Η εικόνα για το υποδειγµατικό ζευγάρι της αντικουλτούρας του 20ού αιώνα θάµπωσε οικτρά µετά τον θάνατό τους µέσα στη δεκαετία του 1980. Λίγο οι αποκαλύψεις για τον αµφιλεγόµενο ρόλο τους στη διάρκεια της γερµανικής κατοχής, λίγο η προσκόλληση του Σαρτρ στη Σοβιετική Ενωση ενώ γίνονταν γνωστοί οι χιλιάδες θάνατοι στα γκουλάγκ, λίγο η ακόλαστη ερωτική ζωή των δύο πρωτοπόρων της σεξουαλικής επανάστασης έκαναν τον κόσµο να αποστρέψει το βλέµµα. Βέβαια έµεινε και έγινε κτήµα µας η πνευµατική κληρονοµιά τους, αλλά τα Αποµνηµονεύµατα του ζεύγους που είχε επιµελώς συνθέσει η Μποβουάρ αποδείχθηκαν σε µεγάλο βαθµό έργο µυθοπλασίας. Εκεί εστιάζει τώρα την προσοχή της η βιογράφος Σέιµουρ – Τζόουνς: στο τεράστιο χάσµα ανάµεσα στον δηµόσιο βίο και στις ιδιωτικές ζωές του ζευγαριού. Πόσο µεγάλη υπήρξε η επιρροή του σεξ στις πολιτικές πεποιθήσεις; Η συνάντησή τους το καλοκαίρι του 1929 στους διαδρόµους της Σορβόννης ήταν σύγκρουση γιγάντων. Στα 21 της εκείνη ήταν το νεαρότερο πρόσωπο που είχε επιτύχει ποτέ στις εξετάσεις της agregation στη Φιλοσοφία και µόλις η ένατη γυναίκα. Είχε θριαµβεύσει κατατροπώνοντας τους πάντες εκτός από τον κατά τρία χρόνια µεγαλύτερο Σαρτρ. Εκείνος, ένα µικροσκοπικό αλλήθωρο ανθρωπάκι, είχε κατακτήσει την πρώτη θέση, εκείνη τη δεύτερη.

Αµφότεροι απαλλάχθηκαν από την παρουσία του Θεού νωρίς: η Σιµόν δεχόταν ότι «ο Θεός ήταν νεκρός» ήδη από την εφηβεία της, ενώ για τον Σαρτρ ο Θεός εξαφανίστηκε στα δώδεκά του. Το 1945 περιέγραψε τον υπαρξισµό ως «µια απόπειρα να περιγραφούν όλες οι πιθανές συνέπειες από µια θέση συνεπούς και αδιάλειπτου αθεϊσµού». Το µόνο που είχαν να κάνουν οι «δίδυµοι» ήταν να ενθαρρύνουν και να επιβεβαιώνουν ο ένας τον άλλον στα όρια του προσωπικού τους κόσµου. Χωρίς παιδιά, σπίτια, συγγενείς και άλλες υποχρεώσεις, οι δύο καθηγητές Φιλοσοφίας ύφαιναν από κοινού τα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά, προσωπικά και πολιτικά νήµατα που διαπερνούσαν τις ζωές τους.

Ο «συνεταιρισµός»

Επί πέντε δεκαετίες σφυρηλάτησαν µια ανοιχτή σχέση που τους επέτρεπε να έχουν και άλλους εραστές, γυναίκες και άνδρες, εύκολα αναλώσιµους στον βωµό των συµφερόντων του «συνεταιρισµού». Η Μποβουάρ είχε να αντιπαλέψει τόσο τις αµφιφυλοφιλικές της προτιµήσεις όσο και την αδιέξοδη ζήλια της για την απιστία του Σαρτρ – η ζήλια ήταν συναίσθηµα απαγορευµένο µε βάση τη γραπτή τους συµφωνία.

Χάριν της «θεµελιώδους» αγάπης τους εκείνη πλάνευε µε ανείπωτη δεξιότητα µαθήτριές της, φρέσκες και απροσποίητες κοπέλες, για να τις προωθήσει ακολούθως στον Σαρτρ, ο οποίος είχε ακόρεστο πάθος για παρ θένες. Μια από τις ερωµένες του, η Μπιάνκα Μπίνενφελντ, είπε για την εµπειρία της πως είχε την αίσθηση «ότι ήταν ασθενής πάνω σ’ ένα χειρουργικό τραπέζι». Ο ίδιος παραδεχόταν ότι «ο αυτοέλεγχός µου µεταφραζόταν σε ένα σχεδόν ανεπαίσθητο ίχνος σαδισµού. ∆εδοµένου ότι, στο τέλος, το άλλο πρόσωπο παραδινόταν στην ηδονή, εγώ όµως όχι». Οι εγκαταλειµµένες, ταπεινωµένες, συντετριµµένες ερωτικές παρτενέρ έφθαναν ακόµη και στα όρια της αυτοκτονίας µετά, περίπου όπως στις Επικίνδυνες σχέσεις του Λακλό, µε το ερωτικό παιχνίδι εξουσίας ανάµεσα στην κυρία Ντε Μερτέιγ και στον Βαλµόν. Εξ ου και ο τίτλος του βιβλίου Επικίνδυνη σχέση. Ηταν µια µάλλον ριζοσπαστική απάντηση στον φθαρµένο θεσµό του γάµου, ένα αµοραλιστικό εγχείρηµα που δεν θα έβρισκε ποτέ την αποδοχή των αναγνωστών της Μποβουάρ. Η ίδια ήταν αρκετά ευφυής ώστε «να ξεγελάσει τους πάντες στήνοντας µια ειρωνική, µεταµοντέρνα φάρσα στους βιογράφους της».

Φιλόσοφοι-σταρ

Με βάση νεότερες πηγές – επιστολές της Μποβουάρ η οποία ορκιζό ταν ότι είχαν χαθεί, επιστολές του Σαρτρ στην ερωµένη του ρωσίδα διερµηνέα Λένα Ζονίνα, προφορικές αφηγήσεις ατόµων που τους γνώρισαν, τους αγάπησαν ή τους µίσησαν -, η Σέιµορ Τζόουνς περιγράφει τη σχέση τους όχι µόνο ως «το ακόνι απ’ όπου ξεπετάγονταν οι σπίθες της διανόησης» αλλά και ως µια ανοίκεια ερωτική συνένωση δύο ανθρώπων που τους ένωναν τα ψέµατά τους.

Εφταιγε ο αθεϊσµός τους «καθώς ατένιζαν πλάι-πλάι το µαύρο υπαρξιακό κενό»; Ηταν η θαρραλέα απόπειρά τους να ζήσουν κόντρα στην αστική κοινωνία; Ηταν η διασηµότητα που «πείραξε» τον Σαρτρ αφού τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης πυροδοτούσαν τις βεντέτες µεταξύ διασηµοτήτων, ιδίως µε τον Αλµπέρ Καµί και τον Αρθουρ Κέσλερ; Ο Σαρτρ αποκαλούσε τον Καµί «vedette», που σηµαίνει «αστέρι της ενηµέρωσης» αλλά και «τορπιλάκατος». Ο ίδιος περιέγραφε τον εαυτό του ως πολεµικό πλοίο.

Το ειδύλλιο µε την Αριστερά

Η πολιτική και η κομμουνιστική ιδεολογία αρχικά προκαλούσαν ανία στον Σαρτρ και στην Μποβουάρ – «Δεν ήταν δική μας πάλη» -, έως ότου ξεκίνησε εκ των πραγμάτων το ειδύλλιο του ζεύγους με την Αριστερά, σοβούσης της αντιπαλότητας με τον Καμί. Ο θάνατος του Στάλιν το 1953 άνοιξε τον δρόμο για την επίσκεψη του Σαρτρ στην τότε ΕΣΣΔ. Σύντομα άρχισαν οι προπόσεις με βότκα, λιποθύμησε ο Σαρτρ στις όχθες του Μόσκοβα, μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο, επέστρεψε στο Παρίσι τελείως αλλαγμένος. Απομονώθηκε ο Σαρτρ, έμεινε έρμαιο στην πλάνη και πιάστηκε στον ιστό μιας σοβιετικής ερωτικής παγίδας; Ο ίδιος πίστευε ότι η αινιγματική Ρωσίδα Λένα Ζονίνα τον είχε ερωτευθεί, στα 57 του, αυτόν ο οποίος «ήταν σαν ένα τόσο δα βαρελάκι, και πιο άσχημος από οποιοδήποτε ανθρώπινο ον», κατά τον σκηνοθέτη Τζον Χιούστον. Ηταν κατάσκοπος της ΚGB η Ζονίνα;

Την υποπτευόταν ο Σαρτρ και έπαιζε «le double jeu» ή εθελοτυφλούσε;

Η βιογράφος είναι εξαιρετικά λεπτολόγος και απολαυστική στις περιγραφές της, γεμάτες από ανεκδοτολογικό υλικό από την εν πολλοίς άγνωστη «ψυχροπολεμική» περίοδο. Και όμως, πουθενά σε αυτή την εικονοκλαστική βιογραφία δεν κρύβεται ο θαυμασμός της συγγραφέως για τους διασημότερους compagnons de route (συνοδοιπόρους στη ζωή) και τη συμβολή τους στους απελευθερωτικούς αγώνες του 20ού αιώνα, του γυναικείου κινήματος περιλαμβανομένου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ