Τα φθηνά γενόσημα φάρμακα, όπως π.χ. η ασπιρίνη, δεν χρησιμοποιούνται επαρκώς για την αντιμετώπιση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών προβλημάτων εκτιμούν τώρα οι επιστήμονες.

Τα τρομακτικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο ετήσιο συνέδριο της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας και στη συνέχεια δημοσιεύθηκαν στην διαδικτυακή έκδοση της επιθεώρησης «The Lancet», προκύπτουν από μελέτη μεγάλης κλίμακας με επικεφαλής τον δρ Σαλίμ Γιουσούφ από το Πανεπιστήμιο ΜακΜάστερ, στον Καναδά.

Σε αυτήν έλαβαν μέρος συνολικά 154.000 ενήλικες από 17 διαφορετικές χώρες (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν η Σουηδία, ο Καναδάς, η Βραζιλία, η Κίνα, η Ινδία, το Ιράν και η Ζιμπάμπουε).

Φτωχές και πλούσιες χώρες στο «κόκκινο»

Το μεγαλύτερο πρόβλημα, κατά τον ειδικό, παρατηρείται σε αναπτυσσόμενες χώρες όπου σχεδόν το 80% των ατόμων με ιστορικό καρδιοπαθειών ή εγκεφαλικών επεισοδίων δεν λαμβάνουν ούτε τη φθηνή ασπιρίνη ως μέτρο πρόληψης μελλοντικών προβλημάτων.

Ούτε τα πλουσιότερα κράτη ωστόσο φάνηκε να εκμεταλλεύονται την προστασία που προσφέρει η συγκεκριμένη κατηγορία φαρμάκων.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, περίπου το 60% ατόμων που πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα και σχεδόν το 50% όσων είχαν πάθει εγκεφαλικό επεισόδιο δεν λαμβάνουν κάποιο αντιπηκτικό φάρμακο (π.χ. ασπιρίνη, στατίνες ή κάποιο άλλο φάρμακο για τον έλεγχο της αρτηριακής πίεσης – αναστολείς ACE και ARB).

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περίπου 100 εκατομμύρια άτομα παγκοσμίως πάσχουν από καρδιαγγειακά νοσήματα. Το 75% αυτών ζουν σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη είναι πολλές φορές περιορισμένη.

«Παγκόσμια τραγωδία»

Ο δρ Γιουσούφ έσπευσε να σχολιάσει ότι τα συγκεκριμένα ευρήματα δείχνουν ξεκάθαρα πως η πολιτική που ακολουθείται στον τομέα της υγείας ως προς την αντιμετώπιση καρδιαγγειακών νοσημάτων χρειάζεται άμεση επανεξέταση, με τη μεγαλύτερη ευθύνη να βαραίνει τους νοσοκόμους για την προώθηση της χρήσης των απαραίτητων φαρμάκων.

«Πρόκειται για μια παγκόσμια τραγωδία – δεν υπάρχει άλλος τρόπος να το περιγράψουμε αυτό που συμβαίνει» αναφέρει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής της μελέτης.