Η δυστυχία που βίωνε ο κωµικός Τζιν Γουάιλντερ από µικρό παιδί ήταν απερίγραπτη. Η πρώτη φορά που συνειδητά προσπάθησε να κάνει κάποιον να γελάσει _ τη µητέρα του _ στα οκτώ του, η πρώτη φορά που αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να πιάσει ένα γυναικείο στήθος, όπως του έλεγαν οι συµµαθητές του, η πρώτη φορά που βρέθηκε κοντά στο σηµείο να κάνει µία ερώτηση για το σεξ, κάθε πρώτη φορά ήταν µια µικρή καταστροφή στη ζωή του. Επειτα ήταν το µοναδικό εβραιόπουλο στο κολέγιο όπου τον έστειλαν οι γονείς του και για πολύ καιρό δεν µπορούσε να εξηγήσει γιατί δεχόταν επιθέσεις από τα άλλα παιδιά. Είχε γεµίσει µελανιές, αλλά το θεωρούσε ένας είδος «µύησης» για τους καινούργιους. Συγχρόνως ένας δαίµονας εισέβαλλε στον ψυχικό του κόσµο και τον ανάγκαζε να σταµατάει µπροστά στα κτίρια και να προσεύχεται γονατιστός για να εξιλεωθεί. Ζητούσε συγχώρεση, αλλά δεν ήξερε γιατί. Είχε φτάσει στο σηµείο να ισιώσει τα κατσαρά µαλλιά του µε βαζελίνη για να δείξει πόσο ταπεινός ήταν. Τα αφηγείται όλα τώρα, ξαπλωµένος στον καναπέ της ψυχαναλύτριάς του, στο γραφείο της στη Νέα Υόρκη.

Μόνον όταν άρχισε τα µαθήµατα υποκριτικής έµοιασε να υποχωρεί αυτός ο ψυχαναγκασµός. «Το να παίζεις θέατρο φαίνεται πολύ πιο απλό από τη ζωή. Οταν βρίσκοµαι στη σκηνή, νιώθω ασφαλής» διαπίστωσε κατ’ αρχάς. Στον «Θάνατο του εµποράκου», όπου ο δαίµονας θα µπορούσε κάλλιστα να ασκήσει πίεση λόγω του συγκεκριµένου έργου, για πρώτη φορά δεν προσευχήθηκε. Ούτε καν τον κυρίευσε ο φόβος της «µη προσευχής». Ηταν το έργο που στα δεκάξι του άλλαξε τη ζωή του. Ηξερε ότι θέλει να γίνει ηθοποιός, όχι αναγκαστικά κωµικός ηθοποιός, ίσως καθόλου κωµικός. Κατά την αποφοίτησή του από το σχολείο δεν πήγε στο θέατρο, πήγε στο σινεµά. Η ταινία που παιζόταν ήταν «Τα φώτα της πόλης» του Τσάρλι Τσάπλιν. «Ηταν αστεία. Μετά δραµατική. Κάποιες φορές και τα δύο συγχρόνως». Του άρεσε αυτό. Χρόνια αργότερα είδε πάλι τον Τσάρλι Τσάπλιν στο «Τσίρκο». Τον ενέπνευσε για το υπόλοιπο της καριέρας του: «Αν αυτό που κάνεις είναι πραγµατικά αστείο, δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις να φανείς εσύ αστείος». Είχε βρει το στυλ του; Εκείνο που του έδωσε πάντως τη θετική ψήφο των κριτών στην τελική οντι σιόν στο Actors Studio ήταν ένας τρόπος ολότελα δικός του: έπαιξε δραµατική σκηνή µε µια µορφή «αθωότητας». Μόνο δύο άτοµα είχαν περάσει από τα χίλια διακόσια που συµµετείχαν στη συγκεκριµένη εξεταστική περίοδο.

Αναζήτηση τέχνης και έρωτα

Εργα, ταινίες και γυναίκες εναλλάσσονται στο εξής, µε τον ίδιο να «γνέφει» για άλλη µία φορά προς την πλευρά των γυναικών. Η απαρίθµηση των επιτυχιών του µοιάζει να έρχεται σε δεύτερη µοίρα µπροστά στις διακυµάνσεις στον ψυχικό του κόσµο. Εκεί έχουµε περισσότερες πληροφορίες για το τι συνέβη. ∆εν µπόρεσε να κάνει σεξ µε την 23χρονη κοκκινοµάλλα συµπρωταγωνίστριά του Ρίτα όχι γιατί ήταν ήδη παντρεµένη µε το 68χρονο αφεντικό, αλλά γιατί πίστευε πως θα το ευχαριστιόταν παραπάνω από όσο έπρεπε! Αποδύθηκε βιαστικά σε έναν ανούσιο γάµο µε την επίσης ηθοποιό Μαίρη, της οποίας δεν µαθαίνουµε καν το επώνυµο, αλλά στη διάρκεια της εξ αποστάσεως σχέσης τους είχε την ευκαιρία να παίξει στο Μπρόντγουεϊ δίπλα σε πρωταγωνιστές σαν την Αν Μπάνκροφτ και τον Κερκ Ντάγκλας, να γνωρίσει τον παντοτινό φίλο και συνεργάτη του Μελ Μπρουκς και µαζί του την πρώτη υποψηφιότητα για Οσκαρ µε την κωµική ταινία «Παραγωγοί», προάγγελο µόνο µιας σειράς επιτυχιών. Κάπου εκεί ενδιαµέσως για πρώτη φορά ερωτεύτηκε, αλλά και νυµφεύτηκε την επίσης ηθοποιό Μαίρη Τζο. «Και ελάχιστα λεπτά αφότου πήρες το διαζύγιό σου µε τη Μαίρη, ερωτεύτηκες τη Μαίρη Τζο – που µπορεί να ήταν, µπορεί και να µην ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος για ‘σένα, δεν το ξέρω αυτό – και αυτοµάτως άρχισες να νιώθεις ένοχος αν δεν τη ζητούσες σε γάµο επειδή η κόρη της είχε αρχίσει να σε αποκαλεί “µπαµπά”;» τον ρώτησε η ψυχοθεραπεύτριά του Μάρτζι. «Ακριβώς, ναι» ήταν η απάντηση. Ετσι έπαψε τουλάχιστον να έχει αµφιβολίες για το αν ήταν καλός άνθρωπος. Στο πλαίσιο αυτού του γάµου γυρίστηκε η ταινία «Φρανκενστάιν Τζούνιορ», σε σενάριο του ίδιου, που τον εκτίναξε στα ύψη: το ντεµπούτο του ως σκηνοθέτη, το πρώτο του γεύµα µε δηµοσιογράφους, η ανέλπιστη φιλοφρόνηση που εισέπραξε από τον Ορσον Γουέλς, το τηλεφώνηµα που δέχτηκε από τον Γούντι Αλεν και ο πρωταγωνιστικός του ρόλος στο «Ολα όσα θα θέλατε να µάθετε γύρω από το σεξ», οι περιπλανήσεις του µε τον Πίτερ Σέλερς στο Λονδίνο, η συνεργασία του µε τον Σίντνεϊ Πουατιέ. Ακολούθησε ο τρίτος γάµος του µε την εκπληκτική Τζίλντα την οποία ορκιζόταν ότι δεν θα παντρευόταν ποτέ, η αναµέτρησή του µε τον καρκίνο της, ο θάνατος της Τζίλντας, η αναµέτρηση µε τον δικό του καρκίνο, η δική του επιβίωση και ένας τέταρτος γάµος µε την Κάρεν, µια γεροντοκόρη που όµως εµφανίστηκε την κατάλληλη στιγµή και γαλήνεψε την ψυχή του. ∆εν είχε πια διάθεση για άλλες κωµωδίες. ∆εν ήταν καν υποχρεωµένος να παίζει θέατρο, σινεµά, να υποκρίνεται. Θα επέστρεφε στον παλιό του έρωτα για τη ζωγραφική και θα έγραφε βιβλία.

H συγγραφική καριέρα

Η πρώτη φορά που έγραψε βιβλίο, την παρούσα αυτοβιογραφία το 2005, φαίνεται πως ήταν εξίσου δύσκολη για τον Τζιν Γoυάιλντερ.

Η αφήγηση παρουσιάζεται συχνά άτεχνη, ακατέργαστη, «αθώα». Κωμικά περιστατικά ξεπηδούν εδώ κι εκεί μέσα από έναν ανεπιτήδευτο αυθορμητισμό αλλά τώρα μια μελαγχολία πλανάται στον ορίζοντα. Ακολούθησαν τα βιβλία «My French Whore» το 2007, «The Woman Who Wouldn’t» το 2008, το οποίο επίσης κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αλuni0394ε με τίτλο «Η γυναίκα που δεν ήθελε», και το «What Is This Thing Called Love» το 2010. Ο Τζιν Γουάιλντερ είναι σήμερα 78 χρόνων με μια ήδη σεβαστή συγγραφική καριέρα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ