Διώκτης του Τζον Ντίλιντζερ και ληστών τραπεζών της δεκαετίας του ’30, αμείλικτος κυνηγός γερμανών κατασκόπων, φανατικός αντικομμουνιστής και πληροφοριοδότης του Τζο Μακ Κάρθι, ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ υπήρξε μια μυθική φιγούρα των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Βρέθηκε στον χώρο της δίωξης του εγκλήματος από νωρίς. Αποφοιτώντας από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον το 1917, στα 22 του, προσελήφθη αμέσως ως υπάλληλος του υπουργείου Δικαιοσύνης. Οι πόλεμοι μεταξύ των συμμοριών και η συνακόλουθη ανάπτυξη των σωμάτων ασφαλείας υποβοήθησαν τη μετεωρική άνοδό του. Το 1924 τοποθετήθηκε διευθυντής του Γραφείου Ερευνών, το οποίο μετονομάστηκε το 1935 σε Ομοσπονδιακό Γραφείο Ερευνών (διεθνώς γνωστό ως FBI), θέση την οποία κράτησε ως τον θάνατό του, το 1972. Επικαλούμενος έναν αυστηρό κώδικα ηθικής, απέκτησε την εύνοια της κοινής γνώμης, η οποία τον επιβράβευε με δημοτικότητες της τάξης του 90% ακόμη και στα ύστερα χρόνια της βασιλείας του, όταν οι φήμες για την εκκεντρικότητα, τον σεξουαλικό προσανατολισμό του και τις αμφισβητούμενες μεθόδους του είχαν αρχίσει να διαρρέουν στον Τύπο.

Εγωιστής, αρχομανής, λάτρης της εξουσίας, ο Τζ. Εντγκαρ Χούβερ κατέστησε το προσωπικό του πάθος για τη συλλογή πληροφοριών επάγγελμα. Εχοντας οικοδομήσει ιδιαίτερες προσωπικές σχέσεις με πολλούς προέδρους, αντάλλαξε προσωπικές χάρες με την πλήρη ελευθερία δράσης που υπερέβαινε το νομικό καθεστώς: Θέτοντας κατά παράβαση του συντάγματος υπό τηλεφωνική παρακολούθηση συνεργάτες και αντιπάλους των Φραγκλίνου Ρούζβελτ και Λίντον Τζόνσον, για τους οποίους υπήρχαν διάφορες υπόνοιες παραβάσεων, κέρδισε την εμπιστοσύνη τους και διεύρυνε τα όρια της δικής του ισχύος. Η αδιαφορία του Χάρι Τρούμαν προς παρόμοιες πρακτικές και η καχυποψία εκ μέρους των Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι αποτελούσαν κόλαφο για τον απύθμενο εγωκεντρισμό του. Διέδιδε ότι μία από τις χειρότερες προσβολές που υπέστη ήταν η πρώτη του συνάντηση με τον Ρόμπερτ Κένεντι, κατά τη διάρκεια της οποίας ο τότε υπουργός Δικαιοσύνης των ΗΠΑ έπαιζε βελάκια παρουσία του: Οχι μόνο επρόκειτο περί «ασέβειας προς το πρόσωπό του», αλλά και για «ιερόσυλη φθορά κυβερνητικής περιουσίας»: Ο υπουργός πετύχαινε συνήθως τον τοίχο.

Ακριβέστερο μέτρο της εγωπάθειας του Χούβερ από παρόμοιες δηλώσεις ήταν μια επίσκεψη στο αξίας 160.000 δολαρίων μέγαρό του στο Ροκ Κρικ Παρκ της Ουάσιγκτον. Σύμφωνα με άρθρο του περιοδικού «Time», το 1975, στο οποίο αναθεωρούνταν μετά θάνατον οι ως τότε αγιογραφικές περιγραφές που κυκλοφορούσαν επισήμως, «τον προθάλαμο κοσμούσε πάντοτε μια φωτογραφία του με τον εκάστοτε πρόεδρο. Ενα μεγάλο πορτρέτο του Χούβερ κρεμόταν πάνω από τη σκάλα που οδηγούσε στον δεύτερο όροφο. Στην κορυφή της βρισκόταν μια χάλκινη προτομή του και όλοι οι τοίχοι της αίθουσας ψυχαγωγίας ήταν γεμάτοι με φωτογραφίες του με διάφορες διασημότητες». Και καθώς η ιδιωτική ζωή των τελευταίων, ιδιαίτερα οι σεξουαλικές παρεκτροπές τους, αποτελούσε κρυφό του πάθος και τα υποτιθέμενα στοιχεία για αυτές μεγάλο μέρος του προσωπικού του αρχείου, κανέναν δεν θα πρέπει να ξενίζει το γεγονός ότι σε όλον το χώρο αφθονούσε το γυμνό, υπό μορφή πορτρέτων, γλυπτών, ακόμη και μιας διάσημης γυμνής φωτογραφίας της Μέριλιν Μονρόε.

Η απουσία οποιασδήποτε ερωτικής σύνδεσης με το άλλο φύλο ήταν κοινό μυστικό για δεκαετίες. Οι εκτιμήσεις για τη σεξουαλικότητά του διίστανται. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι από όσους τον γνώρισαν θεωρούν ότι το FBI, οι λειτουργίες του και η απόλυτη εμμονή του στη διατήρηση της εξουσίας καταλάμβαναν την προσωπικότητά του σε τέτοιο βαθμό ώστε να είναι πλήρως ασεξουαλικός. Αλλοι υποστηρίζουν ότι ο Χούβερ ήταν απλώς κρυπτοομοφυλόφιλος (εξ ου και η απέχθεια που εξέφραζε για αυτούς δημοσίως) και υποδεικνύουν στη μακροχρόνια στενή φιλία του με τον υποδιευθυντή του FBI, Κλάιντ Τόλσον, τον έτερο πόλο της σχέσης. Οι δύο άνδρες συνεργάστηκαν επί 44 χρόνια, διασκέδαζαν με ιπποδρομίες, συνταξίδευαν, γευμάτιζαν και δειπνούσαν καθημερινά μαζί. Φιλάργυρος με τα χρήματα όσο και με τα συναισθήματά του, ο Χούβερ για πάνω από δύο δεκαετίες επέλεγε το «Harvey’s», γνωστό εστιατόριο της Ουάσιγκτον για ακριβά γούστα, ο ιδιοκτήτης του οποίου τύγχανε φίλος του, εξ ου και η σίτιση παρεχόταν δωρεάν και το μόνο που πλήρωνε ήταν το φιλοδώρημα. Οταν η επιχείρηση πουλήθηκε και η νέα διεύθυνση αποφάσισε να του χρεώνει έναν μηνιαίο λογαριασμό, απλώς σταμάτησε να συχνάζει εκεί.

{{{ moto }}}

Ο αυταρχισμός του ήταν τέτοιος ώστε οι αποφάσεις του αρχηγού αντιμετωπίζονταν ως θέσφατα: Οχι μόνο κανείς δεν διανοούνταν να τις αμφισβητήσει, αλλά δεν ετίθεντο καν σε συζήτηση – οι υφιστάμενοι ασκούνταν στην ερμηνεία τους. Σύμφωνα με τον πρώην πράκτορα Τζόζεφ Λ. Σοτ, ο οποίος περιέγραψε τις εμπειρίες της 23χρονης καριέρας του και τις αναμνήσεις από τον Χούβερ στο βιβλίο «No Left Turns» (εκδ. Ballantine), όταν κάποτε το αυτοκίνητο του διευθυντή ενεπλάκη σε αυτοκινητικό ατύχημα επειδή όφειλε να στρίψει αριστερά, οι υπεύθυνοι διατάχθηκαν να σχεδιάζουν διαδρομές που δεν θα περιελάμβαναν αριστερές στροφές. Ολοκληρώνοντας μια σύσκεψη κάποτε ο Χούβερ δήλωσε: «Αξιολόγησα τους επόπτες μας στην πρωτεύουσα και κατέληξα στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί ηλιθίων. Κανονίστε να ξεκουμπιστούν». Αντί να ρωτήσουν ποιους ακριβώς εννοούσε ρισκάροντας να αντιμετωπίσουν την οργή του, οι υφιστάμενοι βρήκαν δύο υπαλλήλους που προτιμούσαν να πάρουν μετάθεση και έλυσαν το πρόβλημα. Σε μια άλλη περίπτωση, αμέσως μετά την αποφοίτηση των νέων πρακτόρων και την καθιερωμένη χειραψία με τον διευθυντή στα κεντρικά κτίρια του FBI, ο Χούβερ ανακοίνωσε αίφνης ότι ένας από τους νεοσύλλεκτους είχε «μικρό κεφάλι» και δεν τον ήθελε στην υπηρεσία. Ακολούθησε εξονυχιστική έρευνα στα αποδυτήρια των αποφοίτων, ελέγχθηκε το μέγεθος των καπέλων τους και προέκυψε ότι το μικρότερο νούμερο ανήκε σε τρεις: Για να μην υπάρξει ζήτημα με τις θελήσεις του αρχηγού, απολύθηκαν και οι τρεις.

Τα καπρίτσια του Χούβερ επιβεβαίωναν ακριβώς το γεγονός ότι ο λόγος του ήταν νόμος – υπεράνω της πληθώρας των κανονισμών που είχε ο ίδιος θεσπίσει για να χειρίζεται τη συμπεριφορά των πρακτόρων υπό τη δικαιοδοσία του. Τρεις τόμοι καθόριζαν τις διαδικασίες για καθένα από τα 180 είδη ερευνών του FBI, ενώ ένας μόνο αρκούσε για τη ρύθμιση της προσωπικής συμπεριφοράς των μελών του. Οι λεπτομέρειες του τελευταίου περιελάμβαναν αυστηρό κώδικα ένδυσης (κοντά μαλλιά, λευκό πουκάμισο, σκούρα γραβάτα, σακάκια που έπρεπε απαραιτήτως να φοριούνται στο γραφείο), απαγόρευση χρήσης υπηρεσιακών αυτοκινήτων εκτός υπηρεσίας, ποινικοποίηση της καθυστέρησης υποβολής των λογαριασμών εξόδων και ενίοτε απόλυση για τους άγαμους πράκτορες που θα συλλαμβάνονταν να μοιράζονται το ίδιο δωμάτιο με μια γυναίκα. Ο ενδοϋπηρεσιακός έλεγχος ήταν συνεχής, οι παρακολουθήσεις καθημερινή πρακτική και η καταγγελτική κουλτούρα σε πλήρη άνθηση: Οι στενογράφοι του FBI ενθαρρύνονταν να αναφέρουν οποιεσδήποτε παραβάσεις υπέπιπταν στην αντίληψή τους, ακόμη και ανωνύμως.

Πέραν της ευλογίας της κατάδοσης, ο ρατσισμός του είναι επίσης τεκμηριωμένος. Το FBI υπήρξε για δεκαετίες οργανισμός με αποκλειστικά λευκό προσωπικό και χρειάστηκε να υποβληθεί ο Χούβερ σε πειθαναγκασμό από ανώτερα κυβερνητικά κλιμάκια για να προσληφθούν οι πρώτοι μαύροι υπάλληλοι. Ακόμη και μετά τον θάνατό του υπηρετούσαν μόλις 103 σε ένα σύνολο 8.000 πρακτόρων. Εκτός από τις επιχειρήσεις παραπληροφόρησης και τη διάβρωση ριζοσπαστικών οργανώσεων όπως οι Μαύροι Πάνθηρες στη δεκαετία του ’60, οι φυλετικές του προκαταλήψεις είναι εμφανείς στη στάση του την ίδια περίοδο έναντι της Κου Κλουξ Κλαν και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ενώ το FBI είχε εισχωρήσει σε πολλά παρακλάδια της ρατσιστικής οργάνωσης, δεν έγινε καμία προσπάθεια να αποτραπούν εγκλήματα με θύματα μέλη του κινήματος περί πολιτικών δικαιωμάτων. Εκείνη την εποχή ο Χούβερ ενδιαφερόταν για τον περιορισμό των κλοπών αυτοκινήτων προκειμένου να αποκτήσει στατιστικά τεκμήρια για τη βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Γραφείου. Παράλληλα, είχε στήσει ένα δίκτυο παρακολούθησης του αφροαμερικανού πάστορα με σκοπό να τον διαβάλει στο ευρύ κοινό. Σύμφωνα με τη μαρτυρία ανωνύμου συνεργάτη του στο «Time», ο διευθυντής κάποτε τον κάλεσε για να συζητήσουν τι μέλλει γενέσθαι με τον Κινγκ. Ενας σύμβουλος του Χούβερ τού δήλωσε ότι ο πάστορας όχι μόνο ήταν κομμουνιστής αλλά πλέον υπήρχε και «σεξουαλικό ζήτημα»: «Κοιμάται με λευκές» είπε ενώ ο αρχηγός επιδοκίμαζε.

Αν κάτι, ωστόσο, αποδεικνύει τα όρια του ήθους του, αυτό είναι η επί δεκαετίες άρνησή του να δεχθεί την ύπαρξη της Μαφίας. Εχοντας πληροφορηθεί από τον αρχιμαφιόζο Φρανκ Κοστέλο στις αρχές της δεκαετίας του ’40 ότι ο υπόκοσμος δήθεν δρούσε αποκεντρωτικά, ο διευθυντής του FBI διακήρυττε ως τις αρχές της δεκαετίας του ’60 ότι οργανωμένο έγκλημα δεν υφίσταται – την πεποίθησή του υποβοηθούσαν τα συχνά tips που ο Κοστέλο φρόντιζε να του παρέχει για τα στοιχήματα στις αγαπημένες του ιπποδρομίες. Είναι βέβαιο πως όταν ο Κλιντ Ιστγουντ ξεκινήσει σε λίγους μήνες, όπως έχει ανακοινωθεί, τα πρώτα γυρίσματα της κινηματογραφικής βιογραφίας του Χούβερ, η οποία αναμένεται να βγει στις αίθουσες το 2012, το υλικό του θα είναι άφθονο. Και ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο, επωμιζόμενος τον πρωταγωνιστικό ρόλο, θα κληθεί να αποδώσει όλες τις αντιφάσεις μιας παθολογικής προσωπικότητας με αψεγάδιαστη εξωτερική εικόνα αλλά ελαστική ηθική που κατέληξε, σύμφωνα με τον βιογράφο Κερτ Τζέντρι, να αποκαλείται ειρωνικά, πίσω από την πλάτη της, «Παναγία με παντελόνια».

* Αυτό το άρθρο δημοσιεύτηκε στο ΒΗΜagazino στις 7 Νοεμβρίου 2010.

Η ταινία «J. Edgar» σε σκηνοθεσία Κλιντ Ιστγουντ θα προβάλλεται στους ελληνικούς κινηματογράφους από τον προσεχή Ιανουάριο. Στις ΗΠΑ προβάλλεται από 9 Νοεμβρίου.