Πολλά από τα αντιφλεγμονώδη παυσίπονα που χρησιμοποιούνται καθημερινά και χορηγούνται χωρίς ιατρική συνταγή ενδέχεται να αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο καρδιακού ή εγκεφαλικού επεισοδίου, ιδιαίτερα στους καρδιοπαθείς. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μεγάλη μελέτη η οποία διερεύνησε την επίδραση ορισμένων διαδεδομένων Μη Στεροειδών Αντιφλεγμονωδών Φαρμάκων (ΜΣΑΦ) στο καρδιαγγειακό σύστημα.

Εξ αιτίας του εύρους των δεδομένων στα οποία βασίστηκαν, οι επιστήμονες, όπως τόνισαν, μπόρεσαν για πρώτη φορά να συγκρίνουν ξεχωριστά και σε διαφορετικές δόσεις την επίδραση καθεμιάς από αυτές στο καρδιαγγειακό σύστημα.

Από τις πιο «ένοχες» κρίθηκε η δικλοφενάκη, η οποία κατά μέσο όρο συνδέθηκε με αύξηση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακού επεισοδίου στους καρδιοπαθείς κατά 40%. Η συγκεκριμένη ουσία εμφανίστηκε να αυξάνει τον κίνδυνο ακόμη και σε χαμηλές δόσεις _ κατά 22% _ ενώ σε πολύ μεγάλες δόσεις το ποσοστό έφθανε ως και το 98%.

Μεγάλη μετα-ανάλυση

Οι ερευνητές, με επικεφαλής την Πατρίσια Μακ Γκέτινγκεν της Ιατρικής Σχολής Χαλ-Γιορκ της Βρετανίας και τον Ντέιβιντ Χένρι του Ινστιτούτου Κλινικών Επιστημών Αξιολόγησης στο Τορόντο του Καναδά, προέβησαν σε μια ευρεία μετα-ανάλυση αναλύοντας δεδομένα από 51 μεγάλες μελέτες που είχαν γίνει στο παρελθόν στην Ευρώπη, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στον Καναδά και στην Αυστραλία.

Όπως περιγράφουν στο σχετικό άρθρο τους, το οποίο δημοσιεύθηκε στη διαδικτυακή επιθεώρηση «PLoS Medicine», η ανάλυσή τους έδειξε ότι η δικλοφενάκη, η ινδομεθακίνη και η ετοδολάκη αυξάνουν περισσότερο τον συνολικό κίνδυνο καρδιακών και εγκεφαλικών επεισοδίων.

Αντιθέτως η ναπροξένη και η ιβουπροφένη (η δεύτερη σε χαμηλές δόσεις) φάνηκαν να συνδέονται λιγότερο από όλες τις δραστικές ουσίες με καρδιαγγειακούς κινδύνους _ αν και η ιβουπροφένη σε δόσεις άνω των 1.200 mg (χιλιοστογραμμαρίων) ημερησίως παρουσίαζε επίσης αυξημένο κίνδυνο κατά 78%.

Αποτελέσματα σημαντικά για τους καρδιοπαθείς

Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι κύριο μέλημά τους ήταν η διαπίστωση της επίδρασης των ΜΣΑΦ στους καρδιοπαθείς, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ήδη αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών επεισοδίων, και όχι στους περιστασιακούς χρήστες των συγκεκριμένων αντιφλεγμονωδών.

«Ενας ασθενής που έχει ήδη καρδιακά προβλήματα, υψηλή αρτηριακή πίεση και διαβήτη έχει, λόγω ιστορικού, ετήσιο κίνδυνο αυξημένο κατά 5%» εξήγησαν ο κ. Χένρι και η κυρία Μακ Γκέτιγκαν. «Η χρήση της δικλοφενάκης θα αυξήσει κατά μέσο όρο αυτόν τον κίνδυνο κατά 40%, οδηγώντας σε ετήσιο κίνδυνο άνω του 7%. Με άλλα λόγια ένας στους 50 ασθενείς ίσως υποστεί μια καρδιακή προσβολή την οποία θα μπορούσε να έχει αποφύγει».

Σε αντιδιαστολή, όπως τόνισαν οι ειδικοί, για μια υγιή νεαρή γυναίκα η οποία αντιμετωπίζει ετήσιο κίνδυνο καρδιαγγειακού επεισοδίου 0,1% η αύξηση του κίνδυνου από τη χρήση οποιουδήποτε μη στεροειδούς αντιφλεγμονώδους είναι αμελητέα.

Οσον αφορά την ιβουπροφένη, η μελέτη συνιστά ότι οι συσκευασίες των σκευασμάτων που την περιέχουν θα πρέπει να περιλάβουν σαφείς προειδοποιήσεις ώστε οι καρδιοπαθείς να μην ξεπερνούν τη μέγιστη ημερήσια δόση των 1.200 mg χωρίς τη συμβουλή του θεράποντος ιατρού τους.

Στάθμιση στα οφέλη

«Από την κλινική άποψη, η ναπροξένη και η ιβουπροφένεη φαίνονται να έχουν τα πιο ευνοϊκά προφίλ καρδιαγγειακού κινδύνου. Το πλεονέκτημα αυτό θα πρέπει ωστόσο να σταθμιστεί έναντι των γαστρεντερικών κινδύνων αυτών των ουσιών» καταλήγει η μελέτη.

Ανεξάρτητοι επιστήμονες σχολιάζοντας τη μελέτη στα διεθνή μέσα ενημέρωσης τόνισαν ότι τα αποτελέσματα της είναι ενδιαφέροντα αλλά επεσήμαναν ότι βασίζεται μόνο σε μελέτες παρατήρησης οι οποίες δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τη σχέση αιτίου και αποτελέσματος.

Ολοι οι ειδικοί συμφωνούν πάντως στο ότι τα ευρήματα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι καρδιοπαθείς θα πρέπει να σταματήσουν να παίρνουν τα φάρμακά τους _ απλώς θα πρέπει να τα παίρνουν σε στενότερη συνεργασία με τον γιατρό τους.