Οι βιβλιοπώλες, επαγγελματική ομάδα που μπορεί να λειτουργήσει σε κάθε χώρα ως αψευδής δείκτης των τάσεων της κοινής γνώμης, προετοίμασαν κατάλληλα τις βιτρίνες τους χωρίς πολλές ελπίδες. Εκδότες και αρθρογράφοι είναι κατηγορηματικοί: η 11η Σεπτεμβρίου στη στρογγυλή και εμβληματική δέκατη επέτειό της δεν έχει πλέον ζήτηση.

Γράφοντας στο New York Magazine για τα απομεινάρια μιας ημέρας, ο Φρανκ Ριτς υπογραμμίζει πως από τη μία πλευρά κάθε όψη της επετείου καλύπτεται από πλήθος δημοσιευμάτων εφημερίδων και λοιπών εντύπων, ενώ από την άλλη για την πλειοψηφία των Αμερικανών έχει πάψει να αποτελεί το ορόσημο που ήταν: προϊόντος του χρόνου (και της εκτέλεσης του Οσάμα) το τραύμα έχει σχεδόν ιαθεί. Ενδεικτικό είναι άλλωστε ότι το περιοδικό καταφεύγει στο μάλλον ακαδημαϊκό και τετριμμένο στυλ της εγκυκλοπαίδειας για το δικό του αφιέρωμα – η κατηγοριοποιημένη και ομαδοποιημένη εγκυκλοπαιδική γνώση είναι χαρακτηριστική της τακτοποίησης των οφειλών του παρελθόντος.

Παραδόξως, από τα λήμματα λείπει η ονομαστική αναφορά στον τρόμο. Γιατί αν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για κάτι είναι ότι η κληρονομιά της 9/11 στην επόμενη δεκαετία είναι διάφορες εκδοχές φόβου. Η κατάρρευση των Δίδυμων Πύργων έφερε στην επιφάνεια εκ νέου όχι μόνο τις χρόνιες εμμονές μιας ευτυχούς γεωγραφικά όσον αφορά την προστασία της από εξωτερικούς εχθρούς κοινωνίας με τους εσωτερικούς κινδύνους (κομμουνιστές, τρομοκράτες, πεμπτοφαλαγγίτες κάθε είδους), αλλά και την ευχέρεια με την οποία ένας σύγχρονος πληθυσμός με ανεπτυγμένη κουλτούρα διαλόγου και (επι)κριτική διάθεση προς τα πάντα μπορεί να χειραγωγηθεί από τον δημόσιο λόγο σε κατευθύνσεις που δεν θα έπαιρνε υπό κανονικές συνθήκες.

Ο πανικός είθισται να αμβλύνει πολλές ευαισθησίες, ειδικά όσες άπτονται των ευαίσθητων θεσμών της ανοικτής κοινωνίας – εξ ου και στην περίοδο πιστώνονται κάθε λογής Patriot Acts, χρωματικοί συναγερμοί, εκδόσεις κρατουμένων και η πανηγυρικήαναβίωση των βασανιστηρίων ως θεμιτής πρακτικής.


Οι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και το Ιράκ, οι οποίοι στοίχισαν το θάνατο σε 100-150 χιλιάδες αμάχους, λειτούργησαν ως μια μορφή εξαγωγής φόβου: εδραίωσαν το χάος στις τοπικές κοινωνίες, ενώ τα ανύπαρκτα
WMD του Σαντάμ υποδαύλισαν επιδέξια τους προϋπάρχοντες φόβους της δυτικής κοινής γνώμης απέναντι στα πυρηνικά και τα βιολογικά όπλα. Η συνεργασία άλλωστε των ευρωπαϊκών χωρών με τη CIA στο πρόγραμμα ανάκρισης υπόπτων σε «black sites» υπήρξε αποτέλεσμα της διάχυσης του εν λόγω κλίματος στο κοινό προτού ακόμη η Μαδρίτη και το Λονδίνο γίνουν στόχος επιθέσεων της Αλ-Κάιντα.


«Αυταρχικές, αδιάκριτες και δυσανάλογες αντιδράσεις έχουν αποβεί ο κανόνας. Η δημόσια πολιτική και οι ιδιωτικές ζωές ορίζονται από το φόβο. Ο φόβος έχει αποβεί το αίσθημα δια του οποίου κυβερνάται ο δημόσιος βίος», διαπιστώνει η Τζοάνα Μπερκ, καθηγήτρια ιστορίας του Birkbeck College στο βιβλίο της Φόβος. Στιγμιότυπα από τον πολιτισμό του 19ου και του 20ού αιώνα (Σαββάλας, 2010).

Στο Culture of Fear (Continuum, 2002), ο βρετανός κοινωνιολόγος Φρανκ Φουρέντι ανίχνευε την τάση της Δύσης να υποκύπτει σε ηθικούς πανικούς, τρόμους τροφίμων, φοβικά σύνδρομα περί εμβολίων και νέων τεχνολογιών, περιγράφοντας μια υπό διαμόρφωση κουλτούρα του φόβου. Στην κουλτούρα του φόβου, σημείωνε, η διασύνδεση των αντικειμένων τείνει να συγχέεται με την αιτιακή εξήγηση: αντί τεκμηριωμένης απόδειξης αρκεί μια υπόνοια κι ένα κλείσιμο του ματιού. Ως αποτέλεσμα, το άγχος της καθημερινότητας, οι χαμηλής έντασης ανησυχίες, η αβεβαιότητα των πραγμάτων συνθέτουν μια διαρκή κατάσταση φοβίας με μόνιμα χαρακτηριστικά.

Οπωσδήποτε, δεν είναι όλες οι ανασφάλειες μιας εποχής αδικαιολόγητες ούτε μπορεί κανείς, για παράδειγμα, να βάλει στο ίδιο τσουβάλι τους εφήμερους πανικούς των media με το ψυχολογικό τραύμα που προκαλεί το φάσμα της ανεργίας. Αλλά αν η ευρωπαϊκή κοινωνία υποχρεωθεί να αναζητήσει τους διαδόχους του ευρώ στην εποχή της κρίσης, ιδού ένας καλός υποψήφιος: ο φόβος μπορεί να αποβεί το νόμισμα του μέλλοντος.