λοιπόν, νομίζω πως οι διατροφικές μας ιδιαιτερότητες έδειχναν καθαρά πού πηγαίναμε.

Κατ’ αρχήν είχαμε μια μεγάλη απέχθεια για ό,τι μας θύμιζε το παρελθόν μας. Εξοβελίσαμε από το τραπέζι μας κάθε τοπικό προϊόν, κάναμε πως ούτε καν το γνωρίζαμε, αδιαφορήσαμε για την αγροτική παραγωγή και μην έχοντας στέρεες βάσεις αρχίσαμε να παλινδρομούμε σαν χαμένοι ανάμεσα σε δυο πόλους.

Ο ένας ήταν τα πανάκριβα εστιατόρια που προσέφεραν λούσο και φιοριτούρες και ελάχιστη ποιότητα. Στις κουζίνες επικρατούσε ένα κομφούζιο από υλικά, συνήθως ξενόφερτα, στα οποία υποκλινόμασταν φτάνει να προσφέρονταν σε ένα ακριβό σερβίτσιο. Ενα δήθεν, ένας λόγος επίδειξης έγιναν τα εστιατόρια και πληρώναμε αστρονομικά ποσά για ένα δείπνο σαν να βρισκόμασταν στην αυλή του Λουδοβίκου του ΙΔ΄.

Ακόμη και αν δεν είχαμε τα χρήματα που απαιτούνταν, ας ήταν καλά τα δάνεια που μπορούσαν να μας προσφέρουν το λάιφ στάιλ που επιδιώκαμε. Ζούσαμε σε μιαν εικονική γαστρονομική πραγματικότητα. Οι ταβέρνες έκλειναν η μια πίσω από την άλλη. Ποιος ο λόγος να πας αν δεν μπορείς να ανάψεις το πούρο σου, να κουνήσεις το κρασί στο κρυστάλλινο ποτήρι και να φας αφρό πεσκανδρίτσας, αν δεν σε δουν οι υπόλοιποι να θαυμάσουν πόσο ψηλά έφτασες; Οσο για τη γεύση; Μα τι σημασία έχει η ουσία μπροστά στον περιφερόμενο πλούτο.

Ο άλλος πόλος ήταν αυτό που συνέβαινε στην οικιακή κουζίνα. Κατάφορτα καλάθια από τα σούπερμαρκετ και τη λαϊκή, με προμήθειες που δεν προλαβαίναμε να καταναλώσουμε. Το περιεχόμενο των καλαθιών δε στη σφαίρα του ό,τι να ‘ναι. Σχεδιασμός κανείς.

Οι όποιοι αυτοσχεδιασμοί στο μαγείρεμα και οι όποιες αστοχίες και τα λάθη θα καλύπτονταν από το ξένο κεφάλαιο. Που στην περίπτωση της γαστρονομίας ήταν η κρέμα γάλακτος, που όλα τα σκέπαζε κάτω από την πλούσια υφή της. Δανεική στην ελληνική κουζίνα. Βούλωσε πολλές μαγειρικές τρύπες και ισοπέδωσε τα πάντα στο πέρασμά της.

Για όλα αυτά άραγε δεν έλεγε κανένας τίποτε; Πώς… Υπήρχαν κάποιοι που μιλούσαν για τα καραγκιοζιλίκια και τις υπερβολές στα δήθεν καλά εστιατόρια και για την ευκολία αλλά και την ευτέλεια του προτηγανισμένου, όπως και για την καταστροφική στη γεύση – αλλά και στην υγεία – δύναμη του τρίπτυχου ζαμπόν-γκούντα-κρέμα γάλακτος.

Τι κάναμε σε αυτούς που τα έλεγαν; Δεν δώσαμε σημασία. Δεν επιτρέπαμε σε κανέναν να μας αφυπνίσει. Ενεργήσαμε όπως οι Συβαρίτες (λαός περιβόητος για την πολυτέλεια και τη νωχέλεια του βίου τους) οι οποίοι απομάκρυναν από την πόλη τους τούς κόκορες, για να μην τους ξυπνούν το πρωί!